Του Άγη Βερούτη
Εξαρχής είχα αποφασίσει ότι δεν θα έκανα καμία κριτική στη νέα κυβέρνηση, ώσπου να δούμε το αποτέλεσμα της πρώτης συνάντησης διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην νέα κυβέρνηση και τους εταίρους. Η συνάντηση αυτή έγινε την Παρασκευή 30/1 και δεν πήγε καλά.
Ο επικεφαλής του Eurogroup Ντάϊσελμπλουμ έφυγε από τις συζητήσεις προσπαθώντας να αποφύγει να σφίξει το χέρι του Έλληνα ΥΠΟΙΚ, σε ένα περιβάλλον ψυχρής αμηχανίας, όταν ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ ενημέρωσε τους εταίρους ότι δεν θα συνεχίσει οποιεσδήποτε συνεννοήσεις με την Τρόικα, εν μέσω συνέντευξης τύπου, ενώ αντίστοιχα νωρίτερα ο Ντάϊσελμπλουμ απέκλεισε την σύγκλιση ευρωπαϊκής συνδιάσκεψης για το Ελληνικό κρατικό χρέος.
Δεν έχει καμία απολύτως έννοια να προσπαθήσει κάποιος να κάνει πιο τρομακτικά τα γεγονότα από όσο είναι στην πραγματικότητα, οπότε αν περιμένει κάποιος να ακούσει τρομο-σενάρια, ας σταματήσει να διαβάζει το σημείωμα εδώ.
Θα προσπαθήσω να θέσω τη σημερινή κατάσταση σε πραγματική βάση, και κατόπιν να αποκρυπτογραφήσω τις εναλλακτικές διαπραγματευτικές στάσεις των δυο πλευρών -δανειστών και Ελλάδας- και τις συνέπειες αυτών.
Η Ελλάδα σήμερα έχει χρέος 317 δις ευρώ ή 175% του ΑΕΠ, το οποίο είναι κατά 75% διακρατικό, και κατά 25% στα χέρια ιδιωτών δανειστών.
Μετά από 4,5 χρόνια πολιτικών λιτότητας και υπερφορολόγησης, η Χώρα μπορεί πλέον και καλύπτει το κόστος λειτουργίας του κράτους με τα έσοδά της, χωρίς να χρειάζεται δανεισμό για αυτά. Αυτό όμως έγινε μετά από δυο έτη δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων τα οποία για την δημιουργία τους έσπρωξαν 2,5 εκατομμύρια Ελλήνων κάτω από το όριο της φτώχιας, έφτασαν την ανεργία στο 28% στο ζενίθ της πριν λιγότερο από 12 μήνες, και άφησαν 1,5 εκατομμύριο Έλληνες χωρίς ιατροφαρμακευτική κάλυψη, παρότι προς το μέσον του 2013 έγινε μια φιλότιμη προσπάθεια για την κάλυψη όσων είχαν πραγματικά ανάγκη ζωής ή θανάτου.
Εκείνο που δεν μπορεί η χώρα να κάνει ρεαλιστικά, είναι να δημιουργεί πρωτογενή πλεονάσματα 4%-9% του ΑΕΠ ετησίως για την επόμενη δεκαετία (όπως έχουν συμφωνηθεί με τους εταίρους-δανειστές μας), και να διατηρήσει και την κοινωνική συνοχή.
Γιατί η Ελλάδα αύξησε τους φόρους ως τώρα παραπάνω από όσο ήταν απολύτως απαραίτητο για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της; Επειδή οι εταίροι μας το επέβαλαν ως ισοδύναμο για τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που δεν κάναμε. Επειδή προτιμούσαμε να υπερφορολογούμε από το να μειώνουμε τα εμπόδια στην παραγωγική οικονομία. Δεν ήταν λογικό αλλά έτσι έγινε. Λανθασμένα.
Βέβαια η προηγούμενη κυβέρνηση είχε ήδη από τον Δεκέμβριο του 2012 αποσπάσει δέσμευση από τους δανειστές να αναθεωρήσουν το χρέος και κυρίως τα πρωτοφανή πλεονάσματα που ζητήθηκαν από την Ελλάδα ως όρος για τον ως τώρα δανεισμό της. Αυτή η δέσμευση δεν υλοποιήθηκε ακόμη, με πρόφαση την μη ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης. Αυτή την αξιολόγηση που η σημερινή κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν θα ολοκληρώσει.
