Του Θανάση Νικολαΐδη
ΑΓΑΠΑΜΕ τους αγρότες, αλλά πιο πολύ αγαπούσαμε τον παλιό (και μη επιχειρηματία) αγρότη, που καλλιεργούσε τη γη ακουμπώντας τα χέρια του πάνω της.
Ύστερα πλάκωσαν τα μηχανήματα. Κι έγινε «καρούλι» ο βαρύς μεταλλικός σωλήνας για πότισμα στο βάλτο.
Η αγρότισσα που ξύπναγε χαράματα για τα καπνά φορώντας…κουνουπιέρα μεταμορφώθηκε σε σύζυγο επιχειρηματία, με αλλοδαπούς στη δούλεψή του. Έπιανε σειρά στα «Μποντιλάιν» και για μανικιούρ, φόραγε (γιατί όχι;) και μοντελάκια. Το δικαιούτο, μιας και τα παραπάνω δεν είναι αποκλειστικότητα των κυριών του Κολωνακίου, που δεν δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους.
ΑΦΗΝΟΥΜΕ τον αγρότη και τις φάσεις της εξέλιξής του. Πάμε στον εκπρόσωπό του. Το πληροφορήθηκε ξαφνικά πως υπάρχει συνδικαλισμός και πήρε φωτιά. Δειλά, στην αρχή, κι ύστερα ξεθάρρεψε. Είδε πως για τον αγροτοσυνδικαλιμό δεν απαιτούνται ειδικά προσόντα και υψηλή μόρφωση. Μια-δυο, λοιπόν, και φτιάχνει την ομάδα του, με τους πιστούς. Γνωστούς και γείτονες, (συν)καλλιεργητές στο χωράφι, θαμώνες στο καφενείο.
ΚΑΙ πήραν στα χέρια τους την τύχη των αγροτών άνθρωποι που δεν ήξεραν να βάλουν την υπογραφή τους. Συμβούλια και επιτροπές ανθρώπων που έπιασαν το νόημα και μπήκαν στο παιχνίδι. Κι έβαλαν το χεράκι τους για να χρεοκοπήσει, πριν την ώρα του, αγροτικό κίνημα. Με κάποιους (αγροτοσυνδικαλιστές) να φτιάχνουν κομπόδεμα και να…πεθαίνουν πλούσιοι. Χωμένοι σε κρατικές επιδοτήσεις και ευρωπαϊκά προγράμματα. Τους άκουγες να ρητορεύουν κι ήταν η απορία σου ποιο…πανεπιστήμιο τέλειωσαν. Με τα κίνητρα και την πίστη τους. Σαν τους πεφωτισμένους ψαράδες του Χριστού.
ΔΟΥΛΕΥΕ η κομπίνα στο χωράφι, έπεφτε και η κομπίνα με τα διπλοζυγίσματα και τις «ολικές», για πλήρη αποζημίωση. Κι έκλειναν το μάτι σε κάποιους ντόπιους γεωπόνους, για εξωτερική (κοινοτική) «βοήθεια». Και, επειδή τρώγοντας έρχεται όρεξη, ο αγροτοσυνδικαλιστής μας υπερέβη τα εσκαμμένα. Χάθηκαν λεφτά γνωστής προέλευσης και αγνώστου(;) κατάληξης και το Κράτος ξύπνησε. Ασκήθηκαν διώξεις, αλλά μπλοκαρίστηκαν. Με…ανανέωση της αναστολής, μέχρι να το (τους) έχουμε ξεχάσει.
Η δεξαμενή, βλέπεις, των ψήφων…Η ψηφοθηρία, το πάθος προς «το φυλάξαι τ’ αγαθά» των εθνοπατέρων μας…
ΑΓΑΠΑΜΕ τους αγρότες, αλλά πιο πολύ αγαπούσαμε τον παλιό (και μη επιχειρηματία) αγρότη, που καλλιεργούσε τη γη ακουμπώντας τα χέρια του πάνω της.
Ύστερα πλάκωσαν τα μηχανήματα. Κι έγινε «καρούλι» ο βαρύς μεταλλικός σωλήνας για πότισμα στο βάλτο.
Η αγρότισσα που ξύπναγε χαράματα για τα καπνά φορώντας…κουνουπιέρα μεταμορφώθηκε σε σύζυγο επιχειρηματία, με αλλοδαπούς στη δούλεψή του. Έπιανε σειρά στα «Μποντιλάιν» και για μανικιούρ, φόραγε (γιατί όχι;) και μοντελάκια. Το δικαιούτο, μιας και τα παραπάνω δεν είναι αποκλειστικότητα των κυριών του Κολωνακίου, που δεν δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους.
ΑΦΗΝΟΥΜΕ τον αγρότη και τις φάσεις της εξέλιξής του. Πάμε στον εκπρόσωπό του. Το πληροφορήθηκε ξαφνικά πως υπάρχει συνδικαλισμός και πήρε φωτιά. Δειλά, στην αρχή, κι ύστερα ξεθάρρεψε. Είδε πως για τον αγροτοσυνδικαλιμό δεν απαιτούνται ειδικά προσόντα και υψηλή μόρφωση. Μια-δυο, λοιπόν, και φτιάχνει την ομάδα του, με τους πιστούς. Γνωστούς και γείτονες, (συν)καλλιεργητές στο χωράφι, θαμώνες στο καφενείο.
ΚΑΙ πήραν στα χέρια τους την τύχη των αγροτών άνθρωποι που δεν ήξεραν να βάλουν την υπογραφή τους. Συμβούλια και επιτροπές ανθρώπων που έπιασαν το νόημα και μπήκαν στο παιχνίδι. Κι έβαλαν το χεράκι τους για να χρεοκοπήσει, πριν την ώρα του, αγροτικό κίνημα. Με κάποιους (αγροτοσυνδικαλιστές) να φτιάχνουν κομπόδεμα και να…πεθαίνουν πλούσιοι. Χωμένοι σε κρατικές επιδοτήσεις και ευρωπαϊκά προγράμματα. Τους άκουγες να ρητορεύουν κι ήταν η απορία σου ποιο…πανεπιστήμιο τέλειωσαν. Με τα κίνητρα και την πίστη τους. Σαν τους πεφωτισμένους ψαράδες του Χριστού.
ΔΟΥΛΕΥΕ η κομπίνα στο χωράφι, έπεφτε και η κομπίνα με τα διπλοζυγίσματα και τις «ολικές», για πλήρη αποζημίωση. Κι έκλειναν το μάτι σε κάποιους ντόπιους γεωπόνους, για εξωτερική (κοινοτική) «βοήθεια». Και, επειδή τρώγοντας έρχεται όρεξη, ο αγροτοσυνδικαλιστής μας υπερέβη τα εσκαμμένα. Χάθηκαν λεφτά γνωστής προέλευσης και αγνώστου(;) κατάληξης και το Κράτος ξύπνησε. Ασκήθηκαν διώξεις, αλλά μπλοκαρίστηκαν. Με…ανανέωση της αναστολής, μέχρι να το (τους) έχουμε ξεχάσει.
Η δεξαμενή, βλέπεις, των ψήφων…Η ψηφοθηρία, το πάθος προς «το φυλάξαι τ’ αγαθά» των εθνοπατέρων μας…