Της Δήμητρας Ρετσινά Φωτεινίδου
Φιλόλογος - Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας
«Έχοντας κρεμασμένο στον ώμο μου ένα μάνλιγχερ έσπασα με μπαλτά την πόρτα της εκκλησίας, γιατί δεν μου παρέδιναν τα κλειδιά για να λειτουργήσω, στο Κονομπλάτι [σημ. Μακροχώρι δήμου Κορεστείων], το χωριό του Μήτρου Βλάχου… και έτσι επιβλήθηκα(!)» διηγείται στα Απομνημονεύματά του ο φλογερός πατριώτης και ιερωμένος Γερμανός Καραβαγγέλης.
Ανάμεσα στις ηρωικές μορφές του Μακεδονικού Αγώνα, την έναρξη του οποίου τιμούμε κάθε Οκτώβριο λόγω της θυσίας του Πρωτομάρτυρα του Αγώνα Παύλου Μελά (1870 – 1904), περίοπτη θέση κατέχει ο δυναμικός δεσπότης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης. Δεν δίστασε να μεταβάλει την Μητρόπολη σε στρατηγείο του Αγώνα, σε νοσοκομείο για τους τραυματισμένους Μακεδονομάχους, σε κέντρο αποθήκευσης οπλισμού και τον εαυτό του σε κήρυκα της ελληνικότητας της Μακεδονίας, από τη μια μεριά εγγράφως στον Τύπο και από την άλλη, με συναισθηματική νοημοσύνη στους δίγλωσσους, λατινόφωνους ή σλαβόφωνους πληθυσμούς, που κατεξοχήν είχαν ελληνική εθνική συνείδηση. Αυτός είχε την μοίρα να θάψει το ακέφαλο(!) σώμα του Παύλου Μελά στη βυζαντινή εκκλησία των Ταξιαρχών απέναντι από τη Μητρόπολη Καστοριάς. Αυτός προώθησε τα παιδιά του Μακεδονομάχου καπετάν –Κώτα στην Αθήνα, μετά τον ηρωικό θάνατο του τελευταίου. Η πίστη του στο πατριωτικό ιδεώδες της Ένωσης της Μακεδονίας με το ελληνικό κράτος υπήρξε ακλόνητη. Περιόδευε την επαρχία του καβάλα στο άλογο και συνοδευόμενος από έναν σωματοφύλακα ή καβάση (τον Τουρκαλβανό Εμίν). Έκρυβε όπλα κάτω από το ράσο του και λειτουργούσε στα χωριά, παρουσία Βούλγαρων κομιτατζήδων, οι οποίοι καραδοκούσαν για να τον δολοφονήσουν, κρατώντας στο ένα χέρι το Ευαγγέλιο και στο άλλο το όπλο του. Τα θρυλικά Κορέστεια, στο όρος Βέρνο (Βίτσι) στην περιοχή των νομών Φλώρινας και Καστοριάς, ήταν πεδίο καθημερινών μαχών για τους αντάρτες και ο Δεσπότης βρισκόταν κοντά στα μαχόμενα τμήματα. Οι Τούρκοι ζητούσαν επίμονα την απομάκρυνσή του από την Καστοριά, και τελικά, το Πατριαρχείο τον μετέθεσε στην Αμάσεια του Πόντου, άλλη μια μαρτυρική πόλη από τις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής.
