Τα καλά σερβίτσια είχαν βγει απ’ τα ψηλά ράφια της κουζίνας. Τα ασημικά είχαν γυαλιστεί και το χριστουγεννιάτικο δέντρο είχε στολιστεί. Τα παιδιά κάτω απ’ αυτό δίπλα στην μικρή φάτνη, έπαιζαν χαρούμενα και ξεχασμένα με τα δώρα τους.
του Θανάση Μπελεμέμη
Το γιορτινό τραπέζι ήταν έτοιμο να στρωθεί. Λιτό φέτος περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, αλλά στην ώρα του κι όπως πάντα με φροντίδα κι αγάπη μαγειρεμένο. Ακριβώς όπως επέβαλε η ατμόσφαιρα των ημερών.
Και μεταξύ κουζίνας και τραπεζαρίας η γυναίκα του να τρέχει να προλάβει το στρώσιμο του τραπεζιού, και να σώσει την γιορτινή ατμόσφαιρα. Γι’ αυτόν και για τα παιδιά που δεν έφταιγαν σε τίποτα. Ένοιωθε πως του άξιζε να χαλαρώσει να χαρεί τις μέρες αυτές κι αυτός. Παρόλες τις αναποδιές και τις ατυχίες που του τύχαιναν.
Ήξερε όμως αυτή, πως αυτό το τελευταίο χτύπημα της μοίρας ήταν πολύ κοντά στα όριά του για να το αντέξει ο άντρας της. Ήξερε πως η αίσθηση ευθύνης που ένοιωθε για αυτούς, μαζί με την αδυναμία του να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του τον σκότωνε.
Κι αυτός ήξερε πως σήμερα έπρεπε να δείχνει χαρούμενος και ευτυχισμένος όπως όλοι τους. Δεν μπορούσε όμως. Γνώριζε πολύ καλά πως αργά ή γρήγορα, όταν όλοι θα μάθαιναν πως είναι για μια ακόμα φορά άνεργος, χωρίς καμία προοπτική να ξαναβρεί καινούργια δουλειά και να τους προσφέρει τα ουσιώδη για να επιβιώσουν, θα τον μισούσαν. Όπως μισούσε κι αυτός τον εαυτό του για την αδυναμία του.
Στην μνήμη του ήρθαν οι υποσχέσεις που είχε δώσει σ’ αυτή που πάντα τον στήριζε. Καθώς και τον λόγο που είχε δώσει στον εαυτό του να την κάνει ευτυχισμένη…
Τι της είχε προσφέρει αναλογίστηκε μέχρι τώρα άραγε; Kαι τι ακόμα χειρότερο θα μπορούσε να της προσφέρει, εκτός από μιζέρια και εξαθλίωση;
Ντράπηκε. Ένοιωσε ψεύτης, προδότης…
Δεν άντεχε να τους βλέπει να γελάνε χαρούμενοι, μην γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να τους προστατέψει και να τους στηρίξει στο παραμικρό.
Αυτά σκεφτόταν το βράδυ εκείνο όταν ψιλός ιδρώτας πάγωσε όλο το κορμί του. Δεν άντεξε άλλο η καρδιά του και κατέρρευσε ολόκληρος.
Συνέχισε όμως να τους ακούει… Άκουγε τις φωνές τους. Ή μάλλον όχι. Δεν ήταν φωνές αυτές. Ουρλιαχτά πανικού ήταν. Ο μικρός του έκλαιγε φωνάζοντας τον. Μπαμπά… μπαμπααά…
Ήθελε να του πει να σταματήσει να κλαίει για αυτόν. Να πάψει να τον αγαπά. Ήθελε να του πει πως δεν του άξιζε το κλάμα του αλλά δεν μπορούσε… δεν έβγαινε από το στόμα του.
