Του Στρατή Μαζίδη
Χρόνια εργαζόταν στην ίδια εταιρεία. Μπήκε παιδί σχεδόν, ανύπαντρος. Εκεί μεγάλωσε, παντρεύτηκε, άνοιξε το σπίτι του, έγινε πατέρας. Την ιστορία την είχα γράψει εδώ τον περασμένο Ιούνιο.
Χρόνια οδηγούσε καθημερινά σε ένα γραφείο που βρισκόταν στη μέση του Παραδείσου αλλά αποτελούσε κόλαση.
Κάθε πρωί που έφτανε νωρίτερα. Πάρκαρε το αμάξι και περιπλανιόταν στην παραλία όπως μου έλεγε. Ειδικά το χειμώνα ο θαλασσινός αέρας είναι βάλσαμο. Λίγο παραπέρα...φίλοι περπατούν τον πρωινό περίπατο, κορίτσια κάνουν τρέξιμο, νεαροί βγάζουν το σκύλο τους. Άλλοι πάλι απολάμβαναν τη θάλασσα. Κι αναρωτιόταν πως είναι δυνατόν αυτό το τόσο όμορφο μέρος, αυτή η χαρά Θεού να μην επηρρεάζει έστω λίγο το γραφείο που εργαζόταν. Εκεί όμως αγάπησαν περισσότερο το χρήμα παρά το Θεό. Και ονειρευόταν τη μέρα που θα βρισκόταν ξανά εκεί αλλά ως επισκέπτης.
Σαν περνούσε η ώρα, το θαλασσινό χαμόγελο του καθαρού αέρα το διαδεχόταν η γκρίζια συννεφιά του κουδουνιού που έπρεπε να χτυπήσει και αυτών που θα έπρεπε να καλημερίσει.
Ώστοσο τα ζάπλουτα αφεντικά του, αυτά που δεν πλήρωσαν ποτέ ούτε ένα ευρώ φόρου σε αυτήν εδώ την πατρίδα, όλο και γκρίνιαζαν. Λέφτα, κι άλλα λεφτά, κι άλλα λεφτά. Ώσπου τον απέλυσαν. Με δυο παιδιά τον πέταξαν στο δρόμο αλλά του είχαν πει πως τον καταλαβαίνουν. Γελούσε από μέσα του όταν του είπαν κι έβραζε μαζί. Όχι για τον έδιωξαν, αλλά για την αχαριστία και την πρόκληση.
Δε μίλησε. Έκανε υπομονή μέχρι να φύγει. Κι έφυγε. Και προσπάθησε και έτρεξε και πάλεψε σκληρά. Η ζωή του δεν είναι εύκολη, ούτε τότε ήταν. Θυσία κι ανηφορικός δρόμος, ένας Γολγοθάς είναι η ζωή για όλους μας αναμένοντας την Ανάσταση.
Και έτσι ήρθε η στιγμή που τα όνειρα ζωντάνεψαν και πήραν εκδίκηση όπως έλεγε ο ποιητής. Βρήκε το χρόνο κι επισκέφθηκε ξανά και ξανά τον όμορφο επίγειο Παράδεισο. Το στομάχι πλέον δε δενόταν κόμπος, το μυαλό ήταν καθαρό από το φρέσκο αέρα που το διαπερνούσε.
Και σαν έφευγε από εκεί, τύχαινε και περνούσε πάντα μπροστά από το παλιό του γραφείο. Αλλά τι παράξενο. Ενώ πάντα το κοίταζε, κάθε φορά του θύμιζε όλο και λιγότερα μέχρι που το ξέχασε εντελώς. Σαν τελικά να μην πέρασε ποτέ από εκεί.
Χρόνια εργαζόταν στην ίδια εταιρεία. Μπήκε παιδί σχεδόν, ανύπαντρος. Εκεί μεγάλωσε, παντρεύτηκε, άνοιξε το σπίτι του, έγινε πατέρας. Την ιστορία την είχα γράψει εδώ τον περασμένο Ιούνιο.
Χρόνια οδηγούσε καθημερινά σε ένα γραφείο που βρισκόταν στη μέση του Παραδείσου αλλά αποτελούσε κόλαση.
Κάθε πρωί που έφτανε νωρίτερα. Πάρκαρε το αμάξι και περιπλανιόταν στην παραλία όπως μου έλεγε. Ειδικά το χειμώνα ο θαλασσινός αέρας είναι βάλσαμο. Λίγο παραπέρα...φίλοι περπατούν τον πρωινό περίπατο, κορίτσια κάνουν τρέξιμο, νεαροί βγάζουν το σκύλο τους. Άλλοι πάλι απολάμβαναν τη θάλασσα. Κι αναρωτιόταν πως είναι δυνατόν αυτό το τόσο όμορφο μέρος, αυτή η χαρά Θεού να μην επηρρεάζει έστω λίγο το γραφείο που εργαζόταν. Εκεί όμως αγάπησαν περισσότερο το χρήμα παρά το Θεό. Και ονειρευόταν τη μέρα που θα βρισκόταν ξανά εκεί αλλά ως επισκέπτης.
Σαν περνούσε η ώρα, το θαλασσινό χαμόγελο του καθαρού αέρα το διαδεχόταν η γκρίζια συννεφιά του κουδουνιού που έπρεπε να χτυπήσει και αυτών που θα έπρεπε να καλημερίσει.
Ώστοσο τα ζάπλουτα αφεντικά του, αυτά που δεν πλήρωσαν ποτέ ούτε ένα ευρώ φόρου σε αυτήν εδώ την πατρίδα, όλο και γκρίνιαζαν. Λέφτα, κι άλλα λεφτά, κι άλλα λεφτά. Ώσπου τον απέλυσαν. Με δυο παιδιά τον πέταξαν στο δρόμο αλλά του είχαν πει πως τον καταλαβαίνουν. Γελούσε από μέσα του όταν του είπαν κι έβραζε μαζί. Όχι για τον έδιωξαν, αλλά για την αχαριστία και την πρόκληση.
Δε μίλησε. Έκανε υπομονή μέχρι να φύγει. Κι έφυγε. Και προσπάθησε και έτρεξε και πάλεψε σκληρά. Η ζωή του δεν είναι εύκολη, ούτε τότε ήταν. Θυσία κι ανηφορικός δρόμος, ένας Γολγοθάς είναι η ζωή για όλους μας αναμένοντας την Ανάσταση.
Και έτσι ήρθε η στιγμή που τα όνειρα ζωντάνεψαν και πήραν εκδίκηση όπως έλεγε ο ποιητής. Βρήκε το χρόνο κι επισκέφθηκε ξανά και ξανά τον όμορφο επίγειο Παράδεισο. Το στομάχι πλέον δε δενόταν κόμπος, το μυαλό ήταν καθαρό από το φρέσκο αέρα που το διαπερνούσε.
Και σαν έφευγε από εκεί, τύχαινε και περνούσε πάντα μπροστά από το παλιό του γραφείο. Αλλά τι παράξενο. Ενώ πάντα το κοίταζε, κάθε φορά του θύμιζε όλο και λιγότερα μέχρι που το ξέχασε εντελώς. Σαν τελικά να μην πέρασε ποτέ από εκεί.