Αν πρόκειται για απλή αποχώρηση και ελιγμό των Τούρκων έπειτα από μεσολάβηση και σύσταση της Μέρκελ, τότε το αφήγημα του διαλόγου και της επιδιωκόμενης συμφωνίας συνδιαχείρησης στο Αιγαίο παραμένει ζωηρά ενεργό και πιθανολογούμενο ως λύση, ικανοποιώντας έτσι τα σχέδια πολλών. Αν όμως ισχύει το δεύτερο, δηλαδή υποχώρηση των Τούρκων εξαιτίας της αποφασιστικής αποτροπής του Π.Ν, τότε το πράγμα είναι πολύ διαφορετικό. Η λύση μιας ετεροβαρούς συμφωνίας υπέρ των τουρκικών συμφερόντων, πάει στον πάτο από τον φόβο των ελληνικών πυραύλων.
Η πρώτη περίπτωση συμβαδίζει απολύτως με τα φοβικά σύνδρομα του πολιτικού συστήματος και αποτελεί δικαιολογία για τη σύναψη βλαπτικής για τα εθνικά συμφέροντα συμφωνίας.
Η δεύτερη περίπτωση, όμως, ανεβάζει ψηλά τον πήχη της πατριωτικής προσδοκίας, ότι η Ελλάδα μπορεί να ανταπεξέλθει δια της στρατιωτικής αποτροπής απέναντι στις απειλές της Τουρκίας και η υποχώρηση των τουρκικών πλοίων είναι η απόδειξη αυτού. Όμως σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει το πολιτικό μας σύστημα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και στο μέλλον. Να αγωνιστεί ενάντια στις φοβίες του και να πληρώσει αδρά για την άμυνα. Να αποδείξει ότι θέλει και ότι μπορεί να υπερασπιστεί τη χώρα.
Ας μην αμφιβάλλουμε. Η Τουρκία ποτέ δεν θα παραδεχόταν ότι υποχώρησε για να μην βρεθεί με τσαλακωμένο κουστούμι. Η Γερμανία ποτέ δεν θα έχανε την ευκαιρία να παίξει τον ρόλο της ειρηνικής προξενήτρας. Όμως η αλήθεια βρίσκεται ακριβώς εδώ. Διότι, ενώ στην περίπτωση του Καστελλορίζου η γερμανική προεδρία της ΕΕ παρενέβη προς την Τουρκία, στην περίπτωση όμως της Κύπρου, που θα είχε περισσότερους λόγους να το κάνει, δεν έπραξε το ίδιο. Γιατί; Ακόμα και οι τσιπούρες του Αιγαίου το καταλαβαίνουν. Η Κύπρος είναι άοπλη και αδύναμη απέναντι στους τουρκικούς τσαμπουκάδες, ενώ η Ελλάδα παρά τις οικονομικές δυσκολίες είναι εξαιρετικά οπλισμένη. Η Γερμανία τελικά, δεν έσωσε την Ελλάδα. Την Τουρκία γλίτωσε από ένα στραπάτσο, βοηθώντας την να βγει χωρίς τσαλακωμένο γόητρο από μια δύσκολη θέση.