Του Μιχάλη Τζανάκη
Κάποτε κάποιος περαστικός είδε ένα παιδί να κλαίει και το ρώτησε τι ακριβώς το βασάνιζε. «Να, είχα δυο γρόσια για να πάω σινεμά αλλά ήρθε ένα αγόρι κι άρπαξε το ένα απ’ το χέρι μου», αποκρίθηκε το παιδί κι έδειξε ένα άλλο αγόρι που στεκόταν λίγο παραπέρα.
«Καλά και δε φώναξες βοήθεια;» ρώτησε ο άνθρωπος.
«Πως, φώναξα», είπε το παιδί κι άρχισε τώρα να κλαίει λίγο πιο δυνατά. «Και δε σ’ άκουσε κανένας;» ξαναρώτησε τώρα ο άνθρωπος και χάιδεψε στοργικά το παιδί. «Όχι», αποκρίθηκε εκείνο κλαίγοντας μ’ αναφιλητά. «Δεν μπορείς να φωνάξεις πιο δυνατά;» ρώτησε ο άνθρωπος. «Όχι», αποκρίθηκε το παιδί που βλέποντας τον άνθρωπο να χαμογελάει είχε αρχίσει πάλι να ελπίζει. «Τότε δώσε μου και τα’ άλλο», είπε ο άνθρωπος. Άρπαξε και το τελευταίο γρόσι του παιδιού και συνέχισε ξένοιαστος το δρόμο του…
Είναι προφανές πως, όταν ο Μπέρτολντ Μπρεχτ έγραφε το παραπάνω σύντομο διήγημα δεν είχε υπόψη του πως στη θέση του μικρού παιδιού που το κλέβουν τόσο ωμά και χυδαία, αλλά ανυπεράσπιστο καθώς είναι, ζητά βοήθεια και προστασία από άλλον κλέφτη, θα βρισκόταν μια χώρα, που κατά σύμπτωση ενέπνευσε όλες εκείνες τις αξίες που υπηρέτησε και ο ίδιος ο Μπρεχτ.
Το μοιραίο λάθος αυτής της χώρας είναι πως δεν υψώνει στεντόρεια φωνή την ώρα ακριβώς που της παίρνουν τα «γρόσια» μέσα απ’ τα χέρια της. Αλλά κι όταν καλεί σε βοήθεια το κάνει σε λάθος πρόσωπο. Αναζητά βοήθεια σ’ άλλον «κλέφτη» και κυκλωμένη από ανήθικους και χυδαίους ανθρώπους παρακολουθεί ακριβώς να συντελείται η «κλοπή».
Κάποιος θα αντιτείνει: «και τι μπορεί να κάνει ένα μικρό παιδί εν μέσω κλεφτών και λωποδυτών που το κυκλώνουν;»
O Άγγλος φιλόσοφος, Τόμας Χόμπς, υποστήριξε ότι το κύριο και καθοριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης είναι ο εγωισμός ή η ορμή της αυτοσυντήρησης, η οποία αποτελεί μία απλή και αυτόνομη αρχή για την εξήγηση όλων των βουλητικών εκδηλώσεων. Για να το πούμε πιο απλά, αναφέρθηκε στο «ένστικτο της αυτοσυντήρησης». Στην περίπτωση του δικού μας «παιδιού», της Ελλάδας, οι απόψεις του φιλόσοφου δε βρίσκουν εφαρμογή. Καμιά προσπάθεια άμυνας απέναντι στους «ληστές». Το «παιδί –Ελλάδα», αντιδρά ακριβώς όπως το παιδί του διηγήματος που χαμογελάει ελπίζοντας στον επίδοξο «ληστή», κι απογοητευμένο γι άλλη μια φορά παρακολουθεί αμήχανο να του παίρνουν και το τελευταίο «γρόσι», που στην προκειμένη περίπτωση δεν το ‘χει για να πάει σινεμά, αλλά για να φάει ψωμί.
Η «ελπίδα» που δίνεται από κάποιον που αποδεδειγμένα είναι «ψεύτης» και «κλέφτης» δεν είναι τίποτα άλλο εκ μέρους του «αδύναμου» ληστευόμενου από παραδοχή υποτέλειας, από παραίτηση έστω κι αυτού του απονενοημένου διαβήματος να κρατηθεί ζωντανός.
Ίσως –και μακάρι δηλαδή-το «παιδί» να γίνει «άντρας» και ν’ αμυνθεί απέναντι στους «ληστές» του πριν του πάρουν και το τελευταίο γρόσι. Μακάρι να πάψει να προσπαθεί ν’ αντιμετωπίζει τους «κλέφτες», καλώντας σε βοήθεια άλλους «κλέφτες».
