ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
Ναι. Υπάρχουν κι αυτές οι στιγμές. Εκείνες που, όχι επειδή έγραψες ή είπες ότι είχες να πεις ή να γράψεις, απλά το μυαλό σταματά να σκέφτεται οτιδήποτε μπορεί να του εξάψει τη διάθεση να εκφράσει αυτά που το «ταλαιπωρούν».
Και τότε, τι;
Το κενό; Η απραξία; Η κατάθλιψη, ή εκείνη η κούραση της καθημερινότητας που σκεπάζει σα βαριά, τσόχινη κουρτίνα Βικτωριανής εποχής τα «παράθυρα» της σκέψης;
Και μήπως τελικά, μία από τις πιο αδυσώπητες αλήθειες του καιρού μας, είναι ακριβώς αυτό; Ότι σταματήσαμε ως λαός, ως σύνολο, να «παράγουμε» με τη σκέψη μας, από απλές, καθημερινές λύσεις, μέχρι τα διαχρονικά εκείνα νοήματα που μας έκαναν ξεχωριστούς στο διάβα της Ιστορίας;
Υπάρχουν σίγουρα φωτεινές εξαιρέσεις. Μονάδες ανθρώπων που όταν στρέφονται επάνω στους ίδιους και τα επιτεύγματά τους τα «φώτα της δημοσιότητας», με μία διάθεση θεατρικής παρουσίασης ως «φώτα της ράμπας» πολλές φορές, μας αφήνουν άφωνους. Κι έπειτα, φωτογραφίες, δεξιώσεις και ξανά το «σκοτάδι».
Συνηθίσαμε μήπως να αντιμετωπίζουμε αυτές τις καταστάσεις, ως μέρος της δικής μας ζωής; Τις φωτεινές εκλάμψεις κάποιων πνευματικών ή πρακτικών ανθρώπων, που παρουσιάζονται ως πυροτεχνήματα σε κάποια φεστιβαλική γιορτή και τραβούν τα βλέμματά μας, για να ξεχαστούμε πρόσκαιρα, μοιραζόμενοι μεταξύ μας στιγμές χαράς, όπως το Άγιο Φως την ημέρα της Ανάστασης.
Συνηθίσαμε, μας συνήθισαν με τις διαχρονικές τους πολιτικές κατευθύνσεις εδώ και δεκαετίες, εκείνοι που εμείς αποφασίσαμε να μας εκφράζουν και εκπροσωπούν, σε αυτή την άνοια ενός γηράσκοντος λαού.
Ότι κι αν είναι, ήταν, ή πρόκειται να γίνει, η μόνη που μπορεί να ορθώσει το ανάστημά της στη διαρκή (πλέον) «συννεφιασμένη μέρα» των καιρών μας, είναι η Θέληση.
Μια Θέληση που οδηγεί σε Αποφάσεις και κινητοποιεί, που μπορεί και πρέπει να μείνει μακριά από την όποια ιδεολογικο-πολιτική τοποθέτηση του καθενός.
Μια Θέληση που μπορεί και πρέπει να γίνει Συνήθεια.
Ναι. Υπάρχουν κι αυτές οι στιγμές. Εκείνες που, όχι επειδή έγραψες ή είπες ότι είχες να πεις ή να γράψεις, απλά το μυαλό σταματά να σκέφτεται οτιδήποτε μπορεί να του εξάψει τη διάθεση να εκφράσει αυτά που το «ταλαιπωρούν».
Και τότε, τι;
Το κενό; Η απραξία; Η κατάθλιψη, ή εκείνη η κούραση της καθημερινότητας που σκεπάζει σα βαριά, τσόχινη κουρτίνα Βικτωριανής εποχής τα «παράθυρα» της σκέψης;
Και μήπως τελικά, μία από τις πιο αδυσώπητες αλήθειες του καιρού μας, είναι ακριβώς αυτό; Ότι σταματήσαμε ως λαός, ως σύνολο, να «παράγουμε» με τη σκέψη μας, από απλές, καθημερινές λύσεις, μέχρι τα διαχρονικά εκείνα νοήματα που μας έκαναν ξεχωριστούς στο διάβα της Ιστορίας;
Υπάρχουν σίγουρα φωτεινές εξαιρέσεις. Μονάδες ανθρώπων που όταν στρέφονται επάνω στους ίδιους και τα επιτεύγματά τους τα «φώτα της δημοσιότητας», με μία διάθεση θεατρικής παρουσίασης ως «φώτα της ράμπας» πολλές φορές, μας αφήνουν άφωνους. Κι έπειτα, φωτογραφίες, δεξιώσεις και ξανά το «σκοτάδι».
Συνηθίσαμε μήπως να αντιμετωπίζουμε αυτές τις καταστάσεις, ως μέρος της δικής μας ζωής; Τις φωτεινές εκλάμψεις κάποιων πνευματικών ή πρακτικών ανθρώπων, που παρουσιάζονται ως πυροτεχνήματα σε κάποια φεστιβαλική γιορτή και τραβούν τα βλέμματά μας, για να ξεχαστούμε πρόσκαιρα, μοιραζόμενοι μεταξύ μας στιγμές χαράς, όπως το Άγιο Φως την ημέρα της Ανάστασης.
Συνηθίσαμε, μας συνήθισαν με τις διαχρονικές τους πολιτικές κατευθύνσεις εδώ και δεκαετίες, εκείνοι που εμείς αποφασίσαμε να μας εκφράζουν και εκπροσωπούν, σε αυτή την άνοια ενός γηράσκοντος λαού.
Ότι κι αν είναι, ήταν, ή πρόκειται να γίνει, η μόνη που μπορεί να ορθώσει το ανάστημά της στη διαρκή (πλέον) «συννεφιασμένη μέρα» των καιρών μας, είναι η Θέληση.
Μια Θέληση που οδηγεί σε Αποφάσεις και κινητοποιεί, που μπορεί και πρέπει να μείνει μακριά από την όποια ιδεολογικο-πολιτική τοποθέτηση του καθενός.
Μια Θέληση που μπορεί και πρέπει να γίνει Συνήθεια.