Η όλη συζήτηση για το χρέος, δυστυχώς, θέτει το Ελληνικό πρόβλημα σε λάθος βάση. Αυτό διακινδυνεύει να εκτροχιάσει τις όποιες δυνατότητες σύγκλισης ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους, της σε μια επαναδιαπραγμάτευση των όρων δανεισμού μας.
Η σωστή βάση είναι να γίνει συζήτηση για την εξάλειψη των πρωτογενών πλεονασμάτων, σε συνέχιση της συζήτησης που είχε ξεκινήσει η προηγούμενη κυβέρνηση προ διετίας. Για τα πλεονάσματα υλοποιήθηκε η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, και αυτά ευθύνονται για την φτωχοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας.
Όμως αντί για τα παραπάνω, η κυβέρνηση επιθυμεί να συζητήσει με τους εταίρους μας για το χρέος, δηλαδή το λάθος ζήτημα (θα εξηγήσω λίγο πιο κάτω γιατί η συζήτηση για το χρέος είναι λάθος.)
Η μεν Ελλάδα νομίζει ότι βρίσκεται σε αρκετά καλή δημοσιονομική ισορροπία, με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, για να μπορεί να φύγει από το Ευρώ, οπότε και η απειλή μας για αυτό να γίνεται πιστευτή, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη είναι σε αρκετά καλή δημοσιονομική κατάσταση (νομίζει η Γερμανία) για να μπορεί να αφήσει την Ελλάδα να φύγει από την Ευρωζώνη.
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να ζητάει τίποτε παραπάνω από αυτό που ήδη η Γαλλία επέτρεψε στον εαυτό της, δηλαδή τη δυνατότητα να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της σε μεγαλύτερο χρονικό εύρος.
Αντί αυτού, η σημερινή κυβέρνηση ζητάει την απομείωση του ονομαστικού χρέους, κάτι που δεν έχει καμία απολύτως δημοσιονομική σημασία, απλά διότι αυτό που επιβαρύνει τον προϋπολογισμό δεν είναι η ανακύκλωση του χρέους, αλλά τα επιτόκιά του που καθορίζουν το ποσόν του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος για να πληρωθούν αυτοί οι τόκοι.
Η λιτότητα που βαρύνει την ελληνική οικονομία είναι ευθέως ανάλογη του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος, και άρα ευθέως ανάλογη με το ποσόν των τόκων του κρατικού χρέους, δηλαδή το επιτόκιο!
Από την άλλη πλευρά, το διακρατικό χρέος έχει σημαντικές διαφορές από το ιδιωτικό χρέος.
Ένας ιδιώτης θα μπορούσε ίσως να δεχθεί να πάρει λιγότερο από το κεφάλαιό του αν είχε αρκετά υψηλό επιτόκιο, ή αν η αποδοχή αυτού του κεφαλαίου τώρα τον διέσωζε από τον κίνδυνο να το χάσει όλο λίγο καιρό αργότερα.
Αντίθετα, στην περίπτωση του διακρατικού χρέους, ο Γερμανός ή ο Ισπανός φορολογούμενος που έχει βάλει τις εγγυήσεις για να δανειστεί η Ελλάδα και να διασωθεί, αδιαφορεί πλήρως για το επιτόκιο που θα δανείζεται η Ελλάδα στο διακρατικό χρέος της, ακόμα και αν αυτό είναι 0%, ακόμα και αν η Ελλάδα κληθεί να το πληρώσει στην ΕΚΤ μετά από 100 χρόνια! Αδιαφορεί.
Αυτό που ενδιαφέρει τον Ευρωπαίο φορολογούμενο είναι να μην κληθεί να πληρώσει τις εγγυήσεις αυτές με τους φόρους του, στην περίπτωση που η Ελλάδα κάνει στάση πληρωμών ή κούρεμα. Ήδη η ΕΚΤ επιστρέφει κάθε χρόνο ένα ποσόν που εισπράττει από τόκους στα ελληνικά ομόλογα που διακρατεί.
Αυτό που ζητάμε ως χώρα σήμερα, δηλαδή το κούρεμα του χρέους, είναι τεράστιο λάθος.
