Η ιστορία ενός Τούρκου εθνικιστή που την δεκαετία του 90 πιάστηκε αιχμάλωτος από το PKK, έμαθε ότι είναι Έλληνας και από τότε αγωνίζεται εναντίον της υποχρεωτικής κατάταξης στον τουρκικό στρατό.
Της Μελίνας Κονταξή
Ιστορικός - Δρ. Βαλκανικού Πολιτισμού
Ο Γιάννης Βασίλης Yaylali γεννήθηκε το 1974 στην Μπάφρα του νομού Σαμψούντας, όπως αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξη στο Corporate Watch.
Μεγάλωσε σε τουρκικό φασιστικό περιβάλλον, ενώ η Μπάφρα ήταν χωρισμένη σε φασίστες και σοσιαλιστές σύμφωνα με τον ίδιο.
Φασίστες σε μεγάλο ποσοστό βέβαια είναι αυτοί που αφομοιώθηκαν και σοσιαλιστές όσοι έχουν επίγνωση της ταυτότητας τους.
Επειδή συχνά κάνουμε το λάθος να μεταφέρουμε τους ελληνικούς πολιτικούς διαχωρισμούς παντού, είναι καλό να σκεφτούμε το πώς θα επιβιώσει ο μη αφομοιωμένος γηγενής στην Τουρκία. Άλλωστε το διαπιστώνει κανείς εύκολα βλέποντας λογαριασμούς Ποντίων από την Τουρκία που αυτοπροσδιορίζονται ως Rum δηλαδή Έλληνες και δηλώνουν σοσιαλιστές.
Ο Γιάννης Βασίλης, πρώην Ιμπραήμ, αναφέρει ότι στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση είχαν στρατιωτικά μαθήματα. Οι φασίστες φίλοι του αγαπούσαν τα στρατιωτικά μαθήματα αλλά τα παιδιά που ήταν σοσιαλιστές δεν ήθελαν να είναι στην τάξη.
Οι αξιωματικοί μας δίδασκαν για όπλα και μαθαίναμε να περπατάμε σαν στρατιώτες… Στο σχολείο μας έλεγαν να επαναλαμβάνουμε κάθε μέρα την φράση "είμαι Τούρκος και είμαι περήφανος που είμαι Τούρκος" λέει ο Γιάννης Βασίλης.
Τραγουδούσαν τον Τουρκικό εθνικό ύμνο τις Δευτέρες και τις Παρασκευές, ενώ στο σχολείο και τα σχολικά βιβλία, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο τους έλεγαν πως οι Έλληνες οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι ήταν κακοί άνθρωποι.
Στις σχολικές διακοπές πήγαινε στο τζαμί για να μάθει το Κοράνι, ο ίδιος εύχεται να είχε μάθει για την ελληνική καταγωγή του.
Το 1994 κλήθηκε να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό. Περιγράφει κάποια από τα εγκλήματα των Τούρκων εναντίον των Κούρδων που είδε και άκουσε, όπως το κάψιμο Κουρδικών χωριών και τους βασανισμούς.
5-6 μήνες μετά την υποχρεωτική στράτευση του πιάστηκε αιχμάλωτος από το PKK. Η συμπεριφορά των ανταρτών απέναντι του, που ήταν βασισμένη στην συνθήκη της Γενεύης, ο σεβασμός που έβλεπε στις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και στον τρόπο που του φέρονταν -τον άκουγαν ακόμα και όταν προσπαθούσε να τους αλλάξει εξυμνώντας τον Κεμάλ- ανέτρεψε τα μέχρι τότε πιστεύω του.
Κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του ο πατέρας του πήγε στο γενικό επιτελείο στην Άγκυρα, εκεί του είπαν πως είναι Έλληνας και ότι Αρμένιοι και Έλληνες βοηθάνε το PKK, οπότε να μην ψάχνει για τον γιό του. Ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας του έμαθε ότι ήταν Έλληνας του Πόντου, ο ίδιος έμαθε τα νέα στο στρατόπεδο των ανταρτών από δημοσιογράφους.
Το PKK τον άφησε ελεύθερο τον Δεκέμβριο του 1996 μετά από δυο χρόνια και τρεις μήνες. Ο ίδιος ήθελε να φύγει από την Τουρκία αλλά ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος του PKK του είπε ότι αν ένας στρατιώτης μιλούσε θα γεννιόταν μεγαλύτερη συνειδητοποίηση για την τουρκική κρατική βία απέναντι στους Κούρδους.
Από την απελευθέρωση του από το PKK το 1996 μέχρι σήμερα το 2016 παλεύει εναντίον της υποχρεωτικής στράτευσης και παρενοχλείται από το Τουρκικό κράτος όπως και η σύντροφος του.
Έτσι σχηματίστηκε το τουρκικό κράτος, κλέβοντας τις ταυτότητες γηγενών, ακρωτηριάζοντας τους ουσιαστικά.
Ο Γιάννης ζει σε Κουρδική περιοχή, η ιστορία του αποτελεί ένα δείγμα του πώς όλοι οι γηγενείς υπήρξαν θύματα μιας τουρκικής μειοψηφίας και πως μπορούν όλοι να συνεργαστούν.