Θα μας φάνε οι ανθρωποφάγοι!

Της Μαρίνας Σολδάτου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια ευτυχισμένη Ευρωχώρα..Ο λαός της ευημερούσε και είχε όλα τα καλά.

Ο Κίτσος χοροπηδούσε από τη χαρά του! Επιτέλους ήταν κι αυτός ένας Ευρωπολίτης. Με τον καιρό απέκτησε κοιλιά και προγούλι, ακριβά σπίτια, εξοχικά και πολυτελή αυτοκίνητα, γιατί έτρωγε καλά..Έστελνε τα παιδιά του σε ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια με δαπανηρά δίδακτρα, η κυρία του συναγωνιζόταν τις άλλες λανσάροντας επώνυμα ρούχα και ξημεροβραδιαζόταν στα γυμναστήρια για να αποκτήσει επίπεδη κοιλιά και χολιγουντιανά οπίσθια.

Στα νυχτερινά μαγαζιά δεν έπεφτε καρφίτσα, στα σούπερ μάρκετ συνέβαινε το αδιαχώρητο, τα τιγκαρισμένα καρότσια έμοιαζαν με συγκρουόμενα αυτοκινητάκια του λούνα παρκ, καθώς οι πελάτες έχαναν τον έλεγχο από το βάρος τους. Τα εισαγόμενα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά προϊόντα έκαναν τρελές πωλήσεις και το πλαστικό χρήμα έρρεε άφθονο.

Ο Κίτσος από την βεράντα του σπιτιού του ρουφώντας τον καφέ, του έριχνε κλεφτές ματιές στη κατσίκα του γείτονα και χαιρόταν, γιατί η δικιά του ήταν πιο παχιά. Κι όταν βαρυστομάχιαζε έπαιρνε το πανό στον ώμο και το ΄κοβε κατά το Σύνταγμα, όπου έλεγε τραγουδάκια του τύπου «καλύτερα παπάκι παρά το Μητσοτάκη»,«αέρα αέρα να φύγει η χολέρα» ή «στις δύο του Ιούνη πεθαίνει το γουρούνι»

