Του Στρατή Μαζίδη
Αν λοιπόν προσπεράσουμε το επιπόλαιο του εγχειρήματος την ώρα που τα πράγματα βαίνουν σταθερά καλύτερα να ανοίξουν κάποια πράγματα ως προς όλα για μερίδα ανθρώπων που κι αυτοί νοσούν, μεταδίδουν κ.ο.κ., αναρωτιέται κανείς και τι κέφι ή διάθεση θα έχουν οι τελευταίοι όταν εκεί που πχ τρώνε, ξαφνικά κάποιος τους ζητά χαρτιά και ψηφιακά πιστοποιητικά.
Ωστόσο τίθεται ένα ακόμη ερώτημα.
Πού ήταν τόσα χρόνια κρυμμένοι αυτοί οι χιλιάδες αστυνομικοί να βγουν περιπολία στις γειτονιές και να συλλάβουν τους επικίνδυνους κακοποιούς όταν δεν τολμάμε πια βγούμε από το σπίτι μας;
Πού ήταν να γλυτώσουν τη Μυρτώ από τα χέρια ενός ανθρώπου που βρισκόταν παράνομα στη χώρα μας;
Πού ήταν να αποτρέψουν τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη μιας και τα πρωτοπαλίκαρα δεν ήταν μπουμπούκια;
Πού βρίσκονταν κάθε φορά που βίαιες συμμορίες μπουκάριζαν και μπουκάρουν σε σπίτια νοικοκυραίων για να τους ληστέψουν ή όταν επιτήδειοι εξαπατούν ηλικιωμένους εκμεταλλευόμενοι την αγαθότητα που αποκτά ο άνθρωπος όσο μεγαλώνει;
Πού ήταν όταν λάμβαναν χώρα τρομακτικά εγκλήματα που συγκλόνισαν τη χώρα;
Εν ολίγοις πού βρίσκονταν όλα αυτά τα χρόνια να αποτρέψουν, συλλάβουν κ.ο.κ. βιαστές, κλέφτες και φονιάδες;
Τι κάνουν για να εμπεδώσουν το αίσθημα της ασφάλειας στους πολίτες που περπατούν νύχτα στο δρόμο και το κεφάλι τους γυρίζει σαν κεραία φρεγάτας μήπως τους περιμένει κανείς στη γωνία ή κοιμούνται με βάρδιες σε πιο απόμακρες περιοχές για να αποτρέψουν ανεπιθύμητες επισκέψεις;
Ή μήπως η διάθεση χιλιάδων - σύμφωνα με το ΑΠΕ - αστυνομικών σηματοδοτεί ότι η Ελλάδα στο θέμα της εγκληματικότητας έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 1960-1970;
Θλίψη και μόνο θλίψη για αυτόν τον τόπο.