Ώρα 04:30. Ξημερώματα Κυριακής. Επιστροφή από κάποια δουλειά και slow down όπως λέμε στα πλοία στο φανάρι που σε βγάζει στη Βασιλίσσης Σοφίας όπως έρχεσαι από Σύνταγμα.
του Στρατή Μαζίδη
Γενικά μυστηριώδης η χθεσινή επιστροφή μέσα από άγνωστες γειτονιές και στενά μέχρι να βρεις γνώριμα σημεία. Και τέτοια ώρα βλέπεις αρκέτα να προσέχεις τις λεπτομέρειες.
Όμως στο φανάρι του Χίλτον τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ούτε πέντε δευτερόλεπτα δε χρειάστηκε να σταθώ αλλά ήταν υπεραρκετά. Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, γύρω στα 75-80 κρατώντας μια γεμάτη τσάντα και μπόλικα πακέτα χαρτομάντηλα στην αγκαλιά του προσπαθούσε να κάνει κάτι που αδυνατώ να προσδιορίσω. Κοιτούσε δεξιά κι αριστερά σα να έψαχνε να προσανατολιστεί ή να δει τι θα κάνει.
Κι άραγε να έψαχνε κυριολεκτικά μόνο ή και μεταφορικά;
Αυτός ο άνθρωπος, αυτής της ηλικίας, στη δύση της ζωής του εκείνη τη βάρβαρη ώρα αντί να ξεκουράζεται στο σπίτι του (άραγε έχει;) ώστε το πρωί της Κυριακής να υποδεχθεί τα εγγόνια του, περπατά μονάχος στους άδειους δρόμους της πρωτεύουσας ψάχνοντας για το νυχτοκάματο. Εκτεθιμένος την ίδια στιγμή στους κινδύνους της νύχτας. Και τι αντίθεση έξω από ένα πολυτελές ξενοδοχείο σε μια θεωρητικά καλή περιοχή.
Αλλά τι σημασία έχει αυτό; Λίγα μετρά ή ακόμη κι εκατοστά μπορεί να χωρίζουν την ευτυχία από τη δυστυχία.
Γιατί αυτή η ψυχή να βασανίζεται έτσι;
Εσείς που κυβερνάτε αυτό τον τόπο, μήπως μπορείτε να μου απαντήσετε;