Αυτή η φράση από τον "Ζαρατούστρα" του Νίτσε, από το κεφάλαιο με τίτλο "Το νέο είδωλο", είναι ιδιαίτερα επίκαιρη.
Και τούτο, διότι παντού οι υπερβάσεις στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική παρέμβαση του κράτους, εξουδετερώνουν τον πολίτη και μαζοποιούν το άτομο, το οποίο από συστατικό , αλλά αυτόνομο στοιχείο της κοινωνίας, μεταβάλλεται σε πειθήνιο όργανο της εξουσίας μιας απρόσωπης και επεκτατικής γραφειοκρατίας.
του Στέλιου Συρμόγλου
Μιας γραφειοκρατίας, εξάλλου, που με τη βοήθεια και συμπαράσταση της εκάστοτε αρχής, εξισώνει τα πάντα πρός τα κάτω, εκχυδαίζει θεμελιακούς θεσμούς της πολιτικής κοινωνίας και αντί να κυβερνά ανθρώπινες κοινότητες, ελέγχει και κατευθύνει μάζες. Αυτό δε, το κάνει κάτω από συνθήκες που η ίδια δημιουργεί και που διευκολύνουν την εδραίωση της εξουσίας της. Μοιραία λοιπόν η ισοπέδωση του ατόμου από τη γραφειοκρατική μηχανή, περιορίζει τα όρια της αντίστασης του κοινωνικού ιστού στην κρατική αυθαιρεσία. Κονιορτοποιεί το δικαίωμα της διαφοράς του προσώπου έναντι της κοινωνίας και τελικά μετατρέπει τη δημοκρατία σε μασκαράτα άβουλων και ανεύθυνων υπηκόων.
Με τη πάροδο του χρόνου, ωστόσο, όλο και συνειδητοποιείται στις προηγμένες κοινωνίες ότι πρώτη και έσχατη πραγματικότητα, αρχή και τέλος της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι το άτομο. Το άτομο μπορεί να ανήκει σε μια κοινωνική ομάδα ή ακόμη σε πολλά κοινωνικά σύνολα, αλλά οι ιδιότητές του αυτές δεν αφαιρούν τίποτα από το δικαίωμά του να διαφέρει από τους άλλους. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, κάθε πράγμα στη ζωή μας βιώνεται υπό τη μορφή της ατομικής και όχι της συλλογικής εμπειρίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινωνιολογισμός που στη δεκαετία του '60 κυριαρχούσε στη Δύση και δεν έβλεπε τον άνθρωπο, παραμόνο σαν μέλλος μιας συλλογικής ομάδας, στις σημερινές συνθήκες είναι ξεπερασμένος και ανεδαφικός.
Οπως γράφει και ο Γκι Σορμάν στο βιβλίο του "Η φιλελεύθερη λύση", στις σύγχρονες δημοκρατίες σήμανε η "ώρα του τέλους των μαζών". Η απομαζικοποίηση λοιπόν αποτελεί σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό ζητούμενο και γεγονός, που προβληματίζει τους κοινωνιολόγους και προκαλεί τους φιλόσοφους. Και από την προιούσα απομαζικοποίηση των κοινωνιών, επηρεάζονται τόσο οι κοινωνικοί οργανισμοί μιας χώρας, όσο και οι θεσμοί της. Ακόμη περισσότερο, όμως, τα ιδεολογικά σχήματα και συτήματα, που ευνοούσαν το φετιχισμό της μάζας, όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στο καινούργιο, αλλά είναι και ανίκανα να προσαρμοστούν στις νέες διανοητικές συνθήκες.
Κατά το μέτρο δε που θα ξεχνάμε, όπως λέει και ο Ζαν Φρανσουά Ρεβέλ, ότι πρίν απ' όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι βασικά ατομικά δικαιώματα, ο ολοκληρωτισμός και ο αυταρχισμός θα προσβάλουν το άτομο, θα το εκμηδενίζουν και θα τείνουν στη δημιουργία ενός κλειστού σύμπαντος, με περιορισμένους ορίζοντες εξέλιξης και γνώσης. Από την άποψη αυτή, το σημείο που διαχωρίζει τη σύγχρονη δημοκρατία από αυτή της μονοτονίας και της ισοπέδωσης έγκειται στην αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων, ως κυρίραχων και απαραβίαστων.
