Του Στέλιου Συρμόγλου
Η ανικανότητα και ανευθυνότητα σε συνδυασμό με το δόλια λογική και την υποτελή συμπεριφορά συνοδεύονται συνήθως από σωρεία απωθημένων και ενός πλέγματος ανασφαλειών, που κατακρύπτουν μια φοβοπάθεια για κάθε είδους κριτική.
Η κριτική ωστόσο είναι λειτουργία, μια ατομική ικανότητα και μια μορφή επικοινωνίας. Επιπλέον μπορούμε να πούμε ότι η κριτική έχει κοινωνικό χαρακτήρα, συντελείται δηλαδή μέσα στα κοινωνικά πλαίσια και αποτελεί επακολούθημα των ανθρωπίνων πράξεων. Το δε αποτέλεσμα της κριτικής είναι το πιο σημαντικό, γιατί αν δεν υπάρχει αποτέλεσμα, η κριτική είναι ατελής. Και δεν είναι λίγες οι φορές που η κριτκή δεν έχει αποτελέσματα, ιδίως στο χώρο της πολιτικής εξουσίας.
Αυτό οφείλεται είτε στο ότι απλώς γίνεται για να γίνεται, είτε γιατί δεν είναι σοβαρή και επαρκώς τεκμηριωμένη. Αλλες φορές προσκρούει στον εγωισμό ή την αδιαφορία αυτού ή αυτών που τη δέχονται ή και στον ωχαδερφισμό των διαφόρων κοινωνικών ομάδων,όταν πρόκειται για κριτική πολιτικών προσώπων, αποφάσεων και ενεργειών.
Αν τώρα έρθουμε στο "υποκείμενο" της κριτικής, θα πρέπει να σταθούμε στους στόχους, στους σκοπούς που έχει ή μπορεί να έχει αυτός που ασκεί την κριτική, στις προυποθέσεις και στις επιδιώξεις του. Αναφερόμενος στις προυποθέσεις, για λόγους μεθοδολογικούς, θα πρέπει να τις διακρίνουμε σε αντικειμενικές και υποκειμενικές. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για τις αντικειμενικές δυνατότητες,όπως είναι οι πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες, η ευχέρεια για συλλογή υλικού.
Αν έρθουμε τώρα στις υποκειμενικές προυποθέσεις μπορούμε να τις κατατάξουμε σε πνευματικές, ψυχικές και ηθικές. Για παράδειγμα, η ωριμότητα της κρίσης είναι από τους βασικούς συντελεστές. Ταυτόχρονα η γνώση είτε γενική, είτε ειδική, είναι πολύ σημαντικός παράγοντας. Υπάρχουν περιπτώσεις και μάλιστα πολλές, που συνηθίσαμε να μιλάμε για όλα. Και γι αυτά που κατέχουμε και γι αυτά που δεν κατέχουμε.
Αλλες προυποθέσεις που θεωρούνται σημαντικές είναι η ψυχραιμία, η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα. Αντίθετα , ο φανατισμός, η εμπάθεια, η προκατάληψη,ο φόβος, είναι ανασταλτικοί παράγοντες. Ομως, αν είναι απαραίτητο να ισχύει μια δεοντολογία στην όποιας μορφής κριτική, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που από μέσο κοινωνικής προσφοράς και ανόδου μεταβάλλεται σε όργανο κακόβουλης και υποχθόνιας διαστρέβλωσης γεγονότων και καταστάσεων. Σε όργανο υποβιβασμού και εξευτελισμού της προσωπικότητας των άλλων.
Αυτή είναι η "διοχετευμένη" κριτική, κυρίως στον πολιτικό χώρο, από "πληρωμένους" κονδυλοφόρους και πολιτικούς "αναλυτές", οι οποίοι επιστρατεύονται για να ασκήσουν κριτική εναντίον των πολιτικών αντιπάλων εκείνων προς τους οποίους παρέχουν πρόθυμα τις υπηρεσίες τους, πάντα φυσικά με το αζημίωτο.
Θετική μπορεί να θεωρηθεί η κριτική όταν σκοπεύει στην επανόρθωση και την κοινωική κάθαρση, όταν επιτυγχάνει την εξυγίανση νοσηρών πολιτικών καταστάσεων ή αποκαθιστά την παραποιημένη αλήθεια. Και ακριβώς αυτού του είδους η κριτική προκαλεί ανομολόγητο φόβο στους διαφόρους ηγετίσκους και στον βοθροειδή πολιτικό χώρο, όπου ευδοκιμούν κάθε λογής πολιτικά παράσιτα και σκουλικοειδείς πολιτικές αποφύσεις, που δηλητηριάζουν τον κοινωνικό ιστό.
Η κριτική είναι όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση κάθε πολίτη, ιδαιίτερα του πνευματικού ανθρώπου και των ΜΜΕ γενικότερα. Κι αυτό, γιατί αν πολλές φορές μερίδα του Τύπου ή οι ολίγιστοι έστω πνευματικοί άνθρωποι, δεν καταφέρνουν να δώσουν λύσεις στα διάφορα προβλήματα, είναι λάθος να νομίζουμε ότι δεν επιτελούν έργο και μάλιστα σημαντικό, που δεν είναι άλλο από τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Η ανικανότητα και ανευθυνότητα σε συνδυασμό με το δόλια λογική και την υποτελή συμπεριφορά συνοδεύονται συνήθως από σωρεία απωθημένων και ενός πλέγματος ανασφαλειών, που κατακρύπτουν μια φοβοπάθεια για κάθε είδους κριτική.
