Ερώτημα κι αυτό... Κι όμως δεν
υπάρχει άνθρωπος σε κάποια διαδρομή της ζωής του, ιδιαίτερα σήμερα,
βλέποντας τι γίνεται γύρω του, που να μην έχει αναρωτηθεί: Εχει τούτος ο
κόσμος που ζούμε μέλλον; Και ταυτόχρονα όλο βιάζονται.
Ολοι τρέχουμε. Μας πιέζει ο χρόνος.
Του Στέλιου Συρμόγλου
Με Ιαβέρεια λογική κυνηγάμε το χρόνο. Μετράμε τις ώρες, τα λεπτά και κοιτάζουμε επίμονα το ρολόι. Ο χρόνος κυλά. Χρόνος ο πετροκαταλύτης. Χρόνος ο πανδαμάτωρ. Μας φοβίζει ο χρόνος. Ακολουθούμε ωστόσο τα αθόρυβα βήματά του. Και κάθε πτυχή της ζωής μας διατρέχει η έννοια του χρόνου. Κάθε ρυτίδα στο πρόσωπό μας πιστοποιεί την ακατάλυτη παρουσία του. Ετσι τουλάχιστον νομίζουμε...
Ο ένας χρόνος διαδέχεται τον άλλον με όλα τα πλήρη κι όλα τα κενά, που ο καθένας τους συνεπάγεται για την ανθρώπινη συνείδηση. Με όλες τις προσφορές και με όλες τις στερήσεις που συνεπιφέρει στην ανθρώπινη παρουσία. Ετσι συνηθίσαμε να αντιλαμβανόμαστε το χρόνο. Ο ίδιος ο χρόνος όμως είναι στην ουσία ανύπαρκτος. Παράλληλα πρός τον Αινστάιν, μια άλλη φιλοσοφική τη φορά αυτή μεγαλοφυία, ο Μπέρκσον, έδειξε πως ο χρόνος, όπως αυτός ως έννοια έχει συλληφθεί από την ελληνική αρχαιότητα, είναι ένα πλάσμα της ανθρώπινης νόησης, που απλώς της χρησιμεύει ως εργαλείο, ώστε αυτή να κατατέμνειφαινομενικά ευχερέστερα τη μόνη ακατάτμητη πραγματικότητα, που είναι η διάρκεια.
Το ερώτημα ωστόσο που επιτακτικά τίθεται σήμερα, στο ασφυκτικό πλαίσιο της γήινης λογικής, έχοντας μια γενικότερη εποπτεία όσων συμβαίνουν γύρω μας, είναι αν η ελπίδα έχει μέλλον...Ακόμη και στις αισιόδοξες απαντήσεις υπάρχει κρυμμένος πίσω από τις λέξεις ο σκεπτικισμός. Κοιτώντας όσο μας είναι δυνατό στη διαφάνεια των πραγμάτων και μέσα στο πλέγμα της διαφάνειας αυτής, διακρίνουμε τα αμφίσημα και κακοήθη στίγματα. Και μολονότι οι άνθρωποι μπροστά στις εξαιρετικές δύσκολες στιγμές ή τους αφόρητους κινδύνους, εύκολα περιπίπτουν σ' ένα είδος υστερικής αδιαφορίας ή ακόμη και ευφορίας, την περίφημη Belle Indiference, διαισθάνονται τις "μυστικές βοές" των πλησιαζόντων γεγονότων.
Είναι του συρμού να προβλέπει κανείς τα πιο ζοφερά για το μέλλον του ανθρώπου. Δεν είναι δύσκολο δε να συναρμολογήσει ο καθένας μια φρικιαστική εικόνα: Πόλεμοι, τρομοκρατία, έλλειμμα δημοκρατίας σε διάφορες χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, φυλετικές διακρίσεις,, φτώχεια, πείνα, έλλειψη νερού, AIDS...Τι άλλ θέλουμε; Η Αποκάλυψη του Ιωάννη δεν υπερέχει. Το αποτέλεσμα; Κάθε φορά που σκεπτόμαστε τομέλλον του κόσμου να σκοτώνουμε την αισιοδοξία μας...
