Του Θανάση Νικολαΐδη
ΕΧΕΙ ο έλληνας τις αρετές του. Αποκάλυψε την ψυχή του η κρίση και μοιράζεται τη δυστυχία του πεινασμένου. Όταν και αν η ανάγκη του χτυπήσει την πόρτα, ανοίγει κι αυτός την αγκαλιά του.
ΩΣΤΟΣΟ, δεν είναι όλες οι μέρες και οι νύχτες στιγμές ανάγκης και μοιρασμένης λύπης για να’ ναι μισή. Τα αισθήματα πρέπει να είναι διαρκείας και η ψυχή χωρίς τα σκαμπανεβάσματα των περιστάσεων. «Αν θέλεις ειρήνη, προπαρασκευάζου δια πόλεμον» και το αγνοήσαμε επιδεικτικά, προτιμώντας τον ρόλο των «μωρών παρθένων».
ΔΕΝ πειθαρχώ, δεν πειθαρχείς και παράτα το κορόιδα στη δυστυχία. Με τον φόβο και τις φοβίες τους. Και πέρασε στα κύτταρά μας της κλεφτουριάς (επί Τουρκοκρατίας) η αντίληψη, προσαρμόστηκε με τις εποχές κι έφτασε στις μέρες μας σαν αντίσταση, με τον χαρακτήρα της ηρωικής πράξης.
ΣΤΟ ίδιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, κάποτε, βρέθηκαν άγγλοι, γάλλοι και μερικοί έλληνες. Ένα παγούρι νερό τη μέρα για όλες τις ανάγκες τους και οι «κουτόφραγκοι» είχαν (λιγοστό) περίσσευμα, την άλλη μέρα. Ο έλληνας συγκρατούμενος το έπινε απ’ την πρώτη ώρα απολαμβάνοντας μονομιάς το αγαθό της φύσης. Κι ύστερα; Τι ύστερα. Έκλεβε του διπλανού (κουτόφραγκου) το παγούρι!
ΚΑΙ πώς να πειθαρχήσει ο (νεο)έλληνας που η Πολιτεία και το Κράτος αδιαφόρησαν, γιατί έτσι βόλευε κυβερνώντες και κυβερνώμενους; Αντίθετα. Με την ανοχή (και την κρυφή παρότρυνση) της εξουσίας, ο μαθητής μάντρωνε την παλικαριά του στα σχολεία των καταλήψεων και ο διαδηλωτής-επαναστάτης ανέμιζε το λάβαρό του σαν δείγμα λευτεριάς.
ΗΡΘΑΝ μέρες δύσκολες και δεν παίζεις με το κρύο και την παγωνιά. Η (συν)κυβέρνηση τα’ κανε θάλασσα με…πετρέλαια και λαθρέμπορους που θα τους φόραγε χειροπέδες. Σε μιαν Ελλάδα που δεν υπάρχει αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη Κράτους και πολιτών.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ένας λαός απειθάρχητος (απείθαρχος από…κούνια) καλείται να «ρεγουλάρει» τζάκια με καύσιμο κάθε λογής, ακόμα και…λάστιχα). Τζάμπα κόπος και ελπίδα. Καθένας τη δουλειά του όπως έμαθε, και η ζωή συνεχίζεται. Με το «νέφος» να πνίγει (ιδίως) τις μεγαλουπόλεις. Με τον εφιάλτη πάνω απ’ τα κεφάλια μας και διάχυτη την αντίληψη πως η πειθαρχία είναι σκλαβιά.
ΕΧΕΙ ο έλληνας τις αρετές του. Αποκάλυψε την ψυχή του η κρίση και μοιράζεται τη δυστυχία του πεινασμένου. Όταν και αν η ανάγκη του χτυπήσει την πόρτα, ανοίγει κι αυτός την αγκαλιά του.
ΩΣΤΟΣΟ, δεν είναι όλες οι μέρες και οι νύχτες στιγμές ανάγκης και μοιρασμένης λύπης για να’ ναι μισή. Τα αισθήματα πρέπει να είναι διαρκείας και η ψυχή χωρίς τα σκαμπανεβάσματα των περιστάσεων. «Αν θέλεις ειρήνη, προπαρασκευάζου δια πόλεμον» και το αγνοήσαμε επιδεικτικά, προτιμώντας τον ρόλο των «μωρών παρθένων».
ΔΕΝ πειθαρχώ, δεν πειθαρχείς και παράτα το κορόιδα στη δυστυχία. Με τον φόβο και τις φοβίες τους. Και πέρασε στα κύτταρά μας της κλεφτουριάς (επί Τουρκοκρατίας) η αντίληψη, προσαρμόστηκε με τις εποχές κι έφτασε στις μέρες μας σαν αντίσταση, με τον χαρακτήρα της ηρωικής πράξης.
ΣΤΟ ίδιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, κάποτε, βρέθηκαν άγγλοι, γάλλοι και μερικοί έλληνες. Ένα παγούρι νερό τη μέρα για όλες τις ανάγκες τους και οι «κουτόφραγκοι» είχαν (λιγοστό) περίσσευμα, την άλλη μέρα. Ο έλληνας συγκρατούμενος το έπινε απ’ την πρώτη ώρα απολαμβάνοντας μονομιάς το αγαθό της φύσης. Κι ύστερα; Τι ύστερα. Έκλεβε του διπλανού (κουτόφραγκου) το παγούρι!
ΚΑΙ πώς να πειθαρχήσει ο (νεο)έλληνας που η Πολιτεία και το Κράτος αδιαφόρησαν, γιατί έτσι βόλευε κυβερνώντες και κυβερνώμενους; Αντίθετα. Με την ανοχή (και την κρυφή παρότρυνση) της εξουσίας, ο μαθητής μάντρωνε την παλικαριά του στα σχολεία των καταλήψεων και ο διαδηλωτής-επαναστάτης ανέμιζε το λάβαρό του σαν δείγμα λευτεριάς.
ΗΡΘΑΝ μέρες δύσκολες και δεν παίζεις με το κρύο και την παγωνιά. Η (συν)κυβέρνηση τα’ κανε θάλασσα με…πετρέλαια και λαθρέμπορους που θα τους φόραγε χειροπέδες. Σε μιαν Ελλάδα που δεν υπάρχει αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη Κράτους και πολιτών.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ένας λαός απειθάρχητος (απείθαρχος από…κούνια) καλείται να «ρεγουλάρει» τζάκια με καύσιμο κάθε λογής, ακόμα και…λάστιχα). Τζάμπα κόπος και ελπίδα. Καθένας τη δουλειά του όπως έμαθε, και η ζωή συνεχίζεται. Με το «νέφος» να πνίγει (ιδίως) τις μεγαλουπόλεις. Με τον εφιάλτη πάνω απ’ τα κεφάλια μας και διάχυτη την αντίληψη πως η πειθαρχία είναι σκλαβιά.