Χάραζε… Τα βήματά του τον έφερναν όπως κάθε μέρα αυτή την ώρα, στην τελευταία στροφή του λόφου, πριν φτάσει στα ζωντανά του να τα φροντίσει. Εκείνο το πρωινό όμως κοντοστάθηκε. Ανασήκωσε τους γιακάδες. Έριξε μπόλικο χνώτο στα χέρια του από αυτό που του είχε φτιάξει το λαχάνιασμα της ανηφόρας να τα ζεστάνει.
του Θανάση Μπελεμέμη
Έτσουζε το κρύο εκείνη την ώρα της ημέρας πάντα, αλλά αυτή την εποχή τα πράγματα γινόταν πραγματικά δύσκολα.
Κοίταξε μακριά το πέλαγος, μπας και δει τα καράβια που πάνε κ’ έρχονται.
Παλιά, πάντα σταματούσε σ’ αυτό εδώ το σημείο, ψάχνοντας τα μάτια του να βρουν τα καράβια. Κι όταν έβλεπε αυτά που ερχόταν χαίρονταν κι η καρδιά του φτερούγιζε. Μα σαν έβλεπε αυτά που φεύγουν γύριζε το βλέμμα του και συνέχιζε το δρόμο του.
Με τον καιρό έπαψε να σταματά σ’ αυτή την άκρη του λόφου, στην τελευταία στροφή, γιατί τα μάτια του θόλωναν και δεν έβλεπε. Δεν περίμενε τίποτα, ούτε από τα καράβια που φεύγαν, ούτε από αυτά που έρχονταν.
Σήμερα όμως σταμάτησε πάλι, μετά από πολύ καιρό σ’ αυτή την τελευταία στροφή. Ίσως ήταν και η τελευταία φορά που θα σταματούσε εδώ. Αλλά σήμερα είχε λόγο να το κάνει.
Δεν βόηθαγε όμως ο καιρός να δει, μιας και η ομίχλη έπεφτε βαριά.
Έψαξε στις τσέπες του και βρήκε το πακέτο με τα τσιγάρα. Άναψε ένα και ρούφηξε μπόλικο καπνό.
Κάθησε σε μια πέτρα και συνέχισε να ατενίζει το θολό πέλαγος. Δεν ήξερε κι αυτός για πόση ώρα… Σκέφτηκε τα ζωντανά του που θα τον περίμεναν, αλλά δεν κουνήθηκε. Ξεχάστηκε…
Ο ήλιος τώρα είχε ανέβει ψηλά και άρχισε να τον ζεσταίνει, όταν άκουσε την φωνούλα της Μαρίας και του Γιάννη να τον φωνάζουν.
-Μπαμπά.. μπαμπά εδώ είμαστε, ήρθαμε…
Η καρδιά του φτερούγισε σαν μικρού παιδιού.
Πότε ήρθαν τα διαβολάκια του και δεν τα πήρε χαμπάρι;
Σηκώθηκε κι έτρεξε κοντά τους. Μια αγκαλιά γινήκαν όλοι τους και τάπνιξε στα φιλιά. Δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά του. Τον ρωτούσαν για όλα, για τα κατσίκια και τα αρνιά, για το χωριό και την μαμά και για τα παιχνίδια τους, αν τα φύλαξε τον ρωτούσαν.
Δεν τον ζάλισαν όμως, ποτέ δεν τον ζάλιζαν και τους είπε ότι όλα τα είχε φυλάξει όπως τ΄άφησαν.
Παίξαν ώρα πολύ μαζί, όταν σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να φροντίσει και τα ζώα. Θυμήθηκε ότι σήμερα έπρεπε να σφάξει και το κατσίκι τ’ αγρίμι του όπως τόλεγε, το πιο ζωηρό και το πιο όμορφο.
Είχε κόσμο σήμερα… Χαρά στο σπίτι του. Έπρεπε να έχει το καλύτερο. Και ότι περίσσευε, θα τους το έδινε να το πάρουν μαζί τους όταν θ’ έφευγαν, μαζί με τις πίτες, το τυρί και τα γλυκά που ετοίμαζε η μάνα τους.
