Θέλω να πω ότι είναι μία από τις θεμελιωδέστερες προϋποθέσεις επιτυχίας οποιουδήποτε αγώνα για να σωθεί αυτή η χώρα και η Κύπρος.
Τις προάλλες μού τηλεφώνησε ένας φίλος από τη Γαλλία, ο Ζεράρ Φιλός, παλιός συνδικαλιστής με εξαιρετικά μαχητική παρουσία δεκαετιών στο εργατικό κίνημα, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, στην αριστερή πτέρυγα του οποίου είναι ενταγμένος. Τον ρώτησα τι ξέρει ο μέσος Γάλλος για την Ελλάδα. Απάντηση: ότι η Ελλάδα είναι ένα μπουρδέλο, για το οποίο πληρώνει ο ίδιος, ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, δεν πληρώνουν τους φόρους τους, το κράτος είναι διαλυμένο κ.λπ. Συνέχισα να επιμένω: «Πόσοι Γάλλοι καταλαβαίνουν τη σημασία αυτού που γίνεται στην Ελλάδα για το μέλλον του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους και της ευρωπαϊκής Δημοκρατίας;». Απάντηση: «Κανείς». «Μα», του λέω, «Ζεράρ, είναι σαν να μου λες ότι βρισκόμαστε, φέρ’ ειπείν, στην εποχή του Ισπανικού Εμφυλίου (1936-1939), έρχεται κάποιος και λέει ότι πρέπει να προσέξουμε γιατί, αν χάσουν οι Δημοκρατικοί, την έχουμε βάψει από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, και να του απαντάνε: “Μπα, γίνεται πόλεμος στην Ισπανία;”. Αυτό μου λες;». «Ναι», αποκρίνεται, «αυτό ακριβώς σου λέω». Τελευταία ερώτηση προς τον Ζεράρ: «Για την Κύπρο τι λένε στη Γαλλία;». Απάντηση: «Απολύτως τίποτα».
Ελληνική αφωνία
Για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια η απελπισία με κατέκλυσε. Καλά οι μνημονιακοί και οι απερίγραπτοι άνθρωποι «της τέχνης και των γραμμάτων», ξεφτίλα για μια χώρα που, αν μη τι άλλο, παρήγαγε έναν Καβάφη και έναν Ελύτη, έναν Βάρναλη κι έναν Ρίτσο, έναν Θεοδωράκη κι έναν Χατζηδάκη, για να καταλήξει σήμερα να αντιπροσωπεύεται από τη... Σώτη Τριανταφύλλου και τον Νίκο Δήμου, που έφτασαν πέρσι να καταπλήξουν το συντάκτη εντός άρθρου της MondeDiplomatique με την έμμεση συνηγορία τους στις γερμανικές επιθέσεις κατά της Ελλάδας. Οι αντιμνημονιακοί όμως; Είναι προφανώς αδύνατον να επιχειρήσουν να διακόψουν αύριο το Μνημόνιο χωρίς να ηττηθούν γρήγορα και να καταστραφούν, αν δεν έχουν δώσει προηγουμένως όχι μάχη, αλλά ολόκληρο πόλεμο για να αποκτήσουν –και η χώρα μαζί τους– συμμάχους στην Ευρώπη και στον κόσμο, για να διαφωτίσουν την ευρωπαϊκή και παγκόσμια κοινή γνώμη για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα.
Στις 3 Ιουλίου πήγα στη συνέντευξη που έδωσε στο υπουργείο Εξωτερικών ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γκίντο Βεστερβέλε, και του υπέβαλα την ακόλουθη ερώτηση: «Κύριε υπουργέ, καλώς ήρθατε στην Ελλάδα. Κι επειδή αναφερθήκατε στην Κασσάνδρα, να σας θυμίσω με την ευκαιρία ότι η Κασσάνδρα είχε δίκιο, δεν είχε άδικο. Σε αυτή τη χώρα, από τότε που άρχισε το πρόγραμμα βοήθειας, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν έχει μειωθεί κατά 23%, ποσοστό που είναι μεγαλύτερο από το μεγάλο κραχ του 1929-1933 στις ΗΠΑ και από αυτό που πέτυχε ο καγκελάριος Μπρούνινγκ στη Γερμανία πριν από την άνοδο του Χίτλερ εφαρμόζοντας ακριβώς την ίδια πολιτική. Η χώρα αυτή έχει ενάμισι εκατομμύριο ανέργους και θα χρειαστεί είκοσι με τριάντα χρόνια θυελλώδους ανάπτυξης για να ξαναγυρίσει εκεί που ήταν. Γνωρίζει μια πραγματική οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Τι άλλο θα μπορούσατε να κάνετε, αν θέλατε να καταστρέψετε τη χώρα και όχι να τη βοηθήσετε;».