Άκουγε τώρα την σειρήνα του ασθενοφόρου. Θυμάται να τον μεταφέρουν προς το νοσοκομείο με βιαστικές κινήσεις σχεδόν βίαιες να τον προλάβουν. Κι ύστερα ξαπλωμένο σε ένα φορείο να τον τρέχουν σε κάποιους διαδρόμους. Δεν ήξερε αν ο μικρούλης του ήταν κοντά του, αλλά θυμάται πως άκουγε το κλάμα του και την αγωνία του. Ένοιωθε πως άκουγε την καρδιά του. Ή μήπως αυτή που άκουγε ήταν η δική του καρδιά;
Δεν είχε που να αφήσει τον μικρό και τον πήρε μαζί της.
Το είχε σκεφτεί. Θα παρακαλούσε κάποια απ’ τις κοπέλες του γραφείου κίνησης στην εντατική να τον κρατούσαν τα λίγα λεπτά που θα έμπαινε μέσα. Και έτσι ίσως να ησύχαζε και να ηρεμούσε κι ο μικρός. Αν έβλεπε με τα ίδια του μάτια ότι ο πατέρας του ήταν εκεί μέσα και πως δεν είχε πάει ψηλά στον ουρανό όπως φοβόταν, τότε φαντάζονταν πως θα ένοιωθε καλύτερα.
Έτσι και έγινε. Ο πιτσιρίκος ήσυχος αλλά και συνάμα φοβισμένος, κάθισε στην καρέκλα του διαδρόμου έξω απ’ την εντατική. Εκεί περίμενε την μάνα του να βγει να του φέρει νέα απ’ τον πατέρα του.
Αλλά ένα ήσυχο παιδί γρήγορα ξεχνιέται και πολύ γρήγορα οι υπάλληλοι συγκεντρώθηκαν ο καθένας στις δουλειές τους, μη δίνοντάς του και ιδιαίτερη σημασία.
Σηκώθηκε ο μικρός με την παιδική του περιέργεια πλησιάζοντας την τζαμαρία που έβλεπε στην αυλή του νοσοκομείου. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Η φάτνη μαζί με τα πολύχρωμα φώτα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου από εκεί ψηλά φάνταζε υπέροχη.
Αθόρυβα γλίστρησε ο μικρός προς τις σκάλες του προσωπικού. Τις κατέβηκε γρήγορα και σε λίγο βρέθηκε στο προαύλιο του Νοσοκομείου μπροστά στην φάτνη.
Δεν ήταν σαν αυτή που είχαν στο σπίτι. Αυτή η φάτνη ήταν τεράστια και έμοιαζε σχεδόν σαν αληθινή.
Στο παιδικό μυαλό του ήρθαν τα λόγια της κυρίας στο δημοτικό μαζί με αυτά της μαμάς του για τον μικρό Χριστούλη, που γεννήθηκε για να σώσει τον κόσμο όλο. Αν μπορούσε να σώσει όλο τον κόσμο σκέφτηκε, γιατί να μην μπορεί να σώσει και τον μπαμπά του;
Γονάτισε μπροστά στην φάτνη παρακαλώντας κλαίγοντας τον μικρό Χριστούλη να σώσει τον πατέρα του. Δεν ήθελε κάτι άλλο. Ούτε δώρα. Ούτε παιχνίδια… Μόνο τον μπαμπά του ήθελε…
Κάθισε έτσι για λίγο και μετά θυμήθηκε πως θα τον αναζητούσαν. Δεν ήθελε να τους αναστατώσει. Σηκώθηκε να φύγει και κοιτώντας ψηλά είδε ένα αστέρι να πλημμυρίζει με φως την φάτνη.