Κίνησε να πάρει την τελευταία στροφή για το τέλος του λόφου, εκεί που ήταν τα ζωντανά του.
Αλλά άκουσε πάλι τις παιδικές φωνές.
-Παππού.. παππού πού πας;
Πήρε πάλι τα παιδιά αγκαλιά και τους υποσχέθηκε ότι δεν θα αργούσε.
Βιαστικά και χωρίς νου, έριξε τροφή στα ζώα του. Δεν ήξερε που και τι έριχνε. Αν έριξε τριφύλλι στις κότες και πίτουρα στα κατσίκια δεν θυμάται.
Μόνο σαν έφτασε στο αγρίμι ήρθε στα συγκαλά του, νόμισε…
Έτρεξε το ζωντανό, το πιο γρήγορο, να πάρει από αυτό που βαστούσε στο χέρι του. Πάντα έτρεχε και ήταν αυτό που έφτανε πρώτο κοντά του, και για αυτό τ’ αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα. Και μηχανικά αυτός άνοιξε το χέρι του, και άρχισε να γλύφει τ΄ αγρίμι του τα πίτουρα.
Δεν θα το ΄κανε αυτό ποτέ στο αγρίμι του, αλλά σήμερα ήρθαν τα παιδιά του και τα εγγόνια του να τον δουν. Έπρεπε να τους προσφέρει το καλύτερο από αυτό που είχε. Και το αγρίμι του ήταν το δίχως άλλο το καλύτερο και το πολυτιμότερο απ’ τα αγαθά του.
Έβγαλε από την τσέπη του τον σουγιά και έπιασε τ’ αγρίμι απ’ το πίσω πόδι. Τρόμαξε το ζωντανό για λίγο, και τον κοίταξε με παράπονο, αλλά συνέχισε να γλύφει με εμπιστοσύνη τα πίτουρα απ’ το χέρι του, που κρατούσαν τώρα τον σουγιά.
Αναγνώρισε τα βήματα και άκουσε τον βήχα της γυναίκας του από το άσθμα, που έρχονταν κοντά του. Είχε ανησυχήσει που άργησε κι έτρεξε να τον βρεί.
Μόλις την είδε, κατάλαβε!!
-Δεν ήρθαν εεε..; δεν ήρθαν.. ;
Την ρώτησε απολογητικά. Η Κυρά του κατάλαβε!...
-Όχι δεν ήρθαν αποκρίθηκε, θα έρθουν όμως μια κάποια άλλη φορά. Θα δεις!…
Κάθισε δίπλα του και τον αγκάλιασε τρυφερά. Έκλαιγε αυτός σαν μικρό παιδί γεμάτος ενοχές για τα παιχνιδίσματα που του ‘κανε το μυαλό του…
Έκλαιγε κι αυτή μαζί του βουβά, να μην την ακούσει και τον διαλύσει. Μήπως κι’ αυτή η ίδια σκέφτηκε, δεν είχε φτιάξει μελομακάρονα και μπακλαβάδες και πίτες μήπως έρθουν παιδιά και εγγόνια; Και ας μην τους είχαν πει τίποτα ότι θα έρθουν, και ας μην τους είχαν πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Μόνο μια κάρτα με ξερές ευχές όπως κάθε χρόνο τους στείλαν.
-Άντε αγρίμι, ψέλλισε αυτή, την γλύτωσες για σήμερα. Τράβα να παίξεις.
-Άντε αγρίμι τράβα, ψέλλισε κι αυτός.
Άρχισαν να κατεβαίνουν για το καλύβι τους.
Μα κάθε λίγο σταμάταγαν και βούρκωναν ασθμαίνοντας, γιατί ήταν αβάσταχτη αυτή η κατηφόρα.
Μα κάθε λίγο σταμάταγαν και έλεγε ο ένας στον άλλο τα παράπονά του. Με τα μάτια μόνο. Σαν τ’ αγριμιού. Βουβά… Δεν τολμούσαν να τα προφέρουν μεταξύ τους, να μην πικράνει ο ένας τον άλλο.