Ο κ. Βεστερβέλε μου απήντησε ότι βλέπει στην ερώτησή μου μια έκκληση και εξέφρασε μια γενική όσο και αβάσιμη αισιοδοξία ότι τα πράγματα θα φτιάξουν αν εφαρμόσουμε το πρόγραμμα. Οι πολιτικοί είναι μαθημένοι να λένε πάντα κάτι, έως ότου χάσουν ή παραιτηθούν. Αλλά σημασία δεν είχαν τόσο τα λόγια, όσο η αίσθηση του σοκ που δημιουργήθηκε στο χώρο της συνέντευξης και δύσκολα θα μπορούσα να μεταφέρω σε γραπτό κείμενο. Ήταν σαν να μπήκε ξαφνικά η ελληνική πραγματικότητα στο χώρο ενός εικονικού, ελληνικού και ευρωπαϊκού δημόσιου πολιτικού λόγου, που χρησιμοποιεί όρους όπως «μεταρρυθμίσεις», «διαρθρωτικές αλλαγές», «πρόγραμμα διάσωσης» για να περιγράψει ένα πρόγραμμα καταστροφής ενός λαού, της οικονομίας και του κράτους του. Φανταστείτε τώρα αν τέτοια επιχειρήματα, τέτοιες ερωτήσεις, αλλά και σοβαρές εναλλακτικές, ακουγόντουσαν σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο, όπου εμφανίζονται εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, των ευρωπαϊκών αρχών, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ.
Ο ελληνικός λαός και τα δύο κράτη του κινδυνεύουν να πάνε άκλαυτοι στο τέλος, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, γιατί ουδείς τον υπερασπίζεται διεθνώς και από το τι γίνεται διεθνώς εξαρτάται το 50% τουλάχιστον, αν όχι πολύ περισσότερο του προβλήματός μας. Το παράδοξο όμως είναι ότι εξαρτώμεθα από το διεθνές περιβάλλον όσο ποτέ άλλοτε στην Ιστορία μας, ταυτόχρονα όμως είμαστε όσο ποτέ άλλοτε αυστηρά προσηλωμένοι στο εθνικό, «επαρχιακό» μας πλαίσιο, ανίκανοι να κατανοήσουμε και να επικοινωνήσουμε με το περιβάλλον, ιδανικά, δηλαδή, πειραματόζωα, σαν ποντικάκια που όχι μόνο μας έβαλαν σε κουτάκια, μπήκανε και στο μυαλό μας ακόμα να μας σπρώξουν μόνους μας στην καταστροφή, με το συμφερότερο γι’ αυτούς τρόπο.
Πώς κερδίζονται οι πόλεμοι
Δεν θέλω να πω ότι μια κινητοποίηση υπέρ της Ελλάδας και της Κύπρου θα άλλαζε την ευρωπαϊκή πολιτική. Θέλω να πω ότι είναι μία από τις θεμελιωδέστερες προϋποθέσεις επιτυχίας οποιουδήποτε αγώνα για να σωθεί αυτή η χώρα και η Κύπρος. Η Γιουγκοσλαβία δεν ηττήθηκε όταν τη βομβάρδισε το ΝΑΤΟ. Ηττήθηκε γιατί ο Μιλόσεβιτς είπε στον Μλάντιτς να μην μπει στο Σαράγεβο, αυτός κάθισε στους τριγύρω λόφους και, κάπου κάπου, έριχνε και κανέναν όλμο. Πήγαιναν εκεί οι δυτικές τηλεοράσεις και κατέστρεφαν καθημερινά την εικόνα της Γιουγκοσλαβίας, δημιουργώντας την απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνουν οι βομβαρδισμοί. Ο Καντάφι έχασε προτού καν του επιτεθούν, όταν οι δυτικές τηλεοράσεις άρχισαν να ουρλιάζουν ότι θα σφάξει ένα εκατομμύριο ανθρώπους στη Βεγγάζη – ουδείς σημείωσε ότι ως αποτέλεσμα της επέμβασης για τη «σωτηρία» τους καταστράφηκε η Λιβύη, όπως προηγουμένως η Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ. Αντιστρόφως, οι πόλεμοι του Βιετνάμ και της Αλγερίας κερδήθηκαν εξίσου στο πεδίο της μάχης και στους δρόμους της Αμερικής και της Ευρώπης. Και αν οι ΗΠΑ κατέλαβαν τελικά το Ιράκ, κατέβαλαν όμως ισχυρότατο και καθαρά στρατιωτικό τίμημα ακόμα, γιατί οι τότε ηγεσίες της Γερμανίας και της Γαλλίας αντιτάχθηκαν στον πόλεμο, υποστηριζόμενες από τεράστιο ποσοστό της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