Έτσι πέρναγαν τα χρόνια μέσα στην ευδαιμονία και τον υπερκαταναλωτισμό. Χορτάτοι ευρωλάγνοι Κίτσοι, με φουσκωμένα μυαλά, όλοι ανυποψίαστοι επιβάτες στο μελλοντικό ναυάγιο.

~~~ ~~~ ~~~ ~~~ ~~~ ~~~

Το βάτραχο για να τον βράσουν, τον πετούν στο νερό δυναμώνοντας σταδιακά τη φωτιά. Κρύο - δροσερό -χλιαρό – ζεστό – καυτό- τσουρουφλιστό. Αυτό εφάρμοσαν και στον Κίτσο οι Ευρωμάγειροι. Τον έχωσαν στο καζάνι με μπόλικα λαχανικά, για να τον σιγοβράσουν κι έτσι τροφαντός που ήταν (γι αυτό τον καλοτάϊζαν αλλωστε),θα έβγαζε νοστιμότατη σούπα.

Στο μαγείρικο όλοι δούλευαν με εντατικούς ρυθμούς. Το γεύμα έπρεπε να είναι τέλειο. Η σάλα του μαγαζιού γέμιζε σιγά σιγά από πελάτες με μαύρα κοστούμια και κορακίσιο βλέμμα. Όλοι καλεσμένοι της Αγγέλας και του Βόλφανγκ.

Οι δύο αρχιμάγειροι ο Τόνυ και ο Βάγγος ετοιμάζονταν πυρετωδώς, βάζοντας όλοι τους τη μαεστρία, για να ικανοποιήσουν τους υψηλούς καλεσμένους.Οι δυο τους πάνω από το βραστό επιθεωρούσαν με προσοχή την κουζίνα και λοξοκοίταζαν τον Άλεξ, τη νεότερη κουτάλα του μαγείρικου και πολλά υποσχόμενη, καθώς ψιλόκοβε τα καρότα. Τους τυραννούσε η σκέψη, ότι εξελισσόταν γρήγορα και δε θα αργούσε η μέρα, που θα αναλάμβανε τη διεύθυνση της κουζίνας.

Σε μια γωνιά ο κυρ Φώτης έπινε τη ρετσίνα του κι αναπολούσε τις καλές μέρες, που είχε κι αυτός τον πρώτο λόγο μαζί με τους άλλους δύο σ' αυτό το μαγαζί. Τώρα κόντευε, να βγει στη σύνταξη και τον είχαν για τις ελαφρές δουλειές εκεί μέσα.

Πιο πέρα στεκόταν ο Σταυρής, ο καινούργιος παραγιός των αφεντικών, που πηγαινοερχόταν και πέταγε βλακοπαρόλες, για να κάνει το κομμάτι του, τεντώνοντας τα νεύρα του Βάγγου, που τον τάραζε στη φάπα. Πώς κατάφερε, να τρυπώσει εκεί μέσα ακόμη δεν είχαν καταλάβει οι αρχιμάγειροι. Άς όψονται οι μπάρμπες του, που ήταν κολλητοί με τους ιδιοκτήτες του μαγέρικου.

Είχαν περάσει πολλοί αρχιμάστορες απ'εδώ μέσα.

Ο Κοντοκώτσος ήταν μάγειρος με πείρα, πραγματικό ταλέντο, υποδειγματική κουτάλα, πραγματικός πατριάρχης της κουζίνας, με πολλές σαρδέλες από τους παγκόσμιους σεφ, νόθευε τα υλικά ελαφρά τη καρδία και συνόδευε πάντα τα πιάτα του μα ελιές θρούμπες.

Μετά απ' αυτόν ήρθε ο Τζώρτζης, αγαπημένος των αφεντικών, που ανατίναξε το μαγαζί στον αέρα ξεχνώντας το γκάζι ανοικτό. Και το΄χε πει ο Βάγγος από την αρχή. Χαζό παιδί χαρά γεμάτο! Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, κάθε μέρα έξω από το μαγαζί με την ποδιά του, τη σκούφια και την κουτάλα στο χέρι έτοιμος μπας και του σφυρίξουν τα αφεντικά και μπουκάρει μέσα και ξαναμαγειρέψει. Θεός φυλάξοι!

Να σκεφτείς, ότι τον έφεραν για καλύτερα στο πόδι του Κωστή, ενός καλοκάγαθου πλην λαίμαργου παιδιού, που πήρε πόδι γρήγορα, γιατί κουραζόταν εύκολα. Ήταν ασύμφορος στα αφεντικά.

Συχνός και απρόσκλητος επισκέπτης του μαγαζιού ήταν ο Πάνος, ένας ευτραφής νέος, υπάλληλος του Υγειονομικού με καθαρό βλέμμα και βροντώδη φωνή, που έψαχνε αφορμή, για να τους βάλει σε μπελάδες.

Η κυρα Αλεξάντρα η δύστροπη πελάτισσα που έμπαινε μόνο, για να τους τα σούρει, σαν την Ελένη Λουκά ένα πράμα και μετά έφευγε ξαλαφρωμένη, είχε να φανεί καιρό. Δε βαριέσαι όμως! Τώρα είχαν το Μήτσο το γκρινιάρη, που έμπαινε μόνο στην ταβέρνα, για να τους νευριάσει.

Πού και πού πέρναγε κι ο Καραγιώργης, ο εξυπνάκιας , είχε δουλέψει ένα φεγγάρι εκεί, ήταν συνέχεια μπουκωμένος και τρωγότανε όλη μέρα με τον Τόνυ και το Βάγγο, ώσπου τα βρόντηξε κι έφυγε. Παλιά πέρναγε απ'το μαγείρικο, όταν τον έπαιρνε η μυρωδιά της κουζίνας, κοντοστεκόταν στο παράθυρο, τους τα'χωνε κι έφευγε ικανοποιημένος.

Έξω από την κουζίνα και σε απόσταση ασφαλείας δεμένος με κοντή, χοντρή αλυσίδα, μπουζουριασμένος σε κλουβί καλού κακού ήταν ο Αράπης, το μαύρο γερμανικό λυκόσκυλο, που όλοι έτρεμαν, μήπως σπάσει τα δεσμά του, ορμήσει στην κουζίνα και τους ξεσκίσει όλους.

