Του Στρατή Μαζίδη
Το πρώτο και βασικότερο ήταν η αποδιοργάνωση σε κεντρικό επίπεδο. Οι άνθρωποι υπηρετούσαν στην πόλη δίχως να έχουν κάποιον ορισμένο σκοπό αλλά απλά αναμένοντας πως κάποια στιγμή θα έφευγαν καθώς είχε ήδη αρχίσει να διακινείται η φήμη περί επικείμενης εκκένωσης της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό πολύ καιρό πριν την καταστροφή. Ποιο είναι το ηθικό το οποίο καλλιεργείται στους ανθρώπους της πρώτης γραμμής με αυτές τις συνθήκες και όταν μάλιστα περιγράφεται η εικόνα μιας δύσκολης καθημερινότητας με στρατιωτικούς που σχεδόν δεν είχαν να φάνε ενώ αν τους γύριζες ανάποδα δεν θα έπεφτε ούτε ένα κέρμα τις πιο χαμηλής αξίας στο δρόμο;
Σε απλά λόγια δίχως ξεκάθαρο στόχο και χωρίς επαρκή μέσα βάζεις μία πρώτη πινελιά στον υπό διαμόρφωση πίνακα της σύγχρονης τραγωδίας που περιμένει να ολοκληρωθεί.
Επιπροσθέτως οι ίδιοι άνθρωποι που λίγους μήνες νωρίτερα πετύχαιναν τη μία νίκη μετά
την άλλη φτάνοντας έξω από την Αγκυρα, για ποιο λόγο να αποχωρούσαν;
Πολέμησαν και νίκησαν για να εγκαταλείψουν την περιοχή;
Το δεύτερο στοιχείο που προκύπτει είναι η απουσία πληροφοριών ως απότοκο φυσικά της αποδιοργάνωσης. Είναι ποτέ δυνατόν να ετοιμάζεται μία τεράστια αντεπίθεση και οι μονάδες της πρώτης γραμμής να μην έχουν σχετική πληροφόρηση; Τέτοιες αντεπιθέσεις μπορούν να σχεδιαστούν και να εκτελεστούν μέσα σε ένα 24ωρο; Δε χρειάζονται ένα ικανό διάστημα προετοιμασίας; Μέσα από το βιβλίο και τις διηγήσεις του Βερνάρδου προκύπτει ότι οι Τούρκοι είχαν ένα πυκνό δίκτυο κατασκόπων που παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Ελλήνων ακόμα και όταν αυτοί οπισθοχωρούσαν. Το κατασκοπευτικό δίκτυο της ελληνικής πλευράς πού βρισκόταν να ενημερώσει ούτως ώστε να οργανωθεί μία άμυνα; Υποτίθεται άλλωστε ότι ο ελληνικός στρατός είχε ανασυνταχθεί στη γραμμή Εσκί Σεχίρ - Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ με αμυντικό προσανατολισμό αναμένοντας κάποια στιγμή μια επίθεση.
Επιπλέον προκύπτει ότι μετά τη μάχη του Σαγγάριου και την οπισθοχώρηση της ελληνικής πλευράς στην αμυντική γραμμή πώς επί της ουσίας δίνεται εικόνα ότι αυτή υπήρξε μόνο στο χάρτη αλλά ποτέ στην πράξη με οργάνωση και συγκεκριμένα οχυρωματικά έργα; Από το καλοκαίρι του 1921 μέχρι την καταστροφή τον επόμενο χρόνο, 13 μήνες μετά, τι ακριβώς έγινε σε αυτό το χρονικό διάστημα ούτως ώστε η ελληνική πλευρά να θωρακίσει τις θέσεις της, να εξοπλίσει στρατηγικά υψώματα και να φτιάξει ένα ικανό δίκτυο επικοινωνιών και στοιχειώδους τροφοδοσίας;
Αναρωτιέται ποτέ κανείς αν αυτή η αντεπίθεση του Κεμάλ είχε αναχαιτιστεί ποια θα ήταν η συνέχεια;
Μέσα από την αφήγηση του συγγραφέα βλέπουμε ότι η ελληνική πλευρά αιφνιδιάστηκε από την τουρκική αντεπίθεση. Ο αφηγητής πολλές φορές μέσα από αυτά που εξιστορεί και τα σχόλια που κάνει μεταφέρει στον αναγνώστη επαναλαμβανόμενα το μήνυμα της έκπληξης μέσω του «χτες» ή «πριν δύο μέρες» ή «πριν τρεις μέρες κανείς δεν προέβλεπε αυτήν την εξέλιξη». Η πικρία του καταγράφεται με έναν εκπληκτικό τρόπο αποτυπώνοντας τα συναισθήματα που του δημιουργούσε το γεωφυσικό τοπίο κατά την οπισθοχώρηση συγκρίνοντας τις ίδιες ακριβώς εικόνες όταν ο ελληνικός στρατός περνούσε από τα ίδια μέρη αλλά με αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Βερνάρδος δίνει μια ακόμη σημαντική μαρτυρία. Ο ελληνικός στρατός αποχώρησε αμαχητί. Δεν έκανε απολύτως τίποτα. Σχηματίζεται η εντύπωση ότι απλά περίμενε το έναυσμα ούτως ώστε να αποχωρήσει και ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Δεν περιγράφει ούτε μία μάχη ή εμπλοκή υπεράσπισης ενός σημείου παρά μόνο διασφάλισης της οπισθοχώρησης. Προκύπτει ότι δεν υπήρχε κανένα σχέδιο αντιμετώπισης μιας τέτοιας εξέλιξης είτε ως άμυνα επιτόπου είτε ως αναδιάταξης σε μία άλλη αμυντική γραμμή με σκοπό την ανασύνταξη και την επαναπροώθηση αν όλα πάνε καλά.