Οπως δεν αξίζει τον κόπο να υπάρχει η πρώτη ελευθερία, η συμμετοχική δηλαδή, αν αυτό συνεπάγεται την καταστροφή της δεύτερης, δηλαδή της ατομικής ανεξαρτησίας. Αυτή τη διαφορά ανακαλύπτουν πλέον οι πολίτες των ελεύθερων κρατών, χωρίς κάτι παρόμοιο να συμβαίνει και στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας. Και ενώ η τελευταία επεκτείνει τις δυνατότητες της για ελεύθερες επιλογές και αυθαίρετες αποφάσεις, δεν ανέχεται το ίδιο και στο επίπεδο του ατόμου.
Ελαυνόμενος από ένα διάστροφο αίτημα απόλυτης ισότητας, ο κρατισμός στοιχειοθέτησε στις ανοικτές κοινωνίες μια τερατώδη ορθοπεδική συσκευή, η οποία τείνει να κανονίζει τα ακανόνιστα και να εξομοιώνει τα ανόμοια, να καταργεί τις αποχρώσεις και να παραμορφώνει τις ατομικές διαφορές , κατά τρόπο συρρικνωτικό για τη δημοκρατική λειτουργία και ισοπεδωτικό για την έννοια του προσώπου.
Η ελευθερία εξάλλου δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτά που τα άτομα έχουν το δικαίωμα να κάνουν και που η κοινωνία δεν έχει το δικαίωμα να εμποδίσει. Και το άτομο μπορεί να επιλέγει τους στόχους που θέλει στη ζωή του, χωρίς να υπόκειται σε καταναγκασμούς, εκτός από τους περιορισμούς που επιβάλλουν τα δικαιώματα των άλλων ατόμων.
Και τούτο, διότι παντού οι υπερβάσεις στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική παρέμβαση του κράτους, εξουδετερώνουν τον πολίτη και μαζοποιούν το άτομο, το οποίο από συστατικό , αλλά αυτόνομο στοιχείο της κοινωνίας, μεταβάλλεται σε πειθήνιο όργανο της εξουσίας μιας απρόσωπης και επεκτατικής γραφειοκρατίας.
του Στέλιου Συρμόγλου
Μιας γραφειοκρατίας, εξάλλου, που με τη βοήθεια και συμπαράσταση της εκάστοτε αρχής, εξισώνει τα πάντα πρός τα κάτω, εκχυδαίζει θεμελιακούς θεσμούς της πολιτικής κοινωνίας και αντί να κυβερνά ανθρώπινες κοινότητες, ελέγχει και κατευθύνει μάζες. Αυτό δε, το κάνει κάτω από συνθήκες που η ίδια δημιουργεί και που διευκολύνουν την εδραίωση της εξουσίας της. Μοιραία λοιπόν η ισοπέδωση του ατόμου από τη γραφειοκρατική μηχανή, περιορίζει τα όρια της αντίστασης του κοινωνικού ιστού στην κρατική αυθαιρεσία. Κονιορτοποιεί το δικαίωμα της διαφοράς του προσώπου έναντι της κοινωνίας και τελικά μετατρέπει τη δημοκρατία σε μασκαράτα άβουλων και ανεύθυνων υπηκόων.