Αντί να ζητάμε να μας μειώσουν το επιτόκιο δανεισμού στο 0% για 10-15 χρόνια, και μετά στο 0,2%-0,5% για τα επόμενα 25-30 χρόνια, το οποίο δεν θα ζημιώσει τους ευρωπαίους φορολογούμενους, ζητάμε να πάρουν την άμεση χασούρα ενός κουρέματος 50%-60%-70% χωρίς να υπολογίζουμε πως αν το επιτόκιο παραμείνει στο 2,5% που είναι σήμερα, το όφελός μας θα είναι σίγουρα μικρότερο.
Από το QE της ΕΚΤ η Ελλάδα μπορεί να έχει ως 33% του χρέους της στα χέρια της ΕΚΤ. Όμως ήδη η ΕΚΤ έχει το 33% του ελληνικού κρατικού χρέους στα χέρια της.
Στο κάτω-κάτω, αν στις επόμενες 4-5 δεκαετίες η Ευρώπη ομοσπονδοποιηθεί στις “Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης”, τα κρατικά χρέη θα αμοιβαιοποιηθούν, οπότε το μέγεθος του Ελληνικού χρέους θα είναι αδιάφορο! Αν δεν ομοσπονδοποιηθεί, σε αυτό το εύρος του χρόνου, ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας μας θα το καταστήσει αδιάφορο.
Αντί της διαπραγμάτευσης του χρέους, η σημερινή κυβέρνηση θα όφειλε να πιέζει για τον μηδενισμό του επιτοκίου για μια δεκαετία τουλάχιστον, ώσπου η ελληνική οικονομία να καταφέρει να αναρρώσει από την παράλογη εσωτερική υποτίμηση που υπέστη στα προηγούμενα χρόνια, από τα πρωτοφανή πλεονάσματα, και από την φτωχοποίηση που επέφερε η υπερφορολόγηση.
Όμως, ακόμα και αν ζητούσαμε αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε, δηλαδή την απαλοιφή των πρωτογενών πλεονασμάτων των προϋπολογισμών για τα επόμενα χρόνια, μέσω μηδενισμού των επιτοκίων και ώστε να απαλύνουμε την σημερινή “λιτότητα” σε “λιτό βίο” του κράτους, το απαραίτητο αντάλλαγμα που θα ζητούσαν οι εταίροι δανειστές θα ήταν εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θα μας έβγαζαν από την τελευταία θέση οικονομικής ελευθερίας στον δυτικό κόσμο, 130 στους 166 για το 2015 σύμφωνα με το Heritage Foundation, ανάμεσα στο Μπουρούντι και το Μπαγκλαντές.
Αυτό δεν γίνεται ούτε με ακύρωση των αποκρατικοποιήσεων, ούτε με γιγάντωση του κράτους με 300.000 νέες προσλήψεις σε αυτό, ούτε με αύξηση των συντελεστών φορολόγησης των πλουσίων στο 60%, ούτε με κατάργηση νόμων για ιδιωτικά πανεπιστήμια, ούτε με συνδικαλιστικά αναπτυξιακά αντικίνητρα.
Κάποιοι πρέπει να ξαναμιλήσουν αναμεταξύ τους, και να δουν φεγγάρι και όχι το δάχτυλο.
Το μόνο που μπορούμε αξιόπιστα να ζητήσουμε από τους εταίρους, για να ξεφύγουμε από τη λιτότητα που μας έχει διαλύσει, είναι η επιμήκυνση των ωριμάνσεων του χρέους για 30-50 χρόνια και ο -σχεδόν- μηδενισμός των επιτοκίων δανεισμού μας. Αυτό βέβαια δεν θα απελευθερώσει και πολλά χρήματα, ίσως 2%-3% του ΑΕΠ μας, αφού ήδη δανειζόμαστε με σχεδόν 2,5% για τα 3/4 του χρέους μας.
Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε για να βγούμε από την ύφεση, είναι η απελευθέρωση της οικονομίας μας από την αρτηριοσκληρωτική εμπλοκή του κράτους σε κάθε φάση της παραγωγικής οικονομίας. Οι λύσεις που πρέπει να ακολουθήσουμε, σε σημαντικό βαθμό περιγράφονται στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, η οποία όμως προκαλούσε ισχυρή αλλεργική αντίδραση στη σημερινή κυβέρνηση, τουλάχιστον ως τις εκλογές του προηγούμενου μήνα.