Ενώ οπισθοχωρούσαν οι άνδρες του ουλαμού του Αφιόν Καραχισάρ εκτιμούσαν κατά την εγκατάλειψη της πόλης ότι θα ενώνονταν μαζί με άλλες δυνάμεις σε κάποιο άλλο σημείο [πχ Ουσάκ] για να δώσουν μια νέα μεγάλη μάχη και δε φαντάζονταν πως η πορεία τους ήταν για την προκυμαία της Σμύρνης όπου όμως δεν έφτασαν ποτέ καθώς αιχμαλωτίστηκαν.
Παράλληλα αποτυπώνεται η παλικάρια και το φιλότιμο των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί σε αυτές τις πρώτες γραμμές και ήθελαν μία διαφορετική εξέλιξη των πραγμάτων όμως φαίνεται ότι κεντρικά είχε αποφασιστεί η εγκατάλειψη ίσως της ιστορικότερης περιοχής του Ελληνισμού ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε μία τεράστια καταστροφή με νεκρούς, πρόσφυγες, φυλακισμένους και αποκρύπτοντες την πραγματική τους ταυτότητα για όσους έμειναν πίσω.
Τα λόγια του Βερνάρδου είναι χαρακτηριστικά για τους Τούρκους και μέσα από το γραπτό του απευθύνει άμεσα πολλές προειδοποιήσεις για το τι πραγματικά είναι οι γείτονές μας.
Επίσης άξιο αναφοράς δεν είναι μόνο η έκπληξη των Ελλήνων της πρώτης γραμμής, αλλά και των αντεπιτιθέμενων Τούρκων που δεν περίμεναν μια τόσο εύκολη εξέλιξη. Σημειώνει ο συγγραφέας πως στους αιχμαλώτους τις πρώτες ημέρες φέρονταν σχετικά καλά διότι είχαν το φόβο μήπως ο ελληνικός στρατός επιστρέψει! Μετά βέβαια φανέρωσαν το πραγματικό τους πρόσωπο μέσα από τα όσα καταγράφει ο Βερνάρδος.
Μια τελευταία παρατήρηση είναι μια γενικότερη διαχρονική διαπίστωση για τους Τούρκους. Αποφεύγουν τον πόλεμο όταν υπάρχει αντίπαλος στο πεδίο. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Βερνάρδος ένα περιστατικό παρενόχλησης κατά την οπισθοχώρηση όπου μόλις οι Ελληνες έπιασαν θέσεις και δύο κανόνια έκαναν μια βολή, οι Τούρκοι εξαφανίστηκαν.
Τα μαθήματα της ιστορίας οφείλουμε να διδασκόμαστε για να μην την ξαναζήσουμε στην αρνητική της μορφή. Επιπλέον σε μία εποχή όπου η εκπαιδευτική διαδικασία παράγει μαθητές του 20 που όμως είναι αμόρφωτοι και δε γνωρίζουν τα στοιχειώδη καλούμαστε εμείς να μάθουμε στα παιδιά μας την ιστορία και σε βαθμό καλύτερο εκείνον τον οποίον εμείς τη διδαχτήκαμε.
Η ιστορία του ουλαμού του Αφιόν Καραχισάρ γεννά μέσα μας μια πικρία μονολογώντας ταυτόχρονα ένα...«γιατί;».