Με τη πάροδο του χρόνου, ωστόσο, όλο και συνειδητοποιείται στις προηγμένες κοινωνίες ότι πρώτη και έσχατη πραγματικότητα, αρχή και τέλος της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι το άτομο. Το άτομο μπορεί να ανήκει σε μια κοινωνική ομάδα ή ακόμη σε πολλά κοινωνικά σύνολα, αλλά οι ιδιότητές του αυτές δεν αφαιρούν τίποτα από το δικαίωμά του να διαφέρει από τους άλλους. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, κάθε πράγμα στη ζωή μας βιώνεται υπό τη μορφή της ατομικής και όχι της συλλογικής εμπειρίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινωνιολογισμός που στη δεκαετία του '60 κυριαρχούσε στη Δύση και δεν έβλεπε τον άνθρωπο, παραμόνο σαν μέλλος μιας συλλογικής ομάδας, στις σημερινές συνθήκες είναι ξεπερασμένος και ανεδαφικός.
Οπως γράφει και ο Γκι Σορμάν στο βιβλίο του "Η φιλελεύθερη λύση", στις σύγχρονες δημοκρατίες σήμανε η "ώρα του τέλους των μαζών". Η απομαζικοποίηση λοιπόν αποτελεί σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό ζητούμενο και γεγονός, που προβληματίζει τους κοινωνιολόγους και προκαλεί τους φιλόσοφους. Και από την προιούσα απομαζικοποίηση των κοινωνιών, επηρεάζονται τόσο οι κοινωνικοί οργανισμοί μιας χώρας, όσο και οι θεσμοί της. Ακόμη περισσότερο, όμως, τα ιδεολογικά σχήματα και συτήματα, που ευνοούσαν το φετιχισμό της μάζας, όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στο καινούργιο, αλλά είναι και ανίκανα να προσαρμοστούν στις νέες διανοητικές συνθήκες.
Κατά το μέτρο δε που θα ξεχνάμε, όπως λέει και ο Ζαν Φρανσουά Ρεβέλ, ότι πρίν απ' όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι βασικά ατομικά δικαιώματα, ο ολοκληρωτισμός και ο αυταρχισμός θα προσβάλουν το άτομο, θα το εκμηδενίζουν και θα τείνουν στη δημιουργία ενός κλειστού σύμπαντος, με περιορισμένους ορίζοντες εξέλιξης και γνώσης. Από την άποψη αυτή, το σημείο που διαχωρίζει τη σύγχρονη δημοκρατία από αυτή της μονοτονίας και της ισοπέδωσης έγκειται στην αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων, ως κυρίραχων και απαραβίαστων.
Οπως δεν αξίζει τον κόπο να υπάρχει η πρώτη ελευθερία, η συμμετοχική δηλαδή, αν αυτό συνεπάγεται την καταστροφή της δεύτερης, δηλαδή της ατομικής ανεξαρτησίας. Αυτή τη διαφορά ανακαλύπτουν πλέον οι πολίτες των ελεύθερων κρατών, χωρίς κάτι παρόμοιο να συμβαίνει και στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας. Και ενώ η τελευταία επεκτείνει τις δυνατότητες της για ελεύθερες επιλογές και αυθαίρετες αποφάσεις, δεν ανέχεται το ίδιο και στο επίπεδο του ατόμου.
Ελαυνόμενος από ένα διάστροφο αίτημα απόλυτης ισότητας, ο κρατισμός στοιχειοθέτησε στις ανοικτές κοινωνίες μια τερατώδη ορθοπεδική συσκευή, η οποία τείνει να κανονίζει τα ακανόνιστα και να εξομοιώνει τα ανόμοια, να καταργεί τις αποχρώσεις και να παραμορφώνει τις ατομικές διαφορές , κατά τρόπο συρρικνωτικό για τη δημοκρατική λειτουργία και ισοπεδωτικό για την έννοια του προσώπου.
Η ελευθερία εξάλλου δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτά που τα άτομα έχουν το δικαίωμα να κάνουν και που η κοινωνία δεν έχει το δικαίωμα να εμποδίσει. Και το άτομο μπορεί να επιλέγει τους στόχους που θέλει στη ζωή του, χωρίς να υπόκειται σε καταναγκασμούς, εκτός από τους περιορισμούς που επιβάλλουν τα δικαιώματα των άλλων ατόμων.