Μαζί αγκαλιά… Να βαστάει ο ένας τον άλλον. Κατηφόρισαν, παίρνοντας την τελευταία στροφή.
του Θανάση Μπελεμέμη
Έτσουζε το κρύο εκείνη την ώρα της ημέρας πάντα, αλλά αυτή την εποχή τα πράγματα γινόταν πραγματικά δύσκολα.
Κοίταξε μακριά το πέλαγος, μπας και δει τα καράβια που πάνε κ’ έρχονται.
Παλιά, πάντα σταματούσε σ’ αυτό εδώ το σημείο, ψάχνοντας τα μάτια του να βρουν τα καράβια. Κι όταν έβλεπε αυτά που ερχόταν χαίρονταν κι η καρδιά του φτερούγιζε. Μα σαν έβλεπε αυτά που φεύγουν γύριζε το βλέμμα του και συνέχιζε το δρόμο του.
Με τον καιρό έπαψε να σταματά σ’ αυτή την άκρη του λόφου, στην τελευταία στροφή, γιατί τα μάτια του θόλωναν και δεν έβλεπε. Δεν περίμενε τίποτα, ούτε από τα καράβια που φεύγαν, ούτε από αυτά που έρχονταν.
Σήμερα όμως σταμάτησε πάλι, μετά από πολύ καιρό σ’ αυτή την τελευταία στροφή. Ίσως ήταν και η τελευταία φορά που θα σταματούσε εδώ. Αλλά σήμερα είχε λόγο να το κάνει.
Δεν βόηθαγε όμως ο καιρός να δει, μιας και η ομίχλη έπεφτε βαριά.
Έψαξε στις τσέπες του και βρήκε το πακέτο με τα τσιγάρα. Άναψε ένα και ρούφηξε μπόλικο καπνό.
Κάθησε σε μια πέτρα και συνέχισε να ατενίζει το θολό πέλαγος. Δεν ήξερε κι αυτός για πόση ώρα… Σκέφτηκε τα ζωντανά του που θα τον περίμεναν, αλλά δεν κουνήθηκε. Ξεχάστηκε…
Ο ήλιος τώρα είχε ανέβει ψηλά και άρχισε να τον ζεσταίνει, όταν άκουσε την φωνούλα της Μαρίας και του Γιάννη να τον φωνάζουν.
-Μπαμπά.. μπαμπά εδώ είμαστε, ήρθαμε…
Η καρδιά του φτερούγισε σαν μικρού παιδιού.
Πότε ήρθαν τα διαβολάκια του και δεν τα πήρε χαμπάρι;
Σηκώθηκε κι έτρεξε κοντά τους. Μια αγκαλιά γινήκαν όλοι τους και τάπνιξε στα φιλιά. Δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά του. Τον ρωτούσαν για όλα, για τα κατσίκια και τα αρνιά, για το χωριό και την μαμά και για τα παιχνίδια τους, αν τα φύλαξε τον ρωτούσαν.
Δεν τον ζάλισαν όμως, ποτέ δεν τον ζάλιζαν και τους είπε ότι όλα τα είχε φυλάξει όπως τ΄άφησαν.
Παίξαν ώρα πολύ μαζί, όταν σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να φροντίσει και τα ζώα. Θυμήθηκε ότι σήμερα έπρεπε να σφάξει και το κατσίκι τ’ αγρίμι του όπως τόλεγε, το πιο ζωηρό και το πιο όμορφο.
Είχε κόσμο σήμερα… Χαρά στο σπίτι του. Έπρεπε να έχει το καλύτερο. Και ότι περίσσευε, θα τους το έδινε να το πάρουν μαζί τους όταν θ’ έφευγαν, μαζί με τις πίτες, το τυρί και τα γλυκά που ετοίμαζε η μάνα τους.
Κίνησε να πάρει την τελευταία στροφή για το τέλος του λόφου, εκεί που ήταν τα ζωντανά του.