Στα αστάθμητα όρια της ζωής, στο ιλιγγιώδες έρεβος της αγνωσίας, εκεί όπου ο ακμαιότερος τιτανικός αχός σιγεί, εκεί όπου συντρίβονται οι πύργοι της συμβατικότητας και τα δόγματα των "δασκάλων" της επιτήδευσης, ενώ τα προβλήματα της καθημερινότητας πυργώνουν την αγωνία μας, η συνείδηση ενορά το τραγικό στη διαιώνια συμπληρωματικότητά του. Καμία ισορροπημένη ωστόσο συνείδηση δεν μπορεί να αγνοήσει αυτή την πραγματικότητα. Κι αυτό, ίσως βοηθήσει να εργαστούμε για να αποφύγουμε τον όλεθρ, κοινό πεπρωμένο του ανθρώπινου γένους. Από αυτήν τη φοβερή απειλή βλασθαίνει η μεγάλη ελπίδα ότι στο απώτατο μέλλον θα υπερνικηθεί η καταπίεση, η βία, η βάρβαρη ανελευθερία, η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης, η θηριωδία, ο φανατισμός και η αθλιότητα.
Τα παραπάνω, μολονότι συνιστούν μια συμπυκνωμένη αλήθεια μεταφυσικής απόληξης, που μπορεί να εκληφθεί και ως "μήτρα" ελπίδας στη διαπάλη του απόλυτου με το πεπερασμένο, αποτελούν ταυτόχρονα και μια βολική καταφυγή των ανθρώπων της εξουσίας. Είναι όλοι αυτοί που εγκλωβισμένοι στον αυτάρεσκο μικρόκοσμό τους, τους ενδιαφέρει η αδρανοποίηση της σκέψης των πολιτών.
Η τελευταία παρατήρηση δεν είναι ξεκομμένη από την ελληνική πραγματικότητα. Και στο ερώτημα επίσης για το μέλλον του Ελληνισμού, είναι αδύνατον να δοθεί απάντηση εύλογη, αν δεν διασταλεί πρώτα η έννοια "μέλλον προσεχές" από την έννοια "μέλλον απώτερο". Κατά τους προσεχείς αιώνες ό,τι σήμερα εκφράζει το ελληνικό έθνος, θα ακολουθήσει, τούτο είναι φανερό, έστω και με τη δυσκολία του ταλαίπωρου, τη μοίρα των άλλων ευρωπαικών εθνών ή εθνοτήτων.Στο πλαίσιο αυτό η οικουμενικότητα της ελληνικής ιδιοτυπίας θα κλυδωνίζεται μεταξύ κλασικού και τεχνολογικού πνεύματος στην Ευρώπη.
Είτε αυτό μας ικανοποιεί είτε όχι, η ιδιοτυπά αυτή αποτελεί το μοναδικό οπλο του Ελληνισμού. Οσο ενωρίτερα το εννοήσουμε, όσο ενωρίτερα το αξιοποιήσουμε, τόσο ασφαλέστερα θα το επιβάλλουμε. Μακροπρόθεσμα, εξαιτίας του τεχνολογικού κατακλυσμού, κάθε άμεση γενικευμένη επιβίωση του Ελληνισμού, θα έχει εκλείψει. Αν δεν επιθυμούμε να εθελοτυφλούμε, δικαιούμαστε να πιθαναολογήσουμε πως το έτος 20203 η ελληνική γλώσσα δεν θα ομιλείται καθημερινά (άλλωστε ήδη ως λαός συμβάλλουμε με χίλιους τρόπους στην εκπτώχευση και την παρακμή της) παρά μόνον από τους τελευταίους "νομάδες" του βαλκανικού νότου. Μέχρι τότε, το ελληνικό έθνος ενδέχεται, αν διαχειριστεί ικανοποιητικά τις δυνατότητες που διαθέτει, να έχει προσφέρει, ως έθνος, μερικά ακόμη πολιτιστικής σημασίας επιτεύγματα στον πολιτισμένο κόσμο.
Για να συμβεί αυτό όμως πρέπει όλοι να αναγνωρίσουμε τη ευθύνη μας. Γιατί σε τούτο τον τόπο της ομορφιάς, αλλά και των εκκωφαντικών θορύβων της βλακείας, με τις μονοχρωμίες να εξοβελίζουν τις πολυχρωμίες, τα προβλήματα αθροίζονται, ενώ οι ευθύνες εκφράζονται και αναλαμβάνονται απλώς με "λεβέντικά" συνθήματα. Από Ηρακλείς του κατεστημένου. Από Πιλάτους που μιλάνε για την ισότητα του τελικού αποτελέσματος. Και το περιμένουμε με παθητική υπομονή σε μια έρημο πράξεων. Ετσι παραπλανούμαστε για τα μελλούμενα που δεν θα έρθουν και μας καθηλώνουν τα παρόντα.