Έβγαλε μια καραμέλα που είχε καλά φυλαγμένη σαν πολύτιμο θησαυρό στην τσέπη του μπουφάν του και την ακούμπησε στα άχυρα, κοντά στα ποδαράκια του μικρού Χριστούλη. Δεν είχε κάτι άλλο να του προσφέρει…
Βγήκε η μάνα του απ’ το δωμάτιο της εντατικής. Αναζήτησε με το βλέμμα της τον μικρό. Δεν τον είδε πουθενά… Ρώτησε τις δύο κοπέλες του γραφείου. Κατάλαβε ότι τον είχαν ξεχάσει. Πανικόβλητοι όλοι τότε άρχισαν να ψάχνουν ένα ένα τα δωμάτια της πτέρυγας.
Ανέβηκε ο μικρός τις σκάλες αλλά δε βρήκε κανέναν. Κοίταξε για την μάνα του… Τίποτα. Θα είναι μέσα μαζί με τον μπαμπά σκέφτηκε. Έσπρωξε την πόρτα. Ο πατέρας του κοιμόταν σε ένα μεγάλο κρεβάτι. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο. Δίπλα του σε ένα περίεργο μηχάνημα σαν τηλεόραση ανεβοκατέβαιναν κάτι μυστήριες γραμμές.
Πλησίασε τον πατέρα του. Του έπιασε το χέρι. Μπαμπά γύρνα σπίτι μας του είπε… Μας λείπεις σε έχουμε ανάγκη. Το είπε όσο χαμηλόφωνα μπορούσε να μην τον ξυπνήσει…
Η καρδιά της ξανάρθε στην θέση της. Ο μικρός της είχε βρεθεί και γύρισαν σπίτι.
Μετά από μια βδομάδα, παραμονή πρωτοχρονιάς πήρε εξιτήριο και ο σύζυγός της. Ο μικρός δεν ξεκολλούσε απ’ το κρεβάτι του πατέρα του.
-Άσε τον πατέρα σου να ξεκουραστεί και λίγο… τον μάλωσε τάχα μου η μάνα του χωρίς να μπορεί να κρύψει την ευτυχία της και την χαρά της.
-Άφησε τον της είπε αυτός. Δεν κάνει τίποτα και το ξέρεις πως πραγματικά με ξεκουράζει.
-Το ξέρεις πως αυτός ο μικρός σκανταλιάρης για χάρη σου, συνέχισε αυτή χαμογελώντας, χώθηκε στο δωμάτιο σου και αναστάτωσε ένα ολόκληρο νοσοκομείο;
Θυμήθηκε τότε αυτός. Τον μικρό μαζί με ένα άλλο παιδάκι να μπαίνουν στο δωμάτιό του στην εντατική. Θυμήθηκε τον πιτσιρίκο του να του ζητά να γυρίσει πίσω στο σπίτι… Θυμήθηκε και το άλλο παιδί να του ζητά να σηκωθεί και να δώσει την αγάπη του στα παιδιά του που την είχαν τόσο ανάγκη. Τότε του ήρθε στο μυαλό πως το άλλο παιδί άπλωσε την μικρή του χούφτα και κάτι άφησε μέσα στην τσέπη της πυτζάμας του.
-Το άλλο παιδάκι που ήταν μαζί σου πιο ήταν ρώτησε ο πατέρας τον μικρό;
-Ααα… καλά εσύ πρέπει να πέρναγες πολύ καλά εκεί που ήσουν και να έβλεπες και πολλά όνειρα, είπε γελώντας η γυναίκα του.
Άπλωσε αυτός το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του και έβγαλε μια καραμέλα που την είχε βρει στην πυτζάμα του και την είχε κρατήσει. Έτσι χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Πως βρέθηκε αυτή εδώ ρώτησε; και την έδωσε στον μικρό.
Ο μικρός κατάλαβε. Άπλωσε και πήρε με τα δυο του χεράκια την καραμέλα. Ύστερα την έσφιξε στις μικρές του χούφτες.
Έφυγε τότε τρέχοντας απ’ την αγκαλιά του πατέρα του και πήγε στην άκρη του σαλονιού δίπλα στην μικρή τους φάτνη.
