Του Στέλιου Συρμόγλου
Θυμήσου: Ηταν το σώμα μας ακόμα αναφρόδιτο όταν ακούγαμε λόγια παχυλά και ψέματα πολιτικά, όταν τα χέρια μας ανοίγαμε για να αγκαλιάσουμε τον κόσμο και μας τα κόβανε, όταν η στέγη των πολλών Ελλήνων των φτωχών έσταζε θλίψη και αιμορραγούσαν τα όνειρά τους, όταν η γλώσσα η πολιτική παραδείσους εκένταγε και μες το χρόνο τον κωφάλαλο φαρμάκωνε τις μίζερες σκέψεις των ανήμπορων πολλών, με το κερί της ύστατης ελπίδας στα χέρια τους να σβήνει...
Ξέχασες; Πόσες φορές ο νους σου προδομένος κρεμάστηκε εξαντλημένος στα δάκτυλά σου που χειροκροτούσαν ψεύδη πολιτικά και η γλώσσα σου άθροιζε ομοιώματα ελπίδων;
Δεν βλέπεις; Κάθονται στην όχθη και γελάνε...Μην πέφτεις άλλο στο ποτάμι να πιάσεις τον ήλιο των μίζερων προσδοκιών σου που πνίγεται...
Μην περιμένεις...Αν ο Θεός σου σε εγκατέλειψε, δεν θα βρεθεί κάποιος να σου χαρίσει το δικό του. Ψάξε να τον βρείς... Σε εγκατέλειψε ο Θεός, αλλά σου δώρισε απλόχερα την κρίση, τη βούληση και τη δύναμη να διαμορφώνεις το πλέγμα της ζωής σου...
Μην ξεχνάς: Η μοίρα σου ως Ελληνας γραμμένη στην ωμοπλάτη σου φοράει το πρόσωπο χιλιάδων ετών!
Σκέψου: Πως κατάντησαν εκ νέου την Ελλάδα...Μια χώρα ανελεύθερη, μια αποικία των τιμωρημένων. Που είναι η Παναγιά που εν οργάνοις και χορδαίς τις νίκες των Ρωμιών ετραγουδούσε; Που έσερνε βρεφοκρατούσα το χορό κι απο κοντά της πήγαινε ο λαός, ο Μακρυγιάνης, ο Κολοκοτρώνης, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος κι ο Λέων ο Σοφός; Ολοι οι θόρυβοι εσβήσαν. Που πήγαν οι σημαιοστολισμοί, οι νίκες των Ρωμιών, η εθνική περηφάνεια, εκείνα τα σημεία των καιρών;
Καιρός λοιπόν την Κυριακή να εγκαταλείψεις τη φοβική σιωπή σου και δια της ψήφου σου να αντιδράσεις! Πως δέχεσαι να σου κλείνουνε το στόμα και να σε σκεπάζουνε με χώμα; Ηρθε η στιγμή, αυτή της κάλπης η καταιγιστική υποψία της στιγμής, τα μάτια της ν' ανοίξει η καρδιά σου και να δει πως μεσούσης της ημέρας αποκαθήλωσαν τα όνειρά σου οι λεχρίτες της πολιτικής κακογουστιάς...
Δεν ακούς; Τους ήχους του φαιδρούς ενός πολιτικού θιάσου να προσβάλουν την αισθητική της ακοής σου;
Σκέψου: Πόσο ακόμα θα επιτρέπεις τους αναιδείς και ψεύτες της πολιτικής να βάζουν την οδύνη κατάσαρκα να γλείφει τα κόκκαλά σου; Δεν νιώθεις ότι μόνιμα πια κρατάς στην αγκαλιά ένα κομμένο χέρι αρχαίου αγάλματος που σε μουτζώνει;
Τι δεν καταλαβαίνεις; Για πόσα χρόνια θα ανέχεσαι να έχεις ένα τόσο μεγάλο παρελθόν, που είναι δίχως μέλλον; Για πόσα χρόνια θα ασωτεύεις την ανοχή και τη υπομονή σου μ' ένα μπουκέτο έγχρωμες ώρες στα χέρια σου, με το πνεύμα του μηδενός να επιφέρεται έρημο υπεράνω της ζωής σου, νεφέλη δίχως μορφή;
Συναρμολόγησε: Τα ψηφία της κρίσης και βούλησής σου, που πάντα μπορούν να ομοφαίνουν τη ζωή σου. Μάζεψε επιτέλους το χαμόγελό σου στις χούφτες σου και "κοίμησέ" το στο μαξιλάρι που μούσκεψαν μέχρι σήμερα τα δάκρυά σου...
Σκέψου: Οτι είναι καιρός να πάψεις να παίζεις με τους ψευτοπροφήτες της πολιτικής κορώνα-γράμματα την ψυχή σου. Με τον νου σου να κάθεται σταυροπόδι στην καρδιά σου και να την κοιτά στα μάτια, κι εκείνη να βλαστημά τη μοίρα της...Δεν βλέπεις ότι ανέβλεψε ακόμα και ο τυφλός και βλέπει μόνο σκότος μοναχός;
Σκέψου: Την Κυριακή είναι η ευκαιρία μέσα στα μάτια σου να ξαναγεννηθούν τα παραμύθια, Τα πιο όμορφα είναι αυτά που ποτέ σου δεν έγραψες...Αγκάλιασε την πλανόδια αμφιβολία σου, που κλαίει στα γόνατά σου και χοροδώντας μεθυσμένος από τη βούληση, ψήφισε για την αξιοπρέπειά σου, εθνική και ατομική!
Σκέψου: Μην συνεχίσεις να πλάθεις ένα δικό σου θάνατο, για να σε σκοτώνει!..