Αλλά άκουσε πάλι τις παιδικές φωνές.
-Παππού.. παππού πού πας;
Πήρε πάλι τα παιδιά αγκαλιά και τους υποσχέθηκε ότι δεν θα αργούσε.
Βιαστικά και χωρίς νου, έριξε τροφή στα ζώα του. Δεν ήξερε που και τι έριχνε. Αν έριξε τριφύλλι στις κότες και πίτουρα στα κατσίκια δεν θυμάται.
Μόνο σαν έφτασε στο αγρίμι ήρθε στα συγκαλά του, νόμισε…
Έτρεξε το ζωντανό, το πιο γρήγορο, να πάρει από αυτό που βαστούσε στο χέρι του. Πάντα έτρεχε και ήταν αυτό που έφτανε πρώτο κοντά του, και για αυτό τ’ αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα. Και μηχανικά αυτός άνοιξε το χέρι του, και άρχισε να γλύφει τ΄ αγρίμι του τα πίτουρα.
Δεν θα το ΄κανε αυτό ποτέ στο αγρίμι του, αλλά σήμερα ήρθαν τα παιδιά του και τα εγγόνια του να τον δουν. Έπρεπε να τους προσφέρει το καλύτερο από αυτό που είχε. Και το αγρίμι του ήταν το δίχως άλλο το καλύτερο και το πολυτιμότερο απ’ τα αγαθά του.
Έβγαλε από την τσέπη του τον σουγιά και έπιασε τ’ αγρίμι απ’ το πίσω πόδι. Τρόμαξε το ζωντανό για λίγο, και τον κοίταξε με παράπονο, αλλά συνέχισε να γλύφει με εμπιστοσύνη τα πίτουρα απ’ το χέρι του, που κρατούσαν τώρα τον σουγιά.
Αναγνώρισε τα βήματα και άκουσε τον βήχα της γυναίκας του από το άσθμα, που έρχονταν κοντά του. Είχε ανησυχήσει που άργησε κι έτρεξε να τον βρεί.
Μόλις την είδε, κατάλαβε!!
-Δεν ήρθαν εεε..; δεν ήρθαν.. ;
Την ρώτησε απολογητικά. Η Κυρά του κατάλαβε!...
-Όχι δεν ήρθαν αποκρίθηκε, θα έρθουν όμως μια κάποια άλλη φορά. Θα δεις!…
Κάθισε δίπλα του και τον αγκάλιασε τρυφερά. Έκλαιγε αυτός σαν μικρό παιδί γεμάτος ενοχές για τα παιχνιδίσματα που του ‘κανε το μυαλό του…
Έκλαιγε κι αυτή μαζί του βουβά, να μην την ακούσει και τον διαλύσει. Μήπως κι’ αυτή η ίδια σκέφτηκε, δεν είχε φτιάξει μελομακάρονα και μπακλαβάδες και πίτες μήπως έρθουν παιδιά και εγγόνια; Και ας μην τους είχαν πει τίποτα ότι θα έρθουν, και ας μην τους είχαν πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Μόνο μια κάρτα με ξερές ευχές όπως κάθε χρόνο τους στείλαν.
-Άντε αγρίμι, ψέλλισε αυτή, την γλύτωσες για σήμερα. Τράβα να παίξεις.
-Άντε αγρίμι τράβα, ψέλλισε κι αυτός.
Άρχισαν να κατεβαίνουν για το καλύβι τους.
Μα κάθε λίγο σταμάταγαν και βούρκωναν ασθμαίνοντας, γιατί ήταν αβάσταχτη αυτή η κατηφόρα.
Μα κάθε λίγο σταμάταγαν και έλεγε ο ένας στον άλλο τα παράπονά του. Με τα μάτια μόνο. Σαν τ’ αγριμιού. Βουβά… Δεν τολμούσαν να τα προφέρουν μεταξύ τους, να μην πικράνει ο ένας τον άλλο.
Μαζί αγκαλιά… Να βαστάει ο ένας τον άλλον. Κατηφόρισαν, παίρνοντας την τελευταία στροφή.