Εκεί, ευχαρίστησε τον μικρό του φίλο που είχε έρθει να σώσει τον κόσμο.
---
Η συνέχεια σε 4 μήνες...
photo: lastwordonnothing.com
του Θανάση Μπελεμέμη
Το γιορτινό τραπέζι ήταν έτοιμο να στρωθεί. Λιτό φέτος περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, αλλά στην ώρα του κι όπως πάντα με φροντίδα κι αγάπη μαγειρεμένο. Ακριβώς όπως επέβαλε η ατμόσφαιρα των ημερών.
Και μεταξύ κουζίνας και τραπεζαρίας η γυναίκα του να τρέχει να προλάβει το στρώσιμο του τραπεζιού, και να σώσει την γιορτινή ατμόσφαιρα. Γι’ αυτόν και για τα παιδιά που δεν έφταιγαν σε τίποτα. Ένοιωθε πως του άξιζε να χαλαρώσει να χαρεί τις μέρες αυτές κι αυτός. Παρόλες τις αναποδιές και τις ατυχίες που του τύχαιναν.
Ήξερε όμως αυτή, πως αυτό το τελευταίο χτύπημα της μοίρας ήταν πολύ κοντά στα όριά του για να το αντέξει ο άντρας της. Ήξερε πως η αίσθηση ευθύνης που ένοιωθε για αυτούς, μαζί με την αδυναμία του να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του τον σκότωνε.
Κι αυτός ήξερε πως σήμερα έπρεπε να δείχνει χαρούμενος και ευτυχισμένος όπως όλοι τους. Δεν μπορούσε όμως. Γνώριζε πολύ καλά πως αργά ή γρήγορα, όταν όλοι θα μάθαιναν πως είναι για μια ακόμα φορά άνεργος, χωρίς καμία προοπτική να ξαναβρεί καινούργια δουλειά και να τους προσφέρει τα ουσιώδη για να επιβιώσουν, θα τον μισούσαν. Όπως μισούσε κι αυτός τον εαυτό του για την αδυναμία του.
Στην μνήμη του ήρθαν οι υποσχέσεις που είχε δώσει σ’ αυτή που πάντα τον στήριζε. Καθώς και τον λόγο που είχε δώσει στον εαυτό του να την κάνει ευτυχισμένη…
Τι της είχε προσφέρει αναλογίστηκε μέχρι τώρα άραγε; Kαι τι ακόμα χειρότερο θα μπορούσε να της προσφέρει, εκτός από μιζέρια και εξαθλίωση;
Ντράπηκε. Ένοιωσε ψεύτης, προδότης…
Δεν άντεχε να τους βλέπει να γελάνε χαρούμενοι, μην γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να τους προστατέψει και να τους στηρίξει στο παραμικρό.
Αυτά σκεφτόταν το βράδυ εκείνο όταν ψιλός ιδρώτας πάγωσε όλο το κορμί του. Δεν άντεξε άλλο η καρδιά του και κατέρρευσε ολόκληρος.
Συνέχισε όμως να τους ακούει… Άκουγε τις φωνές τους. Ή μάλλον όχι. Δεν ήταν φωνές αυτές. Ουρλιαχτά πανικού ήταν. Ο μικρός του έκλαιγε φωνάζοντας τον. Μπαμπά… μπαμπααά…
Ήθελε να του πει να σταματήσει να κλαίει για αυτόν. Να πάψει να τον αγαπά. Ήθελε να του πει πως δεν του άξιζε το κλάμα του αλλά δεν μπορούσε… δεν έβγαινε από το στόμα του.
