Του Στέλιου Συρμόγλου
Είναι κάποιες σκέψεις που επίμονα ζητούν την καταγραφή τους.
Οχι απαραίτητα για να εκφράσουν τη "ματαιόδοξη" πλευρά του δημοσιογράφου ή του δημοσιολόγου, αλλά για να καλύψουν την ανάγκη του να σκιαγραφήσει έστω με αδρές πινελιές, έναν περιβάλλοντα χώρο του, όπου ευδοκιμούν παντός είδους "ειρωνείες" και ο ωχαδερφισμός αποδεικνύεται αυτοφυής.
Για όσους συντάσσονται με τη άποψη ότι το δόγμα "Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει" είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί αποτελεί το θεμέλιο της "εθνικής παραίσθησης" σε μια πραγματικότητα που αλλάζει καθημερινά και καταγράφει χαμένες ευκαιρίες, ο "μη θάνατος" δεν σημαίνει κατ' ανάγκην και "ζωή". Και είναι οι ίδιοι που διαπιστώνουν στο "πετσί" τους, ότι τα τελευταία χρόνια, αν και όλα μαζί συγκροτούν δεκαετίες απογοητεύσεων, άρχισε να διαφαίνεται τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, η ανάγκη νέων στόχων και νεάς στρατηγικής, καθώς οι διαβεβαιώσεις περί "ισχυρής Ελλάδας" και οι πομπώδεις πολιτικές δηλώσεις, για ολική επαναφορά της χώρας στον "κυριάρχο ρόλο" της, δεν καταγράφονται σε πραγματικό επίπεδο.
Αντίθετα, σύμφωνα με τους ρεαλιστές παρατηρητές των δρώμενων τέτοιου είδους πολιτικές αντιδράσεις, καρυκευμένες με πολύ ψέμα, τροφοδοτούν τις εθνικές παραισθήσεις με αστάθμητες συνέπειες. Η τρέχουσα, εξάλλου,συγκυρία δεν δείχνει ότι μπορεί να αναδείξει μεγάλες ή μικρές ιδέες. Η οικονομική "σωτηρία" της χώρας, απογυμνωμένη από το μανδύα της πολιτικής γελοιότητας καιτο αόριστο ιδολόγημα περί "σκληρών" διαπραγματεύσεων και προοπτικής εξόδου από την κρίση, δείχνει τη φρικτή του όψη.
Οσο αυξάνουν οι έγκυρες πληροφορίες για ένα μέλον που δείχνει το ζόφο των πολιτικών ενεργειών, τόσο ο πολίτης αποστρέφει το βλέμμα του από τα κοινά και αντιμετωπίζει αμήχανα το αύριο. Με πολλούς να επιλέγουν να είναι "σκυμμένοι" και άλλοι τόσοι να βυθίζονται στον ωχαδερφισμό, ανάλογα με το εύρος των αναγκών τους. Με την αδιαφορία να συναγωνίζεται την απόγωση και με την κραυγή να δίνει τη θέση της στη σιωπή.
Με τη λογική της οσφυοκαμψίας των κυβερνώντων, που πέρασε ως πρακτική και σε κοινωνικές ομάδες, οικογένειες διαλύονται μπροστά στην αγωνία των δισεπίλυτων οικονομικών προβλημάτων τους. Δεν υπάρχει χειρότερη αντιμετώπιση ενός λαού και μάλιστα ευρωπαικού. Ενός λαού που αποδέχεται ως κινήτηρια δημιουργική δύναμη το φιλότιμο. Και όταν οι Ελληνες σιωπούν, όσοι δεν "σκύβουν", δεν σημαίνει ότι συμφωνούν, αλλά ότι έχουν εγκλωβιστεί στο φόβο, που τόσο έντεχνα ενσπείρουν οι μεταπράτες των ελπίδων του λαού, ή έχουν αποφασίσει να μη περιμένουν το παραμικρό από τους διοικούντες.
Φτάσαμε έτσι εξ' αντικειμένου σε μια ασφυκτικά αδιέξοδη πραγματικότητα. Με τους Ελληνες, ιδιώς τους "σκυμμένους" να έχουν λησμονήσει ότι οι μεγάλες πράξεις προβάλλουν ως τρανές μαρτυρίες καταξίωσης του ανθρώπου. Και είναι οι πράξεις, και όχι τα λεβέντικά συνθήματα, που σελαγίζουν τις ύστατες ικμάδες της συνείδησης και αιωνίζονται μετέωρες, χωρίς να μπορούν να πουν περισσότερα.
Αν δεν παύσουν οι Ελληνες να παγιδεύονται από τα παχυλά λόγια των πολιτικών, στις κρίσιμες ώρες θα υπερισχύουν πάντα η οσφυοκαμψία και ο ωχαδερφισμός των ολίγων σε βάρος των πολλών. Και ως επίγονοι Ελλήνων που υπηρέτησαν διιστορικά αξίες, θα εκφυλίζουν ιερές παρακαταθήκες του παρελθόντος. Και θα περιπίπτουν στην ιστορική λήθη ή κόπωση. Γιατί όταν το παρελθόν και οι άληστες στιγμές του, δεν γίνονται μνήμη, ανάμνηση και μάθημα, καταλήγουμε "σκυμένοι" και ταπεινωμένοι, με τίμημα την προσωπική μας και εθνική μας αξιοπρέπεια.
