Η Μαρία είναι συγκάτοικος. Μένουν με την 17χρονη κόρη της στο διαμέρισμα κάτω από το δικό μου. Κατά σύμπτωση αγοράσαμε τα σπίτια μας, με δάνειο, την ίδια εποχή, το 2005 και εγκατασταθήκαμε σε αυτά με διαφορά μιας βδομάδας. Μην φανταστείτε τίποτα σπιταρόνες. Ογδόντα πέντε τετραγωνικά μικτά, κτισμένα προ τεσσαρακονταετίας.
της Νίκης Βίκου
Μόλις έφυγαν οι μεταφορείς, εκείνο το Σάββατο, σωριάστηκα κυριολεκτικά στο πάτωμα, ανάμεσα στις τεράστιες κούτες, για να καπνίσω ένα τσιγάρο και να πάρω κουράγιο πριν τις ανοίξω, όταν χτύπησε η πόρτα μου. "Να ξέρεις πως κάτι ξεχάσανε στο φορτηγό" μονολόγησα και σηκώθηκα βαριεστημένα να ανοίξω. Οι άνθρωποι που ζούνε μόνοι για πολύ καιρό, ξέρετε, συνηθίζουν τους μονολόγους για να ακούν έστω, την δική τους φωνή. Τότε ο γιος μου ήταν ακόμη στην Βρετανία. Στο άνοιγμα της πόρτας στεκόταν μια μικροκαμωμένη καστανή κοπέλα με αλογοουρά, υπέροχα, τεράστια μάτια κι ένα πιάτο σκεπασμένο με μιαν άσπρη πετσέτα στο ένα χέρι και δυο παγωμένα μπουκαλάκια του μισού λίτρου νερό στο άλλο...
- Καλησπέρα, είμαι η Μαρία Π., μένω εδώ και μια βδομάδα στο ακριβώς κάτω από εσάς, διαμέρισμα. Είπα να σας καλωσορίσω με λίγους λουκουμάδες, μόλις τους έφτιαξα.
- Γεια σου Μαρία είμαι η Νίκη, σε ευχαριστώ, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Πέρασε!
Καμιά φορά τα χνώτα των ανθρώπων ταιριάζουν με την πρώτη ματιά, αυτό συνέβη και με μας. Να μην τα πολυλογώ, βρεθήκαμε καθισμένες χάμω να συζητούμε τρώγοντας με τα χέρια τους εξαιρετικούς λουκουμάδες της.
Ήταν πωλήτρια, προϊσταμένη ορόφου για την ακρίβεια, σε κεντρικό πολυκατάστημα που έκλεισε πια, λόγω κρίσης και είχε μιαν κόρη, που την μεγάλωνε μόνη της.
"Είμαι ανύπαντρη μητέρα ξέρεις" μου είπε χαμηλώνοντας τα μάτια. "Μαγκιά σου", της απάντησα γελώνοντας.
" Μην νομίζεις πως έχεις και μεγάλη διαφορά από μένα που είμαι χωρισμένη με έναν γιο"
Όπως απεδείχθη και οι δυο μας κάναμε το μετέωρο, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, βήμα, μιας και είχαμε τις δουλειές μας, να αγοράσουμε με δανεικά έστω, τα σπίτια για τα παιδιά μας. Ναι, τότε δεν ξέραμε πως είναι έγκλημα καθοσιώσεως να γεννάς παιδιά χωρίς να έχεις εξασφαλίσει πρώτα, ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου. Οι συγγραφείς βλέπεις, τότε που αποφασίσαμε εμείς να γίνουμε μάνες, δεν μιλούσαν για τέτοια θέματα, είχανε σοβαρότερα πράγματα να κάνουν, ίσως επειδή δεν ήταν εύκολα εκείνη την εποχή και τα ταξίδια στη Βενεζουέλα και άλλους εξωτικούς προορισμούς ....
Η Μαρία έμεινε μαζί μου ως αργά τη νύχτα και με βοήθησε στην τακτοποίση του σπιτιού. Έκτοτε δεν συναντιόμασταν και πολύ συχνά, αφού και οι δυο δουλεύαμε συνήθως και υπερωρίες. Τα λέγαμε στο πόδι, όταν μου έφερνε τα απίθανα γλυκά της, ή όταν κατέβαινα εγώ, σπανίως, να βοηθήσω την μικρή της σε κανένα μάθημα αν τα εύρισκε μπαστούνια.. Σαν έχασε τη δουλειά της, στην αρχή γίναν οι επαφές μας πιο στενές, χωρίς γλυκάκια πια για λόγους οικονομίας. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και δεν μπορούσε να βρει άλλη δουλειά, τόσο κι ο χαρακτήρας της άλλαζε, μπορώ να πω πως με απέφευγε πια. Αυτά μέχρι την προπερασμένη Δευτέρα. Χάρηκα όταν την είδα στην πόρτα μου.
- Καλώς την, πέρασε. Καφεδάκι;
- Ναι, θα πιω ένα.
Ήρθε μαζί μου στην κουζίνα. Βιαζόταν να ξεφορτωθεί αυτό που την έτρωγε μέσα της.
-Κύταξε Νίκη, τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Υποχρεώθηκα να σταματήσω την μικρή από το φροντιστήριο αν και είναι τρίτη λυκείου φέτος κι έχει δυνατότητες, όπως ξέρεις. Το ταμείο ανεργίας τελειώνει. 'Οχι ότι έφτανε για να ζήσουμε, έχω μήνες να πληρώσω για το σπίτι στην τράπεζα, τη ΔΕΗ την δίνω με δόσεις, το τηλέφωνο κομμένο.