Πριν διοριστεί στη Καστοριά, ο Καραβαγγέλης, έχοντας κάνει σπουδές στη Σχολή της Χάλκης και στη Λειψία της Γερμανίας, εκδήλωσε έμπρακτα τον πατριωτισμό του με το φιλεκπαιδευτικό του έργο στην Κωνσταντινούπολη. Στο Πέραν υπήρχαν πολλά προπαγανδιστικά σχολεία στα οποία φοιτούσαν τα Ελληνόπαιδα για να μάθουν τη γαλλική γλώσσα και, όπως μας λέει ο ίδιος, «εστρεβλώνετο το πνεύμα των μαθητών, η ελληνική γλώσσα και η ελληνική ιστορία ήσαν άγνωστες, και τα παιδιά βρίσκονταν σε ξένο περιβάλλον και εκφυλλίζονταν σε κοσμοπολίτες αδιάφορους προς τα εθνικά ιδεώδη και ψυχρούς στας παραδόσεις των, αφού όλη τους η μόρφωσις είχε σκοπό προπαγανδιστικό…»! Ο ίδιος ίδρυσε, με δικές του δαπάνες και δανειζόμενος χρήματα βάζοντας υποθήκη τα ιερά του άμφια και την αρχιερατική του μίτρα (που τελικά κατασχέθηκαν από τους τοκογλύφους και πουλήθηκαν έναντι πινακίου φακής), το Ελληνογαλλικό Παρθεναγωγείο Πέραν. Το σχολείο ονομάσθηκε «Ελικών» και μετονομάσθηκε από τον λαό σε Παρθεναγωγείο του Καραβαγγέλη. Εκεί δίδασκαν οι καθηγητές της Μεγάλης του Γένους Σχολής, Αυθεντόπουλος, Μοστράτος, Φ. Δημητριάδης, Παχτίκος, Καλλίνικος και οι αδελφές Σαντοριναίου, καθώς και πολλές γαλλοδιδασκάλισσες…
Στην Καστοριά ο Καραβαγγέλης ήρθε το 1900, όταν χήρευσε η έδρα του μητροπολίτη και τον επέλεξαν για την αξιοσύνη του. Τότε είχαν αρχίσει οι Βούλγαροι να χτυπούν. Το Βουλγαρικό Κομιτάτο εκδηλώθηκε φανερά και ιδίως στην επαρχία Καστοριάς, που εθεωρείτο το τελευταίο όριο της βουλγαρικής προπαγάνδας ως τον Αλιάκμονα. Ο ίδιος αφηγείται: «Όταν έφθασα εκεί, βρήκα τον τόπο σε αθλία κατάσταση. Ο πόλεμος του 1897 ήταν ακόμη πρόσφατος. Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υπεστήριζαν τας εξαρχικάς αξιώσεις, οι Βούλγαροι επωφελούντο της ψυχολογικής καταστάσεως και ήταν κύριοι του τόπου. Οι βλέψεις του Βουλγαρικού Κομιτάτου έφθαναν ως τον Αλιάκμονα και τα Καστανοχώρια, και γι’ αυτό το στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στα Κορέστεια της Καστοριάς, για να αποδείξουν μια μέρα στην ευρωπαϊκή διπλωματία ότι στην Καστοριά έπρεπε να χαραχθούν τα σύνορα της ονειροπολουμένης Μεγάλης Βουλγαρίας».
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης έπεισε πολλούς σλαβόφωνους να γυρίσουν στην ελληνική καταγωγή τους και στην ορθόδοξη Πατριαρχική (σε αντίστιξη με την Εξαρχική) εκκλησιαστική παράδοση. Κατόρθωσε να αποσπάσει από τη βουλγαρική επιρροή τον καπετάν Κώτα, Μακεδονομάχο από τη Ρούλια. Πήγε ο ίδιος και τον βρήκε στο Τύρνοβο, ένα χωριό απέναντι από τη Ρουλια και του είπε τα εξής λόγια: «Εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εξεσλάβωσαν. Η μορφή σας είναι ελληνική και η γη που πατούμε είναι ελληνική. Το μαρτυρούνε τα αγάλματα(!) που είναι κρυμμένα μέσα της. Και αυτά ελληνικά είναι, και τα νομίσματα που βρίσκουμε είναι ελληνικά και οι επιγραφές. Έπειτα η Εκκλησία μας και το Πατριαρχείο επρωτοστάτησαν πάντοτε στην ελευθερία. Ενώ η Βουλγαρία δε στάθηκε ικανή ώστε η ίδια να ελευθερωθεί παρά την ελευθέρωσε η Ρωσία. Και συ περιμένεις τώρα να ελευθερώσει και τη Μακεδονία; Και φαντάζεσαι πως είναι ποτέ δυνατόν η ευρωπαϊκή διπλωματία να κατακυρώσει τη Μακεδονία στη Βουλγαρία και προπάντων τη Φλώρινα και την Καστοριά που απέχουν μόλις δύο μέρες από τα ελληνικά σύνορα, ενώ΄από τα βουλγαρικά απέχουν επτά;»
Φιλόλογος - Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας
«Έχοντας κρεμασμένο στον ώμο μου ένα μάνλιγχερ έσπασα με μπαλτά την πόρτα της εκκλησίας, γιατί δεν μου παρέδιναν τα κλειδιά για να λειτουργήσω, στο Κονομπλάτι [σημ. Μακροχώρι δήμου Κορεστείων], το χωριό του Μήτρου Βλάχου… και έτσι επιβλήθηκα(!)» διηγείται στα Απομνημονεύματά του ο φλογερός πατριώτης και ιερωμένος Γερμανός Καραβαγγέλης.