Είναι κάποιες σκέψεις που επίμονα ζητούν την καταγραφή τους.
Οχι απαραίτητα για να εκφράσουν τη "ματαιόδοξη" πλευρά του δημοσιογράφου ή του δημοσιολόγου, αλλά για να καλύψουν την ανάγκη του να σκιαγραφήσει έστω με αδρές πινελιές, έναν περιβάλλοντα χώρο του, όπου ευδοκιμούν παντός είδους "ειρωνείες" και ο ωχαδερφισμός αποδεικνύεται αυτοφυής.
Για όσους συντάσσονται με τη άποψη ότι το δόγμα "Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει" είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί αποτελεί το θεμέλιο της "εθνικής παραίσθησης" σε μια πραγματικότητα που αλλάζει καθημερινά και καταγράφει χαμένες ευκαιρίες, ο "μη θάνατος" δεν σημαίνει κατ' ανάγκην και "ζωή". Και είναι οι ίδιοι που διαπιστώνουν στο "πετσί" τους, ότι τα τελευταία χρόνια, αν και όλα μαζί συγκροτούν δεκαετίες απογοητεύσεων, άρχισε να διαφαίνεται τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, η ανάγκη νέων στόχων και νεάς στρατηγικής, καθώς οι διαβεβαιώσεις περί "ισχυρής Ελλάδας" και οι πομπώδεις πολιτικές δηλώσεις, για ολική επαναφορά της χώρας στον "κυριάρχο ρόλο" της, δεν καταγράφονται σε πραγματικό επίπεδο.
Αντίθετα, σύμφωνα με τους ρεαλιστές παρατηρητές των δρώμενων τέτοιου είδους πολιτικές αντιδράσεις, καρυκευμένες με πολύ ψέμα, τροφοδοτούν τις εθνικές παραισθήσεις με αστάθμητες συνέπειες. Η τρέχουσα, εξάλλου,συγκυρία δεν δείχνει ότι μπορεί να αναδείξει μεγάλες ή μικρές ιδέες. Η οικονομική "σωτηρία" της χώρας, απογυμνωμένη από το μανδύα της πολιτικής γελοιότητας καιτο αόριστο ιδολόγημα περί "σκληρών" διαπραγματεύσεων και προοπτικής εξόδου από την κρίση, δείχνει τη φρικτή του όψη.
Οσο αυξάνουν οι έγκυρες πληροφορίες για ένα μέλον που δείχνει το ζόφο των πολιτικών ενεργειών, τόσο ο πολίτης αποστρέφει το βλέμμα του από τα κοινά και αντιμετωπίζει αμήχανα το αύριο. Με πολλούς να επιλέγουν να είναι "σκυμμένοι" και άλλοι τόσοι να βυθίζονται στον ωχαδερφισμό, ανάλογα με το εύρος των αναγκών τους. Με την αδιαφορία να συναγωνίζεται την απόγωση και με την κραυγή να δίνει τη θέση της στη σιωπή.
Με τη λογική της οσφυοκαμψίας των κυβερνώντων, που πέρασε ως πρακτική και σε κοινωνικές ομάδες, οικογένειες διαλύονται μπροστά στην αγωνία των δισεπίλυτων οικονομικών προβλημάτων τους. Δεν υπάρχει χειρότερη αντιμετώπιση ενός λαού και μάλιστα ευρωπαικού. Ενός λαού που αποδέχεται ως κινήτηρια δημιουργική δύναμη το φιλότιμο. Και όταν οι Ελληνες σιωπούν, όσοι δεν "σκύβουν", δεν σημαίνει ότι συμφωνούν, αλλά ότι έχουν εγκλωβιστεί στο φόβο, που τόσο έντεχνα ενσπείρουν οι μεταπράτες των ελπίδων του λαού, ή έχουν αποφασίσει να μη περιμένουν το παραμικρό από τους διοικούντες.
Φτάσαμε έτσι εξ' αντικειμένου σε μια ασφυκτικά αδιέξοδη πραγματικότητα. Με τους Ελληνες, ιδιώς τους "σκυμμένους" να έχουν λησμονήσει ότι οι μεγάλες πράξεις προβάλλουν ως τρανές μαρτυρίες καταξίωσης του ανθρώπου. Και είναι οι πράξεις, και όχι τα λεβέντικά συνθήματα, που σελαγίζουν τις ύστατες ικμάδες της συνείδησης και αιωνίζονται μετέωρες, χωρίς να μπορούν να πουν περισσότερα.
Αν δεν παύσουν οι Ελληνες να παγιδεύονται από τα παχυλά λόγια των πολιτικών, στις κρίσιμες ώρες θα υπερισχύουν πάντα η οσφυοκαμψία και ο ωχαδερφισμός των ολίγων σε βάρος των πολλών. Και ως επίγονοι Ελλήνων που υπηρέτησαν διιστορικά αξίες, θα εκφυλίζουν ιερές παρακαταθήκες του παρελθόντος. Και θα περιπίπτουν στην ιστορική λήθη ή κόπωση. Γιατί όταν το παρελθόν και οι άληστες στιγμές του, δεν γίνονται μνήμη, ανάμνηση και μάθημα, καταλήγουμε "σκυμένοι" και ταπεινωμένοι, με τίμημα την προσωπική μας και εθνική μας αξιοπρέπεια.