Η κριτική ωστόσο είναι λειτουργία, μια ατομική ικανότητα και μια μορφή επικοινωνίας. Επιπλέον μπορούμε να πούμε ότι η κριτική έχει κοινωνικό χαρακτήρα, συντελείται δηλαδή μέσα στα κοινωνικά πλαίσια και αποτελεί επακολούθημα των ανθρωπίνων πράξεων. Το δε αποτέλεσμα της κριτικής είναι το πιο σημαντικό, γιατί αν δεν υπάρχει αποτέλεσμα, η κριτική είναι ατελής. Και δεν είναι λίγες οι φορές που η κριτκή δεν έχει αποτελέσματα, ιδίως στο χώρο της πολιτικής εξουσίας.
Αυτό οφείλεται είτε στο ότι απλώς γίνεται για να γίνεται, είτε γιατί δεν είναι σοβαρή και επαρκώς τεκμηριωμένη. Αλλες φορές προσκρούει στον εγωισμό ή την αδιαφορία αυτού ή αυτών που τη δέχονται ή και στον ωχαδερφισμό των διαφόρων κοινωνικών ομάδων,όταν πρόκειται για κριτική πολιτικών προσώπων, αποφάσεων και ενεργειών.
Αν τώρα έρθουμε στο "υποκείμενο" της κριτικής, θα πρέπει να σταθούμε στους στόχους, στους σκοπούς που έχει ή μπορεί να έχει αυτός που ασκεί την κριτική, στις προυποθέσεις και στις επιδιώξεις του. Αναφερόμενος στις προυποθέσεις, για λόγους μεθοδολογικούς, θα πρέπει να τις διακρίνουμε σε αντικειμενικές και υποκειμενικές. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για τις αντικειμενικές δυνατότητες,όπως είναι οι πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες, η ευχέρεια για συλλογή υλικού.
Αν έρθουμε τώρα στις υποκειμενικές προυποθέσεις μπορούμε να τις κατατάξουμε σε πνευματικές, ψυχικές και ηθικές. Για παράδειγμα, η ωριμότητα της κρίσης είναι από τους βασικούς συντελεστές. Ταυτόχρονα η γνώση είτε γενική, είτε ειδική, είναι πολύ σημαντικός παράγοντας. Υπάρχουν περιπτώσεις και μάλιστα πολλές, που συνηθίσαμε να μιλάμε για όλα. Και γι αυτά που κατέχουμε και γι αυτά που δεν κατέχουμε.
Αλλες προυποθέσεις που θεωρούνται σημαντικές είναι η ψυχραιμία, η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα. Αντίθετα , ο φανατισμός, η εμπάθεια, η προκατάληψη,ο φόβος, είναι ανασταλτικοί παράγοντες. Ομως, αν είναι απαραίτητο να ισχύει μια δεοντολογία στην όποιας μορφής κριτική, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που από μέσο κοινωνικής προσφοράς και ανόδου μεταβάλλεται σε όργανο κακόβουλης και υποχθόνιας διαστρέβλωσης γεγονότων και καταστάσεων. Σε όργανο υποβιβασμού και εξευτελισμού της προσωπικότητας των άλλων.
Αυτή είναι η "διοχετευμένη" κριτική, κυρίως στον πολιτικό χώρο, από "πληρωμένους" κονδυλοφόρους και πολιτικούς "αναλυτές", οι οποίοι επιστρατεύονται για να ασκήσουν κριτική εναντίον των πολιτικών αντιπάλων εκείνων προς τους οποίους παρέχουν πρόθυμα τις υπηρεσίες τους, πάντα φυσικά με το αζημίωτο.
Θετική μπορεί να θεωρηθεί η κριτική όταν σκοπεύει στην επανόρθωση και την κοινωική κάθαρση, όταν επιτυγχάνει την εξυγίανση νοσηρών πολιτικών καταστάσεων ή αποκαθιστά την παραποιημένη αλήθεια. Και ακριβώς αυτού του είδους η κριτική προκαλεί ανομολόγητο φόβο στους διαφόρους ηγετίσκους και στον βοθροειδή πολιτικό χώρο, όπου ευδοκιμούν κάθε λογής πολιτικά παράσιτα και σκουλικοειδείς πολιτικές αποφύσεις, που δηλητηριάζουν τον κοινωνικό ιστό.
Η κριτική είναι όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση κάθε πολίτη, ιδαιίτερα του πνευματικού ανθρώπου και των ΜΜΕ γενικότερα. Κι αυτό, γιατί αν πολλές φορές μερίδα του Τύπου ή οι ολίγιστοι έστω πνευματικοί άνθρωποι, δεν καταφέρνουν να δώσουν λύσεις στα διάφορα προβλήματα, είναι λάθος να νομίζουμε ότι δεν επιτελούν έργο και μάλιστα σημαντικό, που δεν είναι άλλο από τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.