Άκουγε τώρα την σειρήνα του ασθενοφόρου. Θυμάται να τον μεταφέρουν προς το νοσοκομείο με βιαστικές κινήσεις σχεδόν βίαιες να τον προλάβουν. Κι ύστερα ξαπλωμένο σε ένα φορείο να τον τρέχουν σε κάποιους διαδρόμους. Δεν ήξερε αν ο μικρούλης του ήταν κοντά του, αλλά θυμάται πως άκουγε το κλάμα του και την αγωνία του. Ένοιωθε πως άκουγε την καρδιά του. Ή μήπως αυτή που άκουγε ήταν η δική του καρδιά;
Δεν είχε που να αφήσει τον μικρό και τον πήρε μαζί της.
Το είχε σκεφτεί. Θα παρακαλούσε κάποια απ’ τις κοπέλες του γραφείου κίνησης στην εντατική να τον κρατούσαν τα λίγα λεπτά που θα έμπαινε μέσα. Και έτσι ίσως να ησύχαζε και να ηρεμούσε κι ο μικρός. Αν έβλεπε με τα ίδια του μάτια ότι ο πατέρας του ήταν εκεί μέσα και πως δεν είχε πάει ψηλά στον ουρανό όπως φοβόταν, τότε φαντάζονταν πως θα ένοιωθε καλύτερα.
Έτσι και έγινε. Ο πιτσιρίκος ήσυχος αλλά και συνάμα φοβισμένος, κάθισε στην καρέκλα του διαδρόμου έξω απ’ την εντατική. Εκεί περίμενε την μάνα του να βγει να του φέρει νέα απ’ τον πατέρα του.
Αλλά ένα ήσυχο παιδί γρήγορα ξεχνιέται και πολύ γρήγορα οι υπάλληλοι συγκεντρώθηκαν ο καθένας στις δουλειές τους, μη δίνοντάς του και ιδιαίτερη σημασία.
Σηκώθηκε ο μικρός με την παιδική του περιέργεια πλησιάζοντας την τζαμαρία που έβλεπε στην αυλή του νοσοκομείου. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Η φάτνη μαζί με τα πολύχρωμα φώτα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου από εκεί ψηλά φάνταζε υπέροχη.
Αθόρυβα γλίστρησε ο μικρός προς τις σκάλες του προσωπικού. Τις κατέβηκε γρήγορα και σε λίγο βρέθηκε στο προαύλιο του Νοσοκομείου μπροστά στην φάτνη.
Δεν ήταν σαν αυτή που είχαν στο σπίτι. Αυτή η φάτνη ήταν τεράστια και έμοιαζε σχεδόν σαν αληθινή.
Στο παιδικό μυαλό του ήρθαν τα λόγια της κυρίας στο δημοτικό μαζί με αυτά της μαμάς του για τον μικρό Χριστούλη, που γεννήθηκε για να σώσει τον κόσμο όλο. Αν μπορούσε να σώσει όλο τον κόσμο σκέφτηκε, γιατί να μην μπορεί να σώσει και τον μπαμπά του;
Γονάτισε μπροστά στην φάτνη παρακαλώντας κλαίγοντας τον μικρό Χριστούλη να σώσει τον πατέρα του. Δεν ήθελε κάτι άλλο. Ούτε δώρα. Ούτε παιχνίδια… Μόνο τον μπαμπά του ήθελε…
Κάθισε έτσι για λίγο και μετά θυμήθηκε πως θα τον αναζητούσαν. Δεν ήθελε να τους αναστατώσει. Σηκώθηκε να φύγει και κοιτώντας ψηλά είδε ένα αστέρι να πλημμυρίζει με φως την φάτνη.
Έβγαλε μια καραμέλα που είχε καλά φυλαγμένη σαν πολύτιμο θησαυρό στην τσέπη του μπουφάν του και την ακούμπησε στα άχυρα, κοντά στα ποδαράκια του μικρού Χριστούλη. Δεν είχε κάτι άλλο να του προσφέρει…
Βγήκε η μάνα του απ’ το δωμάτιο της εντατικής. Αναζήτησε με το βλέμμα της τον μικρό. Δεν τον είδε πουθενά… Ρώτησε τις δύο κοπέλες του γραφείου. Κατάλαβε ότι τον είχαν ξεχάσει. Πανικόβλητοι όλοι τότε άρχισαν να ψάχνουν ένα ένα τα δωμάτια της πτέρυγας.
