Συχνά αισθάνομαι πως δεν υπάρχει κάτι άλλο να γράψω. Λίγο η επικαιρότητα αλλά και τα σχόλια που συνοδεύουν τις αναρτήσεις μου με ξαναφέρνουν σε αυτό το μονοπάτι. Σε όσους αγανάκτησαν όταν διάβασαν την “Γλυκιά Αρχαιότητα” μπορούν για να αναθαρρήσουν διαβάζοντας την επιτομή της Αστροεθνολογίας ή τα πρακτικά των “Ε” για το πως έσωσαν την χώρα το 1453, το 1897, το 1922, το 1941 και το 1974.
του Γιώργου Χαρκοφτάκη
Υπάρχει μια παράμετρος σε κάθε ιδεολογία η οποία συνήθως παραβλέπεται και η οποία είναι η εμπορευματοποίηση. Η μυθοποίηση της Αρχαίας Ελλάδας συνοδεύεται από μεγάλο αριθμό βιβλίων και ιστοσελίδων, τα οποία αποφέρουν οικονομικό όφελος και πολιτική επιρροή. Η φύση και η πολιτική απεχθάνονται το κενό: δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρχει πολιτικό ή ιδεολογικό κενό το οποίο να μην αποκτήσει φορέα. Η προειδοποίηση που έγραψα στην εισαγωγή του “Γλυκιά Αρχαιότητα“ υπονοούσε ότι όσοι πιστεύουν σε μυθικές κατασκευές είναι αδύνατον να αλλάξουν γνώμη ακόμα και αν φέρεις μπροστά τους τον Αριστοτέλη ολοζώντανο. Ο λόγος είναι απλός, τα κίνητρα των ανθρώπων με αυτές τις αντιλήψεις είναι συναισθηματικά και ψυχολογικά. Μια πεποίθηση η οποία βασίζεται στο συναίσθημα είναι αδύνατον να αλλάξει. Αν η αιτία είναι η πιεστική μειονεξία μας, τότε ο ψυχολογικός μηχανισμός υπεραναπλήρωσης είναι αδιάτρητος. Επομένως απευθύνομαι μόνο σε όσους αμφιταλαντεύονται και διαισθάνονται ότι με αυτή την κατάσταση “κάτι δεν πάει καλά”. Η επικεφαλίδα του blog μου είναι ξεκάθαρη, όποιος θέλει να πιστεύει σε μύθους ας διαβάσει κάτι άλλο.
Η πίστη σε μυθικές κατασκευές δεν είναι αποκλειστικό μας δικαίωμα αλλά μια πολύ συνηθισμένη κατάσταση σε όλα τα έθνη. Η μεγάλη διαφορά είναι στη λειτουργία που επιτελεί. Για παράδειγμα ο θεσμός της βασιλείας σε πολλά κράτη αντιμετωπίζεται ως μια θεϊκή επιταγή και ο βασιλιάς ως ο αντιπρόσωπος κάποιας υπερβατικής οντότητας. Το πιο πολιτισμένο έθνος της δεκαετίας του ’30 πίστεψε σε μυθικές κατασκευές και ψευτοεπιστημονικές θεωρίες όπως η Αρεία Φυλή και η Θούλη. Ας πάμε σε ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα , ο αμερικανικός εθνικισμός όπως αυτός εκφράζεται από τα περισσότερο συντηρητικά τμήματα του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Σε αυτό το μοτίβο ερμηνεύουν την Βίβλο με τρόπο ο οποίος εξυπηρετεί και τα συμφέροντα των ΗΠΑ (και του Ισραήλ) στην Μέση Ανατολή. Έχουν υιοθετήσει την αντίληψη πως η Αμερική είναι όχι μόνο η χώρα της ελευθερίας και των ευκαιριών, αλλά και ότι είναι το έθνος πρότυπο για όλους τους υπόλοιπους (City Upon a Hill [1]). Οι αυταπάτες τους δεν είναι λίγες αλλά δεν είναι για γέλια, αυτές οι απόψεις επηρεάζουν την εξωτερική τους πολιτική και τη δική μας ζωή.
Ποια είναι λοιπόν η διαφορά ανάμεσα στην εγχώρια αρχαιολαγνεία και τον αμερικανικό εθνικισμό ; Στις ΗΠΑ ο εθνικισμός είναι σε πλήρη αντιστοιχία με την ισχύ τους. Τα επιστημονικά επιτεύγματα τους είναι αδιαμφισβήτητα και κέρδισαν με θυσίες μεγάλους πολέμους. Ο αμερικανικός εθνικισμός -με τις μυθικές του κατασκευές – δρα ενισχυτικά στην παγκόσμια στρατηγική των ΗΠΑ. Μην είμαστε αφελείς και πιστεύουμε ότι οι αμερικανοί στρατιώτες που συμμετέχουν στις υπερπόντιες εκστρατείες το κάνουν επειδή είναι απλά μισθοφόροι. Έχουν υψηλή αίσθηση καθήκοντος, επαγγελματισμό και ικανή δόση πατριωτισμού ώστε να εκλογικεύουν όσα σε εμάς φαίνονται αναίσχυντες πολεμικές περιπέτειες. Αυτή είναι η στρατηγική μιας ηγεμονικής δύναμης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Στην Ελλάδα όμως, μια χώρα η οποία δεν έχει διεκδικήσεις και που αναλώνεται σε μάχες οπισθοφυλακών με την Τουρκία και τα Σκόπια, τι αξία μπορεί να έχει ο μυθοπλαστικός εθνικισμός ; Οι μύθοι μας είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με την ισχύ μας, αλλά και τις επιδιώξεις μας ως έθνος. Δεν βλέπω πίσω από όλα αυτά ένα θετικό σκοπό που να επαυξάνει την ισχύ της χώρας παρά την ανακύκλωση των ίδιων πολυχρησιμοποιημένων υλικών τα οποία κουράζουν τους πολίτες και σε τελική ανάλυση δυσφημίζουν την Αρχαιότητα [2]. Νομίζω ότι ο Παναγιώτης Κονδύλης παρουσίασε (1997) εύστοχα αυτή την υποκρισία :
“Οι ευρύτερες µάζες, καθοδηγούµενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσµης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόµενες γαλανόλευκα ράκη, οπότε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν µόνιµα µε παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαµε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαµηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50% του µέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάµεσα σ’ ό,τι παράγεται και σ’ ό,τι καταναλώνεται, µε αποτέλεσµα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου.” [3]
Ζούμε στην χώρα της κοινωνικής πλαδαρότητας και την ανοχής σε κάθε ανομία. Εϊναι η ίδια χώρα στην όποια για πρώτη φορά κάποιος προτίμησε να πιεί το δηλητήριο υπακούοντας τον άδικο νόμο της πατρίδας του παρά να την αδικήσει. Σε εκείνους που του άνοιξαν την πόρτα να φύγει, στύλωσε τα γέρικα πόδια του και επικαλέσθηκε το συμβόλαιο που είχε με την αγαπημένη του πόλη. Αυτά ήταν τα παραδείγματα που μας έδωσαν, και από τα οποία απέχουμε τόσο πολύ.-