~~~ ~~~ ~~~ ~~~ ~~~ ~~~

Στο καζάνι η φωτιά δυνάμωνε, κι ο Κίτσος στέγνωνε ο φουκαράς λίγο λίγο. Η επιτυχία ήταν στο σιγόβρασμα.

Αίφνης μπούκαρε η Αγγέλα στην κουζίνα προκαλώντας ταραχή στους μάστορες.

(κάποιος κατουρήθηκε και πάνω του, αλλά δεν μπορούμε, να πούμε με σιγουριά ποιός)

- Σνελ, σνελ! Τεμπέληδες, αρμπάιτ, ιχ μπιν χούγνκριχ βι άιν βόλφ.

Δηλαδή: γρήγορα, γρήγορα τεμπέληδες δουλειά, πεινάω σα λύκος!

Με εμφανή τα σημάδια της αγωνίας στο πρόσωπο και βρεγμένα παντελόνια ο Τόνυ και ο Βάγγος έτρεξαν, να τελειώσουν. Καθώς ανακάτευαν, έριχναν και μια στο κεφάλι του Κίτσου με την κουτάλα.

Ο Άλεξ τότε δεν άντεξε και τους φώναξε:

- Δε φτάνει, που τον μαγειρεύετε, τον βαράτε κιόλας το δύστυχο;

O Βάγγος τσαντισμένος μούγκρισε.

- Μα δεν τον βλέπεις τον π....η; Μου τρώει τις πατάτες!

Ο Άλεξ φουρκισμένος κοντοστάθηκε στο παράθυρο, απ'έξω είδε τον Πάνο, που τον κοιτούσε επίμονα και συνωμοτικά. Το στομάχι του δέθηκε κόμπος απ'το θυμό. Με τα μάτια της φαντασίας του είδε τον εαυτό του αρχιμάγειρο εκεί μέσα, την αίθουσα γεμάτη από όλους τους πεινασμένους και κατατρεγμένους της πόλης, το παχιό και το αζαχάρωτο μέσα στην καζάνα να βράζουν και να βγάζουν μια πεντανόστιμη ονειρική σούπα!

Γύρισε και κοίταξε τον Τόνυ και το Βάγγο, τα μάτια του δυο κάρβουνα, η ανάσα του κοφτή. Οι δυο τους τον παρατηρούσαν με απορία στην αρχή, που αστραπιαία έγινε φόβος, μετά πανικός. Αυτό ήταν! Άνοιξαν σβέλτα την πόρτα και σάλταραν έξω.

Ο Άλεξ όρμησε καταπάνω τους κραδαίνοντας απειλητικά την κουτάλα, ξοπίσω απ΄τον Τόνυ έτρεχε ο χοντρός, ο οποίος μάζευε τις πιο πολλές, γιατί λόγω βάρους λαχάνιαζε εύκολα κι ήταν και (ΣΥΝ+Καμμένος). Ο κυρ-Φώτης πετάχτηκε απ'την καρέκλα και σταυροκοπιόταν από χαρά, γλύτωσε απ'τους ξερόλες. Ο Αράπης έριχνε πήδους γαβγίζοντας με λύσσα. Αίφνης απ'τη γωνιά του δρόμου φάνηκε ο Πάνος, ετοιμοπόλεμος, που τους άρχισε στις πετριές. Καιρό περίμενε αυτή τη μέρα, που θα στρίμωχνε τους δυο κατεργάρηδες! Χοντρός και λιγνός έγιναν κουνέλες και χάθηκαν στο τέρμα του δρόμου.

Κανείς δεν ξέρει, τί απέγιναν οι δυο σεφ. Κάποιοι είπαν, ότι τους είδαν, να τρέχουν ακόμη. Ένα είναι σίγουρο. Με το φευγιό τους, η πόρτα της κουζίνας του μαγέρικου άνοιξε και μπήκε μέσα φρέσκος αέρας. Ζεστός , κρύος θα δείξει...


Υ.Γ : για οποιονδήποτε συνειρμό... του αναγνώστη,
η αρθρογράφος ουδεμία ευθύνη φέρει.
Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail