Ο Ιπποκράτης, δεν μπορούσε να το πιστέψει! Τσιμπιότανε μοναχός του για να βεβαιωθεί πως ήταν ξυπνητός! Βρήκε δουλειά, επιτέλους, βρήκε δουλειααά!
της Νίκης Βίκου
Ανέβηκε τρέχοντας τις ανηφοριές ως το χαμόσπιτο που στέγαζε την οικογένεια του πέντε μήνες τώρα, στον ξένο τόπο. Λίγες δρασκελιές απέμειναν ως την εξώπορτα της κοινόχρηστης αυλής, που όμως αρνιότανε πεισματικά να τις κάνουν τα πόδια του, παρά τα είκοσι έξι μόλις χρόνια του.
Βλέπεις μόνον κανονικά δεν τρεφότανε, καιρό τώρα! Τα δυο- τρία μεροκάματα την βδομάδα, φτάνανε τσίμα - τσίμα για το νοίκι, το ρεύμα, το νερό και το φαγητό των δυο μικρών κοριτσιών του κι έτσι
οι τρεις μεγάλοι σχεδόν λιμοκτονούσαν.
Η Μάρω του με το μολύβι και το χαρτί στο χέρι, ολη μέρα, πάντως, έκανε το θαύμα της. Την έπιασε μια μέρα να μονολογεί:
"Αν πάρω σαπούνι, μακαρόνια και λάδι δεν φτάνουν με τίποτα, για βούτυρο ούτε για αστείο. Το σαπούνι είναι απαραίτητο, δεν θα βρωμίσουμε κι όλας, το ίδιο και το λάδι, μην πάθουν τα παιδιά μου αβιταμίνωση, όπως στην κατοχή. Να αγοράσω λοιπόν το ψωμί, το σαπούνι και 150 δράμια λάδι, τάχα για το καντήλι κι ας αφήσω τα μακαρόνια, πως να φαγωθούν άλλωστε χωρίς σάλτσα. Έχουμε λίγες πατάτες, θα τις κάνω τηγανιτές στις μικρές, που τους αρέσουν κιόλας."
Πάλι καλά που η κυρά Κωνσταντίνα, για ακόμη μια φορά,είχε τη σωτήρια ιδέα.
"Άκου", είπε στην κόρη της, τα παιδιά έχουν ανάγκη από γάλα κι εμείς κάτι να λιγδώσουμε το άντερό μας.
΄Εμαθα πως στην εκκλησία δίνουν τρόφιμα, από την αμερικάνική βοήθεια, θα πηγαίνουμε να παίρνουμε κι εμείς".
"Μα μαμά, ντρέπομαι"
"Να μην ντρέπεσαι καθόλου. Ποιος μας ξέρει στην Καβάλα πέρα από τη γειτονιά και τον θειό του άντρα σου, που μας κουβάλησε εδώ πέρα στην εσχατιά του Θεού και τώρα έχει την απαίτηση, να του ζητάμε αν - άκου άν - χρεαζόμαστε, κάτι, λες και δεν ξέρει, λες κι είμαστε ζήτουλες! Κανείς! Δεν θα πηγαίνουμε στην ενορία μας, έννοια σου, έχει κι άλλες ενορίες πιο μακρυά, θα περπατάμε λίγο παραπάνω, αλλά θα είμαστε άγνωστες μεταξύ αγνώστων. Σε άλλη εκκλησία εσύ, σε άλλη εγώ"
Έτσι εξασφαλίστηκε τουλάχιστον το γάλα, σκόνη βέβαια, αλλά γάλα και το τυρί, ένα πεντανόστιμο κίτρινο τυρί. Με αυτά τα δυό μεγάλωσαν εκείνα τα χρόνια σχεδόν όλα τα παιδιά της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Σε ένα δυο λεπτά, ήρθε η καρδιά του στη θέση της, ξεκόλλησε από το ντουβάρι και πριν ξαναρχίσει την πηλάλα, έκανε τον σταυρό του, μηχανικά - αν και καθόλου θρήσκος - προς την Παναγιά, που τον κοίταγε τόση ώρα ατάραχη, απ΄το προσκυνητάρι.
"Σ΄ευχαριστώ," της απηύθυνε τον λόγο, "σου χρωστώ ένα κεράκι, με τον πρώτο μου μισθό, δεν έχω τώρα, ξέρεις..."
Επιτέλους έφτασε, αδύνατον να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά από το τρέμουλο της υπερέντασης και την κούραση, του άνοιξε η γυναίκα του.
- Τατάκο, τί έπαθες; Είσαι καλά;
- Φέρε στον άνθρωπο πρώτα ένα ποτήρι νερό, άστονε να πάρει και μιαν ανάσα, μην τον αρπάζεις απ΄τα μούτρα! Κι εσύ, ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου και μην στέκεσαι όρθιος!
- Δεν προλαβαίνω, φεύγω, θα χάσω το λεωφορείο, πρέπει να είμαι ως το μεσημέρι στην Ξάνθη
- Γιατί;
- Στην Ξάνθη;
- Ναι, έπιασα δουλειά, στο ΚΤΕΛ, κανονική δουλειά, συνεχόμενη, μόνον που η έδρα είναι εκεί, θα χρειαστεί να μετακομίσουμε πάλι!
-Όπου γης πατρίς!
- Δόξα τω Θεώ!
Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις κι άρχισαν να χοροπηδούν σαν μικρά παιδιά. Τα δυο κοριτσάκια, παρά τα λίγα χρόνια τους διαισθάνθηκαν πως κάτι πολύ καλό συνέβη στο σπίτι τους και αγκάλιασαν κι αυτά τα πόδια των μεγάλων. Μπαμπάς και μαμά, πήραν από ένα στην αγκαλιά τους, ώσπου η γιαγιά έδωσε το παράγελμα.
- Έχουμε καιρό για αυτά. Φτάνει τώρα, θα αργήσεις, φέρε εδώ την μικρή.
-Ναι, πάω, έφυγα!
- Στάσου, πάρε κι αυτό, - του έβαλε ένα σάντουιτς με ψωμί κι αμερικάνικο τυρί στο χέρι - είσαι θεονήστικος.
- Αν δεν έρθω το βράδυ, μην ανησυχήσετε.
- Να ζητήσεις προκαταβολή και να πας σε ξενοδοχείο αγάπη μου. Μήν μείνεις στο δρόμο τη νύχτα, δεν είναι εδώ σαν τα μέρη μας.
- Άντε - άντε πήγαινε!
Βγήκαν μαζί του ως την αυλόπορτα, τις διπλοφίλησε και τις τέσσερεις, σα νάτανε να λείψει χρόνια κι έμειναν να τον καμαρώνουν, πότε κλαίγοντας, πότε γελώντας, πότε κουνώντας του τα χέρια, πότε σταυρώνοντας τον,να ροβολάει τον κατήφορο, ως την στάση. Ίσα που το πρόλαβε το υπεραστικό λεωφορείο.
Η κυρά Κοκονιώ, - νάτανε άραγε αυτό το πραγματικό όνομα της; -η νοικοκυρά τους, τους παρακολουθούσε από το μπαλκόνι της τόση ώρα με απορία. Περίεργη οικογένεια, σκέφτηκε.
Δεν άντεξε στο τέλος και χτύπησε την πόρτα τους.
- Περάστε, θέλετε κάτι;
- Συγνώμη, αλλά από ενδιαφέρον ρωτάω. Τι πάθατε;
Η κυρά Κωνσταντίνα, της χαμογέλασε,
- Έλα κυρά Κοκονιώ, κάθησε. θα σε κερνούσαμε καφέ, πρώτη φορά μας έκανες την τιμή, αλλά ....
- Μαμααά!
- Να φέρω εγώ, από πάνω.
-Α, γεια σου! και λίγη ζάχαρη αν θες, δανεικά, μέχρι να πληρωθεί ο γαμπρός μου.
Σε λίγο πίνανε σαν παλιές φιλενάδες το καφεδάκι τους, καθισμένες στις ψάθινες καρέκλες γύρω από το ξύλινο τραπέζι με το κεντητό τραπεζομάντηλο και η νοικοκυρά μάθαινε με ανοιχτό το στόμα και υγρά μάτια, για την πτώχευση της επιχείρησης με είδη προικός στην Αθήνα, - νάναι καλά ο Μαρκεζίνης και η υποτίμηση της δραχμής που έρριξε πολλές επιχειρήσεις έξω, ακόμη και το ΜΙΝΙΟΝ- , την περιπλάνηση της οικογένειας προς αναζήτηση δουλειάς στην μισή Ελλάδα, με τελευταίο σταθμό την Καβάλα, μετά από προσκληση του πλούσιου θείου.
- Τι να σας πώ! Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό, πως είχατε τόση ανάγκη! Πάντα καλοντυμένοι, πληρώνατε στην ώρα σας το νοίκι, άσε που είσαστε και συγγενείς του κυρίου Νίκου, που όσο νάναι, έχει τον τρόπο του. Σ΄έβλεπα κι εσένα κορίτσι μου απ΄ το παράθυρο, όποτε περνούσα, να κάνεις λογαριασμούς με το τεφτέρι και το μολύβι στο χέρι και σκεφτόμουνα, τί νοικοκυρά είναι αυτή, σέβεται τα λεφτά και τον κόπο του άντρα της. Χμ... Άρα, δεν είσαι έγκυος!
- Ορίστε;
- Θυμάσαι τότε που μου έφερες τα λεφτά και ζαλίστηκες από την μυρωδιά των ψαριών που τηγάνιζα; Μου είπες πως ήσουν έγκυος.
-Τι να σας πει, κυρία Κοκονιώ, ότι πεινούσε, να δώσουμε δικαιώματα σε ξένη γυναίκα, σας ξέραμε κι από παλιά μήπως;