Ανάμεσα στις ηρωικές μορφές του Μακεδονικού Αγώνα, την έναρξη του οποίου τιμούμε κάθε Οκτώβριο λόγω της θυσίας του Πρωτομάρτυρα του Αγώνα Παύλου Μελά (1870 – 1904), περίοπτη θέση κατέχει ο δυναμικός δεσπότης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης. Δεν δίστασε να μεταβάλει την Μητρόπολη σε στρατηγείο του Αγώνα, σε νοσοκομείο για τους τραυματισμένους Μακεδονομάχους, σε κέντρο αποθήκευσης οπλισμού και τον εαυτό του σε κήρυκα της ελληνικότητας της Μακεδονίας, από τη μια μεριά εγγράφως στον Τύπο και από την άλλη, με συναισθηματική νοημοσύνη στους δίγλωσσους, λατινόφωνους ή σλαβόφωνους πληθυσμούς, που κατεξοχήν είχαν ελληνική εθνική συνείδηση. Αυτός είχε την μοίρα να θάψει το ακέφαλο(!) σώμα του Παύλου Μελά στη βυζαντινή εκκλησία των Ταξιαρχών απέναντι από τη Μητρόπολη Καστοριάς. Αυτός προώθησε τα παιδιά του Μακεδονομάχου καπετάν –Κώτα στην Αθήνα, μετά τον ηρωικό θάνατο του τελευταίου. Η πίστη του στο πατριωτικό ιδεώδες της Ένωσης της Μακεδονίας με το ελληνικό κράτος υπήρξε ακλόνητη. Περιόδευε την επαρχία του καβάλα στο άλογο και συνοδευόμενος από έναν σωματοφύλακα ή καβάση (τον Τουρκαλβανό Εμίν). Έκρυβε όπλα κάτω από το ράσο του και λειτουργούσε στα χωριά, παρουσία Βούλγαρων κομιτατζήδων, οι οποίοι καραδοκούσαν για να τον δολοφονήσουν, κρατώντας στο ένα χέρι το Ευαγγέλιο και στο άλλο το όπλο του. Τα θρυλικά Κορέστεια, στο όρος Βέρνο (Βίτσι) στην περιοχή των νομών Φλώρινας και Καστοριάς, ήταν πεδίο καθημερινών μαχών για τους αντάρτες και ο Δεσπότης βρισκόταν κοντά στα μαχόμενα τμήματα. Οι Τούρκοι ζητούσαν επίμονα την απομάκρυνσή του από την Καστοριά, και τελικά, το Πατριαρχείο τον μετέθεσε στην Αμάσεια του Πόντου, άλλη μια μαρτυρική πόλη από τις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής.