Ζούμε την απόλυτη αυταπάτη. Και γι' αυτό το ερώτημα αν η ελπίδα έχει μέλλον για τον Ελληνισμό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ειδικά για τις επερχόμενες γενιές.
Του Στέλιου Συρμόγλου
Με Ιαβέρεια λογική κυνηγάμε το χρόνο. Μετράμε τις ώρες, τα λεπτά και κοιτάζουμε επίμονα το ρολόι. Ο χρόνος κυλά. Χρόνος ο πετροκαταλύτης. Χρόνος ο πανδαμάτωρ. Μας φοβίζει ο χρόνος. Ακολουθούμε ωστόσο τα αθόρυβα βήματά του. Και κάθε πτυχή της ζωής μας διατρέχει η έννοια του χρόνου. Κάθε ρυτίδα στο πρόσωπό μας πιστοποιεί την ακατάλυτη παρουσία του. Ετσι τουλάχιστον νομίζουμε...
Ο ένας χρόνος διαδέχεται τον άλλον με όλα τα πλήρη κι όλα τα κενά, που ο καθένας τους συνεπάγεται για την ανθρώπινη συνείδηση. Με όλες τις προσφορές και με όλες τις στερήσεις που συνεπιφέρει στην ανθρώπινη παρουσία. Ετσι συνηθίσαμε να αντιλαμβανόμαστε το χρόνο. Ο ίδιος ο χρόνος όμως είναι στην ουσία ανύπαρκτος. Παράλληλα πρός τον Αινστάιν, μια άλλη φιλοσοφική τη φορά αυτή μεγαλοφυία, ο Μπέρκσον, έδειξε πως ο χρόνος, όπως αυτός ως έννοια έχει συλληφθεί από την ελληνική αρχαιότητα, είναι ένα πλάσμα της ανθρώπινης νόησης, που απλώς της χρησιμεύει ως εργαλείο, ώστε αυτή να κατατέμνειφαινομενικά ευχερέστερα τη μόνη ακατάτμητη πραγματικότητα, που είναι η διάρκεια.
Το ερώτημα ωστόσο που επιτακτικά τίθεται σήμερα, στο ασφυκτικό πλαίσιο της γήινης λογικής, έχοντας μια γενικότερη εποπτεία όσων συμβαίνουν γύρω μας, είναι αν η ελπίδα έχει μέλλον...Ακόμη και στις αισιόδοξες απαντήσεις υπάρχει κρυμμένος πίσω από τις λέξεις ο σκεπτικισμός. Κοιτώντας όσο μας είναι δυνατό στη διαφάνεια των πραγμάτων και μέσα στο πλέγμα της διαφάνειας αυτής, διακρίνουμε τα αμφίσημα και κακοήθη στίγματα. Και μολονότι οι άνθρωποι μπροστά στις εξαιρετικές δύσκολες στιγμές ή τους αφόρητους κινδύνους, εύκολα περιπίπτουν σ' ένα είδος υστερικής αδιαφορίας ή ακόμη και ευφορίας, την περίφημη Belle Indiference, διαισθάνονται τις "μυστικές βοές" των πλησιαζόντων γεγονότων.
Είναι του συρμού να προβλέπει κανείς τα πιο ζοφερά για το μέλλον του ανθρώπου. Δεν είναι δύσκολο δε να συναρμολογήσει ο καθένας μια φρικιαστική εικόνα: Πόλεμοι, τρομοκρατία, έλλειμμα δημοκρατίας σε διάφορες χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, φυλετικές διακρίσεις,, φτώχεια, πείνα, έλλειψη νερού, AIDS...Τι άλλ θέλουμε; Η Αποκάλυψη του Ιωάννη δεν υπερέχει. Το αποτέλεσμα; Κάθε φορά που σκεπτόμαστε τομέλλον του κόσμου να σκοτώνουμε την αισιοδοξία μας...
Στα αστάθμητα όρια της ζωής, στο ιλιγγιώδες έρεβος της αγνωσίας, εκεί όπου ο ακμαιότερος τιτανικός αχός σιγεί, εκεί όπου συντρίβονται οι πύργοι της συμβατικότητας και τα δόγματα των "δασκάλων" της επιτήδευσης, ενώ τα προβλήματα της καθημερινότητας πυργώνουν την αγωνία μας, η συνείδηση ενορά το τραγικό στη διαιώνια συμπληρωματικότητά του. Καμία ισορροπημένη ωστόσο συνείδηση δεν μπορεί να αγνοήσει αυτή την πραγματικότητα. Κι αυτό, ίσως βοηθήσει να εργαστούμε για να αποφύγουμε τον όλεθρ, κοινό πεπρωμένο του ανθρώπινου γένους. Από αυτήν τη φοβερή απειλή βλασθαίνει η μεγάλη ελπίδα ότι στο απώτατο μέλλον θα υπερνικηθεί η καταπίεση, η βία, η βάρβαρη ανελευθερία, η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης, η θηριωδία, ο φανατισμός και η αθλιότητα.