Στην Ελλάδα και στην Κύπρο δεν έχουμε βομβαρδισμούς, έχουμε όμως οικονομικό πόλεμο και του οικονομικού προηγήθηκε και τον συνοδεύει πάντα ο «επικοινωνιακός», «πληροφορικός», ακόμα πιο σημαντικός και από τον καθεαυτό οικονομικό. Είναι τραγικό και απαράδεκτο να έχουν μείνει Ελλάδα και Κύπρος χωρίς φωνή διεθνώς, πλην της φωνής της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ τους, αποφασισμένης, μεταξύ του έθνους τους και των Πιστωτών, να διαλέξουν ανεπιφύλακτα τους δεύτερους – και, μάλιστα, δίπλα στις τρόικες των πιστωτών διακρίνονται όλο και καθαρότερα οι ακόμα πιο απειλητικές γεωπολιτικές τριάδες, οι Εγγλέζοι, οι Αμερικανοί, η χρηματιστική ολιγαρχία, έτοιμοι να εκμεταλλευτούν την καταστροφή της οικονομίας και της Δημοκρατίας, ανέλπιστη ευκαιρία για την τελική, γεωπολιτική καταστροφή του ελλαδικού και κυπριακού κράτους. Στην ειδική, μάλιστα, περίπτωση της Κύπρου, η Γεωπολιτική Τρόικα (ΗΠΑ - Βρετανία - Χρήμα) ετοιμάζεται να πάρει το νησί, με τις υπογραφές μάλιστα της ηγεσίας του. Η ίδια Τρόικα εκπροσωπούνταν από τους «τρεις ξένους δικαστές» στην εξουσία των οποίων το Σχέδιο Ανάν απέδιδε την Κυπριακή Δημοκρατία.
Διερωτάται κανείς γιατί ο Αρχιεπίσκοπος δεν απευθύνεται τρία και πλέον χρόνια τώρα στις Εκκλησίες της Ευρώπης και του κόσμου, εξηγώντας τους ότι το πρόγραμμα που επεβλήθη στην Ελλάδα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τις κυβερνήσεις της ΕΕ και την ΕΚΤ καταστρέφει τη χώρα και τον ελληνικό λαό, είναι το πιο αποτυχημένο πρόγραμμα ως πρόγραμμα σωτηρίας, το πιο επιτυχές ως πρόγραμμα καταστροφής στην Ιστορία του σύγχρονου καπιταλισμού. Γιατί οι κοινωνικές κατηγορίες που πλήττονται δεν απευθύνονται στους συναδέλφους τους στην Ευρώπη; Διαμαρτύρεται καθεμία κατηγορία ξεχωριστά, αλλά αυτές οι διαμαρτυρίες μπορούν να έχουν περιορισμένο αποτέλεσμα αν δεν προκαλέσουν εξέγερση. Γιατί δεν απευθύνονται στους «ομολόγους» τους, εξηγώντας ότι αυτό το πρόγραμμα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα έχει αυτές κι αυτές τις συνέπειες, που περιγράφουν και το δικό τους μέλλον.
Γιατί, επιτέλους, δεν οργανώνεται μια διεθνής εκστρατεία κατά του Μνημονίου, ανάλογη, π.χ., με αυτή που οργανώθηκε διεθνώς εναντίον της απριλιανής δικτατορίας και απομόνωσε; Στο κάτω κάτω της γραφής, το τι έγινε και θα γίνει στην Ελλάδα και στην Κύπρο έχει τεράστια σημασία για το μέλλον όλης της Ευρώπης, είμαστε το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο. Ούτε φτάνουν οι κριτικές της «λιτότητας», που μπορεί να γίνουν και αντιπαραγωγικές. Εδώ δεν έχουμε λιτότητα, έχουμε γενοκτονία, κοινωνικό ολοκαύτωμα, καταστροφή της Δημοκρατίας, δύο κρατών και ενός έθνους, εντέλει και του ίδιου του ευρωπαϊκού σχεδίου. Πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Ιδίως όσοι επιθυμούν να διακόψουν το Μνημόνιο οφείλουν να αποκτήσουν επίγνωση της κατάστασης, και εσωτερικά και διεθνώς, και να δράσουν ανάλογα και κατεπειγόντως.