Κάποτε κάποιος περαστικός είδε ένα παιδί να κλαίει και το ρώτησε τι ακριβώς το βασάνιζε. «Να, είχα δυο γρόσια για να πάω σινεμά αλλά ήρθε ένα αγόρι κι άρπαξε το ένα απ’ το χέρι μου», αποκρίθηκε το παιδί κι έδειξε ένα άλλο αγόρι που στεκόταν λίγο παραπέρα.
«Καλά και δε φώναξες βοήθεια;» ρώτησε ο άνθρωπος.
«Πως, φώναξα», είπε το παιδί κι άρχισε τώρα να κλαίει λίγο πιο δυνατά. «Και δε σ’ άκουσε κανένας;» ξαναρώτησε τώρα ο άνθρωπος και χάιδεψε στοργικά το παιδί. «Όχι», αποκρίθηκε εκείνο κλαίγοντας μ’ αναφιλητά. «Δεν μπορείς να φωνάξεις πιο δυνατά;» ρώτησε ο άνθρωπος. «Όχι», αποκρίθηκε το παιδί που βλέποντας τον άνθρωπο να χαμογελάει είχε αρχίσει πάλι να ελπίζει. «Τότε δώσε μου και τα’ άλλο», είπε ο άνθρωπος. Άρπαξε και το τελευταίο γρόσι του παιδιού και συνέχισε ξένοιαστος το δρόμο του…
Είναι προφανές πως, όταν ο Μπέρτολντ Μπρεχτ έγραφε το παραπάνω σύντομο διήγημα δεν είχε υπόψη του πως στη θέση του μικρού παιδιού που το κλέβουν τόσο ωμά και χυδαία, αλλά ανυπεράσπιστο καθώς είναι, ζητά βοήθεια και προστασία από άλλον κλέφτη, θα βρισκόταν μια χώρα, που κατά σύμπτωση ενέπνευσε όλες εκείνες τις αξίες που υπηρέτησε και ο ίδιος ο Μπρεχτ.
Το μοιραίο λάθος αυτής της χώρας είναι πως δεν υψώνει στεντόρεια φωνή την ώρα ακριβώς που της παίρνουν τα «γρόσια» μέσα απ’ τα χέρια της. Αλλά κι όταν καλεί σε βοήθεια το κάνει σε λάθος πρόσωπο. Αναζητά βοήθεια σ’ άλλον «κλέφτη» και κυκλωμένη από ανήθικους και χυδαίους ανθρώπους παρακολουθεί ακριβώς να συντελείται η «κλοπή».
Κάποιος θα αντιτείνει: «και τι μπορεί να κάνει ένα μικρό παιδί εν μέσω κλεφτών και λωποδυτών που το κυκλώνουν;»
O Άγγλος φιλόσοφος, Τόμας Χόμπς, υποστήριξε ότι το κύριο και καθοριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης είναι ο εγωισμός ή η ορμή της αυτοσυντήρησης, η οποία αποτελεί μία απλή και αυτόνομη αρχή για την εξήγηση όλων των βουλητικών εκδηλώσεων. Για να το πούμε πιο απλά, αναφέρθηκε στο «ένστικτο της αυτοσυντήρησης». Στην περίπτωση του δικού μας «παιδιού», της Ελλάδας, οι απόψεις του φιλόσοφου δε βρίσκουν εφαρμογή. Καμιά προσπάθεια άμυνας απέναντι στους «ληστές». Το «παιδί –Ελλάδα», αντιδρά ακριβώς όπως το παιδί του διηγήματος που χαμογελάει ελπίζοντας στον επίδοξο «ληστή», κι απογοητευμένο γι άλλη μια φορά παρακολουθεί αμήχανο να του παίρνουν και το τελευταίο «γρόσι», που στην προκειμένη περίπτωση δεν το ‘χει για να πάει σινεμά, αλλά για να φάει ψωμί.
Η «ελπίδα» που δίνεται από κάποιον που αποδεδειγμένα είναι «ψεύτης» και «κλέφτης» δεν είναι τίποτα άλλο εκ μέρους του «αδύναμου» ληστευόμενου από παραδοχή υποτέλειας, από παραίτηση έστω κι αυτού του απονενοημένου διαβήματος να κρατηθεί ζωντανός.
Ίσως –και μακάρι δηλαδή-το «παιδί» να γίνει «άντρας» και ν’ αμυνθεί απέναντι στους «ληστές» του πριν του πάρουν και το τελευταίο γρόσι. Μακάρι να πάψει να προσπαθεί ν’ αντιμετωπίζει τους «κλέφτες», καλώντας σε βοήθεια άλλους «κλέφτες».