Γράφει ο Μιχάλης Τζανάκης
Στα ορεινά της Κρήτης προβληματίζονται για τα «πασχαλινά» δώρα. Ο Μανούσος αλλάζει τις συνήθειες.
-Μπρε συ Μανούσο, επήρες μωρέ δώρα για τα φιλιότσα και τα κοπέλια σου;
- Κι αμέ χωρίς δώρα θα τ’ άφηνα χρονιάρες μέρες Σηφαλιό;
- Κι ίντα τοσέ πήρες μωρέ Μανούσο; Παππούτσα γή λαμπάδες;
- Μηδέ παππούτσα μηδέ λαμπάδες. Κάθε χρόνο αυτές τσι παπαρδέλες τοσέ αγοράζω, μα φέτος είπα να τοσέ πάρω κατιτί πιο πραχτικό;
- Ίντα τοσέ πήρες, είμαι πολύ περίεργος να μάθω.
- Ρολόγια μωρέ τοσέ πήρα, και για το κάνω πιο λιανά ξυπνητήρια που βαράνε σαν του τράγου την κουδούνα.
- Ξυπνητήρια; Μα ίντα λες μωρέ Μανούσο; Τρεζάθηκες; Πασχαλιάτικα μωρέ τοσέ πήρες ξυπνητήρια;
- Γιάντα να μην τοσέ πάρω; Ευκαιρία ήτονε. Ίντα θα κάμουνε τσι λαμπάδες; Κερί μ’ ένα μπιχλιμπίδι στη μέση κι ύστερα την πετούνε. Ενώ το ξυπνητήρι θα τοσέ μείνει.
- Μανούσο, δε σε καταλαβαίνω. Πόσα ξυπνητήρια πήρες δηλαδή;
- Για ούλους τσι γνωστούς και φίλους και τα κοπέλια και τα φιλιότσα επήρα. Αν είχα Σηφαλιό, παράδες θα έπαιρνα δέκα εκατομμύρια ξυπνητήρια, ένα για τον κάθε Έλληνα!!!
- Ίντα μωρέ να κάμουνε τα ξυπνητήρια;
-Για να ξυπνήσουνε, μωρέ Σηφαλιό. Δε θωρείς πως κοιμούνται ολόρθοι; Κι εσύ κοιμάσαι κι εγώ κοιμούμαι κι ούλοι σε τουτονέ τον τόπο κοιμούνται. Ναρκωμένοι είναι. Τοσέ παίρνουνε μωρέ τη ζωή τη δική τως και τη ζωή των κοπελιών των και τη ζωή για δέκα γενιές μπροστά κι αυτοί κοιμούνται ολόρθοι. Τοσέ κλέβουνε το βιός, τα χώματα των, τον αέρα που αναπνέουνε κι αυτοί κοιμούνται ολόρθοι. Τσι κοροϊδεύουνε μέσα στα μούτρα, τους απειλούνε, τους εκβιάζουνε κι αυτοί ασχολούνται ανέ πληρώσουν σε δέκα ή σε είκοσι δόσεις τα χαράτσια και αν είναι πια καλοί οι δημόσιοι γή οι ιδιωτικοί υπάλληλοι. Άλλα τοσέ λένε την κάθε ημέρα, άλλα τοσέ τάζουνε, άλλοι τοσέ λένε να κάμουνε θυσίες κι άλλοι πως πιάνουνε τόπο κι αυτοί παραλυμένοι στον ύπνο δε λένε να σηκωθούνε.
Άλλο μηνιάτικο παίρνουνε το Γενάρη, άλλο το Φλεβάρη κι άλλο το Μάρτη κι αυτοί ελπίζουν, λέει. Η μισή Ελλάδα δε δουλεύγει κι είναι άνεργη κι η άλλη μισή είναι άνεργη, κι αυτοί σαν τα ζωντόβολα κοιμούνται και περιμένουν την «ανάπτυξη». Εκάμανε κουρέλι το Σύνταγμα, ψηφίζουνε για νόμους ό, τι τοσέ λέει εκεινηνά η παράωρη η Μέρκελ και μεις θαρρούμε πως έχουμε δημοκρατία. Στον «ύπνο» μας την έχουμε σίγουρα, γιατί στον ξύπνιο μας, άστα να πάνε…
Κατάλαβες εδά γιάντα επήρα στα κοπέλια, τα φιλιότσα και τσι φίλους μου ξυπνητήρια; Ίντα θα κάμουνε τσι λαμπάδες; Οι «κοιμισμένοι» κι οι «ναρκωμένοι» μπορούν μωρέ να πουν «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»;
Ίντα να τηνέ κάμουν τη λαμπάδα με το μπιχλιμπίδι στη μέση και τα παππούτσα; Θα τους τα πάρουνε μωρέ και τα παππούτσα και τα σπίτια και τα χωράφια και τα σώβρακα!!! Αν δε ξυπνήσουνε ντελόγο «αι γενεαί αι πάσαι» θα μασέ βλαστημούνε τα επόμενα διακόσια χρόνια, γιατί αντί να παίρνομε «ξυπνητήρια» όταν έπρεπε, επαίρναμε «λαμπάδες»!!!
- Εδά που σ’ άκουσα Μανούσο, έχεις χίλια δίκια…ξυπνητήρια χρειαζόμαστε!!!