Πριν διοριστεί στη Καστοριά, ο Καραβαγγέλης, έχοντας κάνει σπουδές στη Σχολή της Χάλκης και στη Λειψία της Γερμανίας, εκδήλωσε έμπρακτα τον πατριωτισμό του με το φιλεκπαιδευτικό του έργο στην Κωνσταντινούπολη. Στο Πέραν υπήρχαν πολλά προπαγανδιστικά σχολεία στα οποία φοιτούσαν τα Ελληνόπαιδα για να μάθουν τη γαλλική γλώσσα και, όπως μας λέει ο ίδιος, «εστρεβλώνετο το πνεύμα των μαθητών, η ελληνική γλώσσα και η ελληνική ιστορία ήσαν άγνωστες, και τα παιδιά βρίσκονταν σε ξένο περιβάλλον και εκφυλλίζονταν σε κοσμοπολίτες αδιάφορους προς τα εθνικά ιδεώδη και ψυχρούς στας παραδόσεις των, αφού όλη τους η μόρφωσις είχε σκοπό προπαγανδιστικό…»! Ο ίδιος ίδρυσε, με δικές του δαπάνες και δανειζόμενος χρήματα βάζοντας υποθήκη τα ιερά του άμφια και την αρχιερατική του μίτρα (που τελικά κατασχέθηκαν από τους τοκογλύφους και πουλήθηκαν έναντι πινακίου φακής), το Ελληνογαλλικό Παρθεναγωγείο Πέραν. Το σχολείο ονομάσθηκε «Ελικών» και μετονομάσθηκε από τον λαό σε Παρθεναγωγείο του Καραβαγγέλη. Εκεί δίδασκαν οι καθηγητές της Μεγάλης του Γένους Σχολής, Αυθεντόπουλος, Μοστράτος, Φ. Δημητριάδης, Παχτίκος, Καλλίνικος και οι αδελφές Σαντοριναίου, καθώς και πολλές γαλλοδιδασκάλισσες…
Στην Καστοριά ο Καραβαγγέλης ήρθε το 1900, όταν χήρευσε η έδρα του μητροπολίτη και τον επέλεξαν για την αξιοσύνη του. Τότε είχαν αρχίσει οι Βούλγαροι να χτυπούν. Το Βουλγαρικό Κομιτάτο εκδηλώθηκε φανερά και ιδίως στην επαρχία Καστοριάς, που εθεωρείτο το τελευταίο όριο της βουλγαρικής προπαγάνδας ως τον Αλιάκμονα. Ο ίδιος αφηγείται: «Όταν έφθασα εκεί, βρήκα τον τόπο σε αθλία κατάσταση. Ο πόλεμος του 1897 ήταν ακόμη πρόσφατος. Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υπεστήριζαν τας εξαρχικάς αξιώσεις, οι Βούλγαροι επωφελούντο της ψυχολογικής καταστάσεως και ήταν κύριοι του τόπου. Οι βλέψεις του Βουλγαρικού Κομιτάτου έφθαναν ως τον Αλιάκμονα και τα Καστανοχώρια, και γι’ αυτό το στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στα Κορέστεια της Καστοριάς, για να αποδείξουν μια μέρα στην ευρωπαϊκή διπλωματία ότι στην Καστοριά έπρεπε να χαραχθούν τα σύνορα της ονειροπολουμένης Μεγάλης Βουλγαρίας».
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης έπεισε πολλούς σλαβόφωνους να γυρίσουν στην ελληνική καταγωγή τους και στην ορθόδοξη Πατριαρχική (σε αντίστιξη με την Εξαρχική) εκκλησιαστική παράδοση. Κατόρθωσε να αποσπάσει από τη βουλγαρική επιρροή τον καπετάν Κώτα, Μακεδονομάχο από τη Ρούλια. Πήγε ο ίδιος και τον βρήκε στο Τύρνοβο, ένα χωριό απέναντι από τη Ρουλια και του είπε τα εξής λόγια: «Εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εξεσλάβωσαν. Η μορφή σας είναι ελληνική και η γη που πατούμε είναι ελληνική. Το μαρτυρούνε τα αγάλματα(!) που είναι κρυμμένα μέσα της. Και αυτά ελληνικά είναι, και τα νομίσματα που βρίσκουμε είναι ελληνικά και οι επιγραφές. Έπειτα η Εκκλησία μας και το Πατριαρχείο επρωτοστάτησαν πάντοτε στην ελευθερία. Ενώ η Βουλγαρία δε στάθηκε ικανή ώστε η ίδια να ελευθερωθεί παρά την ελευθέρωσε η Ρωσία. Και συ περιμένεις τώρα να ελευθερώσει και τη Μακεδονία; Και φαντάζεσαι πως είναι ποτέ δυνατόν η ευρωπαϊκή διπλωματία να κατακυρώσει τη Μακεδονία στη Βουλγαρία και προπάντων τη Φλώρινα και την Καστοριά που απέχουν μόλις δύο μέρες από τα ελληνικά σύνορα, ενώ΄από τα βουλγαρικά απέχουν επτά;»