Του Στέλιου Συρμόγλου
Η διαφορετική φωνή πάντα ενοχλεί. Αν μάλιστα η "φωνή" ενδεδυθεί με τον μανδύα της αντίδρασης και αρχίσει να ξιφουλκεί ενάντια στην κατεστημένη νοοτροπία, τότε προκαλεί ανησυχία ή και ανομολόγητη φοβία. Και η αλήθεια είναι πως μεγάλο μέρος των μελών της ελληνικής κοινωνίας, αν και έχουν επίγνωση της ολκής των αδιεξόδων, δεν έχουν εξοικειωθεί με τις διαφορετικές φωνές, δεν έχουν τόσο έντονο το πάθος για αντίδραση.
Επαναπαύονται στους εξ' επαγγέλματος επιφορτισμένους με την εξεύρεση λύσεων. Προτιμούν να περιχαρακωθούν πίσω από κάθε λογής μύθους, προσδοκίες, ψευδαισθήσεις, ισάριθμες διαφυγές και τάσεις.
Εχουμε έτσι την κοινωνία της αποφυγής και της διαφυγής, που καλλιεργεί γόνιμο το έδαφος για την πολιτική της "φυγής". Και λέγοντας "φυγή" εννοώ τη μόνιμη πολιτική πρακτική της ανευθυνότητας, της ασύνειδης προσέγγισης των κοινωνικών προβλημάτων, τα επικοινωνιακά επινοήματα για τον αποπροσανατολισμό των πολιτών, όπως συμβαίνει αυτή την χρονική περίοδο με την αναθεώρηση του "κουρελιασμένου" Συντάγματος.
Εννώ την πολιτική των αντιφάσεων. Και στην αντίφαση καταφαίνεται ο προβληματικός χαρακτήρας της ασκούμενης πολιτικής...
Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της ελληνικής κοινωνίας θέλουν την ησυχία τους. Τη μη διατάραξη των συνηθειών τους, από τις πιο σύνθετες μέχρι τις απλές αποχρώσεις τους. Η εθιστική αντίδραση τους αποτελούσε πάντα και αποτελεί το πεδίο δράσης της πολιτικής πονηρίας.
Αν δε σ' αυτή τη "στάση" τους προστεθεί και η ανασφάλεια ή ο φόβος για περαιτέρω απώλεια των κεκτημένων, τότε οι "φωνές" της διαφορετικότητας, της εμπεδωμένης άποψης ή και της ηχηρής αντίδρασης, ηχούν μάλλον ως υπερβολικές, γραφικές, ακόμη και επικίνδυνες. Οπότε η απήχησή τους διέρχεται από το φίλτρο των "αδυναμιών" της κοινωνίας, με αποτέλεσμα τη σταδιακή απομείωση της έντασής τους, αλλά ταυτόχρονα και την προιούσα τελμάτωση της κοινωνίας στο μεγαλύτερο εύρος της.
Και φτάνουμε έτσι σε μια παραδοξότητα, με τη "νοσταλγία" των αντιδράσεων να καταγράφεται πλέον μόνο στη μειοψηφία των κοινωνικών ομάδων, άρα προιόντος του χρόνου να εξουδετερώνεται.
Παρακολουθώντας κανείς βέβαια, με ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον την κοινωνική συμπεριφορά στη σχέση της με την πολιτική εξουσία, άρα την επαφή της με την ίδια της την πραγματικότητα, μπορεί να προσκρούσει σε μια παράδοξη βεβαιότητα: Στην "εν αναπαύσει" αντίδραση της κοινωνίας!
Και μόνο να διατρέξει κανείς το διαδίκτυο, θα χαθεί στον όγκο των ανώνυμων κρίσεων και επικρίσεων, των δανεικών τσιτάτων, στις γνώμες και τις αντιγνωμίες, στις διάπυρες εκτιμήσεις και προκλήσεις, πάντα καρυκευμένες με προσχήματα και επινοήματα ή και δικαιολογίες,που επί της ουσίας συντηρούν τη μακαριότητα της κοινωνίας.
Μια άλλη οδυνηρή διαπίστωση συνοψίζει το μέγεθος επίσης του προβλήματος της επικοινωνίας. Για να υπάρχει κοινωνία δομημένη και με κοινή συνείδηση, χρειάζεται επικοινωνία. Αν η "γλώσσα" που συνέχει την κοινωνία γίνεται όλο και πιο ατομική, προσωπική, ερμητικά περιορισμένη, η επικοινωνία χάνει τη δυναμική της. Και τότε έχουμε την απομόνωση.
Και οι κοινωνίες δεν μπορούν να οικοδομηθούν πάνω σε μεμονωμένα και απωθημένα άτομα, ούτε πάνω σε παροδικούς παροξυσμούς του αισθήματος του αδιεξόδου, που καταθλίβει κάθε γρηγορούσα συνείδηση.
Και που καταλήγουμε; Στο μονότονο ίσως συμπέρασμα ότι η κοινωνία είναι ζοφερά αποθαρρυμένη από την ίδια της την αδυναμία να ξεπεράσει τις αδυναμίες της!..
Ετσι εμφανίζεται ανήμπορη και αδύναμη να επιμετρήσει αποστάσεις και αναλογίες με βάση κάποια σταθερή αξία. Να εκτιμήσει κλίμακες αξιών, μέτρα και μέτρο,κανόνες ζωής, ήθος πολιτικής. Ολα ρευστοποιούνται και διαλύονται. Αν μπούμε και στην περιοχή, όπου Καλό και Κακό εξουδετερώνονται αμοιβαία, απομένει η αυθαιρεσία, όπως τα τελευταία χρόνια εκφράζεται από την εξουσία.
Απομένει το παράλογο. Κι αυτό το "παράλογο" το βλέπουμε να διατρανώνεται σ' όλες τις συνειδητές και ασύνειδες μορφές του. Βιώνουμε την παραζάλη μιας κοινωνίας δίχως σημείο αναφοράς!..