- Κι εγώ το ίδιο Μαρία μου, το τηλέφωνο μόνον φροντίζω να πληρώνω, χάριν του γιου μου.
- Μα θα τα χάσουμε τα σπίτια μας! Θα μας τα πάρουν! Τα μάτια της είχαν αρχίσει να νοτίζουν επικίνδυνα.
- Ας τα πάρουν, κορίτσι μου! Δεν θα σκάσουμε και για τα ντουβάρια! Να δούμε τι θα τα κάνουν τέτοια που είναι.
- Είναι τα σπίτια μας!
- Εμείς να είμαστε καλά και τα παιδιά μας.
- Και που θα πάω βρε Νίκη, αν το πάρουνε, άνεργη και με το κορίτσι μου να προετοιμάζεται για σπουδές; Στον δρόμο; Έχασα βλέπεις και τους γονείς μου νωρίς, ούτε αδέλφια έχω.
- Ελα βρε κουτή, δεν θα προλάβουν, θα πέσει αυτή η κυβέρνηση.
- Λες;
- Δεν αντέχουν, αν ξεσηκωθεί κι ο κόσμος λιγάκι.
- Μακάρι! Έφτασα στο σημείο, πάνω στην απελπισία μου, να ρίξω τα μούτρα μου στον πατέρα της μικρής. Ξέρει την ύπαρξή της, αλλά δεν την έχει συναντήσει ποτέ!
-Καλά έκανες. Και;
- Μου είπε όπως έστρωσα να κοιμηθώ. Εκείνος έχει την οικογένεια του που δεν πρέπει να μάθει τίποτα για το νόθο μου, - αλλιώς το αποκάλεσε - σχεδόν με απείλησε, ας τον άκουγα τότε και ας το έρριχνα! Ακούς; Να το έρριχνα!
- Τέτοιο καθήκι που είναι, καλύτερα που δεν το γνώρισε η Βάσω σου.
- 'Εχω κάτι χρυσαφικά από την μάνα μου.Θα έρθεις να πάμε μαζί να τα πουλήσω; Ντρέπομαι μόνη μου.
- Ακούς λέει! Θα έρθω.
- Την Τρίτη γυρίσαμε σχεδόν όλα τα σαράφικα, τίγκα η Θεσσαλονίκη. Κάναμε έρευνα αγοράς, αφού πρώτα ρωτήσαμε έναν φίλο μου κοσμηματοπώλη για την αξία τους. "Το λιγότερο θα ζητήσετε χίλια διακόσια" , μας συμβούλευσε. Κανείς τους δεν μας έδωσε πάνω από 500 και 450, αν τα άφηνε ως ενέχυρο. Στην δεύτερη περίπτωση μάλιστα, ένα πολυδιαφημιζόμενο ανταλλακτήριο ζητούσε πενήντα ευρώ τον μήνα για όσο καιρό θα έμεναν στην κατοχή του. Τοκογλυφία σκέτη, δηλαδή!
- Άσε Μαρία, να συνεχίσουμε κι αύριο.
- Δεν έχει νόημα. Μια ψυχή που είναι να βγεί, ας βγεί.
Τελικά τα άφησε αμανάτι σε κάποιον που ζητούσε 50 ευρώ για τέσσερεις μήνες. Με το πέρας όμως της προθεσμίας, τα κοσμήματα περνούσαν απευθείας στην κατοχή του.
Στην επιστροφή δώσαμε δύο ευρώ η καθεμιά κι αγοράσαμε από ένα μονό λαϊκό λαχείο, με διαφορετικούς αριθμούς.
Τα μεσάνυχτα η Βασούλα μου χτύπησε την πόρτα κλαίγοντας.
- Μόλις γύρισα από το σπίτι της φίλης μου που είχα πάει για διάβασμα. Η μαμά μου δεν είναι καλά. Δεν ξυπνάει.
Κατέβηκα τρέχοντας, ενώ από το κινητό έπαιρνα το ΕΚΑΒ. Θυμήθηκα πως την περασμένη εβδομάδα είχε πάει στον ΕΟΠΥ κι είχε ζητήσει να της γράψουν κάτι για να κοιμάται. Δύο ολόκληρες ταμπλέτες, άδειες, χωμένες κάτω από το μαξιλάρι της έπεσαν την ώρα που την σήκωναν οι τραυματιοφορείς. Ευτυχώς την προλάβαμε!
Αυτά την προπερασμένη Τρίτη, ξημερώνοντας Τετάρτη. Όλη την εβδομάδα κι εγώ και η κόρη της την είχαμε από κοντά. Την περασμένη Τρίτη, κατά τις δέκα η Μαρία, η παλιά Μαρία που ήξερα, ανέβηκε σπίτι μου λάμποντας ολόκληρη και κρατώντας, όπως στην πρώτη μας συνάντηση, ένα πιάτο λαχταριστούς λουκουμάδες.
Το μονό λαχείο της, που είχαμε αγοράσει παρέα, κέρδισε δύο χιλιάρικα. Θα μου πείτε σιγά τα λεφτά! Κι όμως για την Μαρια ήταν κάτι. Ένα σημάδι στο κάτω - κάτω, πως δεν πρέπει να χάνει την ελπίδα της...