Θυμήσου: Ηταν το σώμα μας ακόμα αναφρόδιτο όταν ακούγαμε λόγια παχυλά και ψέματα πολιτικά, όταν τα χέρια μας ανοίγαμε για να αγκαλιάσουμε τον κόσμο και μας τα κόβανε, όταν η στέγη των πολλών Ελλήνων των φτωχών έσταζε θλίψη και αιμορραγούσαν τα όνειρά τους, όταν η γλώσσα η πολιτική παραδείσους εκένταγε και μες το χρόνο τον κωφάλαλο φαρμάκωνε τις μίζερες σκέψεις των ανήμπορων πολλών, με το κερί της ύστατης ελπίδας στα χέρια τους να σβήνει...
Ξέχασες; Πόσες φορές ο νους σου προδομένος κρεμάστηκε εξαντλημένος στα δάκτυλά σου που χειροκροτούσαν ψεύδη πολιτικά και η γλώσσα σου άθροιζε ομοιώματα ελπίδων;
Δεν βλέπεις; Κάθονται στην όχθη και γελάνε...Μην πέφτεις άλλο στο ποτάμι να πιάσεις τον ήλιο των μίζερων προσδοκιών σου που πνίγεται...
Μην περιμένεις...Αν ο Θεός σου σε εγκατέλειψε, δεν θα βρεθεί κάποιος να σου χαρίσει το δικό του. Ψάξε να τον βρείς... Σε εγκατέλειψε ο Θεός, αλλά σου δώρισε απλόχερα την κρίση, τη βούληση και τη δύναμη να διαμορφώνεις το πλέγμα της ζωής σου...
Μην ξεχνάς: Η μοίρα σου ως Ελληνας γραμμένη στην ωμοπλάτη σου φοράει το πρόσωπο χιλιάδων ετών!
Σκέψου: Πως κατάντησαν εκ νέου την Ελλάδα...Μια χώρα ανελεύθερη, μια αποικία των τιμωρημένων. Που είναι η Παναγιά που εν οργάνοις και χορδαίς τις νίκες των Ρωμιών ετραγουδούσε; Που έσερνε βρεφοκρατούσα το χορό κι απο κοντά της πήγαινε ο λαός, ο Μακρυγιάνης, ο Κολοκοτρώνης, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος κι ο Λέων ο Σοφός; Ολοι οι θόρυβοι εσβήσαν. Που πήγαν οι σημαιοστολισμοί, οι νίκες των Ρωμιών, η εθνική περηφάνεια, εκείνα τα σημεία των καιρών;
Καιρός λοιπόν την Κυριακή να εγκαταλείψεις τη φοβική σιωπή σου και δια της ψήφου σου να αντιδράσεις! Πως δέχεσαι να σου κλείνουνε το στόμα και να σε σκεπάζουνε με χώμα; Ηρθε η στιγμή, αυτή της κάλπης η καταιγιστική υποψία της στιγμής, τα μάτια της ν' ανοίξει η καρδιά σου και να δει πως μεσούσης της ημέρας αποκαθήλωσαν τα όνειρά σου οι λεχρίτες της πολιτικής κακογουστιάς...
Δεν ακούς; Τους ήχους του φαιδρούς ενός πολιτικού θιάσου να προσβάλουν την αισθητική της ακοής σου;
Σκέψου: Πόσο ακόμα θα επιτρέπεις τους αναιδείς και ψεύτες της πολιτικής να βάζουν την οδύνη κατάσαρκα να γλείφει τα κόκκαλά σου; Δεν νιώθεις ότι μόνιμα πια κρατάς στην αγκαλιά ένα κομμένο χέρι αρχαίου αγάλματος που σε μουτζώνει;
Τι δεν καταλαβαίνεις; Για πόσα χρόνια θα ανέχεσαι να έχεις ένα τόσο μεγάλο παρελθόν, που είναι δίχως μέλλον; Για πόσα χρόνια θα ασωτεύεις την ανοχή και τη υπομονή σου μ' ένα μπουκέτο έγχρωμες ώρες στα χέρια σου, με το πνεύμα του μηδενός να επιφέρεται έρημο υπεράνω της ζωής σου, νεφέλη δίχως μορφή;
Συναρμολόγησε: Τα ψηφία της κρίσης και βούλησής σου, που πάντα μπορούν να ομοφαίνουν τη ζωή σου. Μάζεψε επιτέλους το χαμόγελό σου στις χούφτες σου και "κοίμησέ" το στο μαξιλάρι που μούσκεψαν μέχρι σήμερα τα δάκρυά σου...
Σκέψου: Οτι είναι καιρός να πάψεις να παίζεις με τους ψευτοπροφήτες της πολιτικής κορώνα-γράμματα την ψυχή σου. Με τον νου σου να κάθεται σταυροπόδι στην καρδιά σου και να την κοιτά στα μάτια, κι εκείνη να βλαστημά τη μοίρα της...Δεν βλέπεις ότι ανέβλεψε ακόμα και ο τυφλός και βλέπει μόνο σκότος μοναχός;
Σκέψου: Την Κυριακή είναι η ευκαιρία μέσα στα μάτια σου να ξαναγεννηθούν τα παραμύθια, Τα πιο όμορφα είναι αυτά που ποτέ σου δεν έγραψες...Αγκάλιασε την πλανόδια αμφιβολία σου, που κλαίει στα γόνατά σου και χοροδώντας μεθυσμένος από τη βούληση, ψήφισε για την αξιοπρέπειά σου, εθνική και ατομική!
Σκέψου: Μην συνεχίσεις να πλάθεις ένα δικό σου θάνατο, για να σε σκοτώνει!..