Τα παραπάνω, μολονότι συνιστούν μια συμπυκνωμένη αλήθεια μεταφυσικής απόληξης, που μπορεί να εκληφθεί και ως "μήτρα" ελπίδας στη διαπάλη του απόλυτου με το πεπερασμένο, αποτελούν ταυτόχρονα και μια βολική καταφυγή των ανθρώπων της εξουσίας. Είναι όλοι αυτοί που εγκλωβισμένοι στον αυτάρεσκο μικρόκοσμό τους, τους ενδιαφέρει η αδρανοποίηση της σκέψης των πολιτών.
Η τελευταία παρατήρηση δεν είναι ξεκομμένη από την ελληνική πραγματικότητα. Και στο ερώτημα επίσης για το μέλλον του Ελληνισμού, είναι αδύνατον να δοθεί απάντηση εύλογη, αν δεν διασταλεί πρώτα η έννοια "μέλλον προσεχές" από την έννοια "μέλλον απώτερο". Κατά τους προσεχείς αιώνες ό,τι σήμερα εκφράζει το ελληνικό έθνος, θα ακολουθήσει, τούτο είναι φανερό, έστω και με τη δυσκολία του ταλαίπωρου, τη μοίρα των άλλων ευρωπαικών εθνών ή εθνοτήτων.Στο πλαίσιο αυτό η οικουμενικότητα της ελληνικής ιδιοτυπίας θα κλυδωνίζεται μεταξύ κλασικού και τεχνολογικού πνεύματος στην Ευρώπη.
Είτε αυτό μας ικανοποιεί είτε όχι, η ιδιοτυπά αυτή αποτελεί το μοναδικό οπλο του Ελληνισμού. Οσο ενωρίτερα το εννοήσουμε, όσο ενωρίτερα το αξιοποιήσουμε, τόσο ασφαλέστερα θα το επιβάλλουμε. Μακροπρόθεσμα, εξαιτίας του τεχνολογικού κατακλυσμού, κάθε άμεση γενικευμένη επιβίωση του Ελληνισμού, θα έχει εκλείψει. Αν δεν επιθυμούμε να εθελοτυφλούμε, δικαιούμαστε να πιθαναολογήσουμε πως το έτος 20203 η ελληνική γλώσσα δεν θα ομιλείται καθημερινά (άλλωστε ήδη ως λαός συμβάλλουμε με χίλιους τρόπους στην εκπτώχευση και την παρακμή της) παρά μόνον από τους τελευταίους "νομάδες" του βαλκανικού νότου. Μέχρι τότε, το ελληνικό έθνος ενδέχεται, αν διαχειριστεί ικανοποιητικά τις δυνατότητες που διαθέτει, να έχει προσφέρει, ως έθνος, μερικά ακόμη πολιτιστικής σημασίας επιτεύγματα στον πολιτισμένο κόσμο.
Για να συμβεί αυτό όμως πρέπει όλοι να αναγνωρίσουμε τη ευθύνη μας. Γιατί σε τούτο τον τόπο της ομορφιάς, αλλά και των εκκωφαντικών θορύβων της βλακείας, με τις μονοχρωμίες να εξοβελίζουν τις πολυχρωμίες, τα προβλήματα αθροίζονται, ενώ οι ευθύνες εκφράζονται και αναλαμβάνονται απλώς με "λεβέντικά" συνθήματα. Από Ηρακλείς του κατεστημένου. Από Πιλάτους που μιλάνε για την ισότητα του τελικού αποτελέσματος. Και το περιμένουμε με παθητική υπομονή σε μια έρημο πράξεων. Ετσι παραπλανούμαστε για τα μελλούμενα που δεν θα έρθουν και μας καθηλώνουν τα παρόντα.
Ζούμε την απόλυτη αυταπάτη. Και γι' αυτό το ερώτημα αν η ελπίδα έχει μέλλον για τον Ελληνισμό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ειδικά για τις επερχόμενες γενιές.