Ανέβηκε ο μικρός τις σκάλες αλλά δε βρήκε κανέναν. Κοίταξε για την μάνα του… Τίποτα. Θα είναι μέσα μαζί με τον μπαμπά σκέφτηκε. Έσπρωξε την πόρτα. Ο πατέρας του κοιμόταν σε ένα μεγάλο κρεβάτι. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο. Δίπλα του σε ένα περίεργο μηχάνημα σαν τηλεόραση ανεβοκατέβαιναν κάτι μυστήριες γραμμές.
Πλησίασε τον πατέρα του. Του έπιασε το χέρι. Μπαμπά γύρνα σπίτι μας του είπε… Μας λείπεις σε έχουμε ανάγκη. Το είπε όσο χαμηλόφωνα μπορούσε να μην τον ξυπνήσει…
Η καρδιά της ξανάρθε στην θέση της. Ο μικρός της είχε βρεθεί και γύρισαν σπίτι.
Μετά από μια βδομάδα, παραμονή πρωτοχρονιάς πήρε εξιτήριο και ο σύζυγός της. Ο μικρός δεν ξεκολλούσε απ’ το κρεβάτι του πατέρα του.
-Άσε τον πατέρα σου να ξεκουραστεί και λίγο… τον μάλωσε τάχα μου η μάνα του χωρίς να μπορεί να κρύψει την ευτυχία της και την χαρά της.
-Άφησε τον της είπε αυτός. Δεν κάνει τίποτα και το ξέρεις πως πραγματικά με ξεκουράζει.
-Το ξέρεις πως αυτός ο μικρός σκανταλιάρης για χάρη σου, συνέχισε αυτή χαμογελώντας, χώθηκε στο δωμάτιο σου και αναστάτωσε ένα ολόκληρο νοσοκομείο;
Θυμήθηκε τότε αυτός. Τον μικρό μαζί με ένα άλλο παιδάκι να μπαίνουν στο δωμάτιό του στην εντατική. Θυμήθηκε τον πιτσιρίκο του να του ζητά να γυρίσει πίσω στο σπίτι… Θυμήθηκε και το άλλο παιδί να του ζητά να σηκωθεί και να δώσει την αγάπη του στα παιδιά του που την είχαν τόσο ανάγκη. Τότε του ήρθε στο μυαλό πως το άλλο παιδί άπλωσε την μικρή του χούφτα και κάτι άφησε μέσα στην τσέπη της πυτζάμας του.
-Το άλλο παιδάκι που ήταν μαζί σου πιο ήταν ρώτησε ο πατέρας τον μικρό;
-Ααα… καλά εσύ πρέπει να πέρναγες πολύ καλά εκεί που ήσουν και να έβλεπες και πολλά όνειρα, είπε γελώντας η γυναίκα του.
Άπλωσε αυτός το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του και έβγαλε μια καραμέλα που την είχε βρει στην πυτζάμα του και την είχε κρατήσει. Έτσι χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Πως βρέθηκε αυτή εδώ ρώτησε; και την έδωσε στον μικρό.
Ο μικρός κατάλαβε. Άπλωσε και πήρε με τα δυο του χεράκια την καραμέλα. Ύστερα την έσφιξε στις μικρές του χούφτες.
Έφυγε τότε τρέχοντας απ’ την αγκαλιά του πατέρα του και πήγε στην άκρη του σαλονιού δίπλα στην μικρή τους φάτνη.
Εκεί, ευχαρίστησε τον μικρό του φίλο που είχε έρθει να σώσει τον κόσμο.
---
Η συνέχεια σε 4 μήνες...
photo: lastwordonnothing.com