Φυσικά κανείς δεν μπορεί να μας διώξει ευθέως από το ευρώ, καθώς ήδη έχουμε ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό μας. Από την άλλη, αν οι κινήσεις που κάνουμε οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση των καταθέσεων στις τράπεζες λόγω φόβου των καταθετών, δηλαδή αν συνεχίσει η πτώση τους για μερικούς μήνες, θα είναι βέβαιη η ανάγκη βοήθειας από την ΕΚΤ, είτε μέσω του ELA είτε μιας πιο μακροχρόνιας λύσης.
Αν όμως αυτή η λύση δεν βρει την σύμφωνη γνώμη των εταίρων της Ευρωζώνης στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, Εκεί ακριβώς βρίσκεται το σημείο όπου μας κρατούν οι εταίροι, και φυσικά αν δεν συναινέσουν να βοηθήσουν, θα αναγκαστούμε να τυπώσουμε μόνοι μας για να μην μείνουμε χωρίς τράπεζες.
Ευρώ πάντως να τυπώσουμε δεν μπορούμε.
Βέβαια εκτός από την λέξη Grexit προσφάτως έχει δημιουργηθεί και η λέξη Spanic.
Ο Θεός μαζί μας.
capital.gr
Εξαρχής είχα αποφασίσει ότι δεν θα έκανα καμία κριτική στη νέα κυβέρνηση, ώσπου να δούμε το αποτέλεσμα της πρώτης συνάντησης διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην νέα κυβέρνηση και τους εταίρους. Η συνάντηση αυτή έγινε την Παρασκευή 30/1 και δεν πήγε καλά.
Ο επικεφαλής του Eurogroup Ντάϊσελμπλουμ έφυγε από τις συζητήσεις προσπαθώντας να αποφύγει να σφίξει το χέρι του Έλληνα ΥΠΟΙΚ, σε ένα περιβάλλον ψυχρής αμηχανίας, όταν ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ ενημέρωσε τους εταίρους ότι δεν θα συνεχίσει οποιεσδήποτε συνεννοήσεις με την Τρόικα, εν μέσω συνέντευξης τύπου, ενώ αντίστοιχα νωρίτερα ο Ντάϊσελμπλουμ απέκλεισε την σύγκλιση ευρωπαϊκής συνδιάσκεψης για το Ελληνικό κρατικό χρέος.
Δεν έχει καμία απολύτως έννοια να προσπαθήσει κάποιος να κάνει πιο τρομακτικά τα γεγονότα από όσο είναι στην πραγματικότητα, οπότε αν περιμένει κάποιος να ακούσει τρομο-σενάρια, ας σταματήσει να διαβάζει το σημείωμα εδώ.
Θα προσπαθήσω να θέσω τη σημερινή κατάσταση σε πραγματική βάση, και κατόπιν να αποκρυπτογραφήσω τις εναλλακτικές διαπραγματευτικές στάσεις των δυο πλευρών -δανειστών και Ελλάδας- και τις συνέπειες αυτών.
Η Ελλάδα σήμερα έχει χρέος 317 δις ευρώ ή 175% του ΑΕΠ, το οποίο είναι κατά 75% διακρατικό, και κατά 25% στα χέρια ιδιωτών δανειστών.
Μετά από 4,5 χρόνια πολιτικών λιτότητας και υπερφορολόγησης, η Χώρα μπορεί πλέον και καλύπτει το κόστος λειτουργίας του κράτους με τα έσοδά της, χωρίς να χρειάζεται δανεισμό για αυτά. Αυτό όμως έγινε μετά από δυο έτη δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων τα οποία για την δημιουργία τους έσπρωξαν 2,5 εκατομμύρια Ελλήνων κάτω από το όριο της φτώχιας, έφτασαν την ανεργία στο 28% στο ζενίθ της πριν λιγότερο από 12 μήνες, και άφησαν 1,5 εκατομμύριο Έλληνες χωρίς ιατροφαρμακευτική κάλυψη, παρότι προς το μέσον του 2013 έγινε μια φιλότιμη προσπάθεια για την κάλυψη όσων είχαν πραγματικά ανάγκη ζωής ή θανάτου.
Εκείνο που δεν μπορεί η χώρα να κάνει ρεαλιστικά, είναι να δημιουργεί πρωτογενή πλεονάσματα 4%-9% του ΑΕΠ ετησίως για την επόμενη δεκαετία (όπως έχουν συμφωνηθεί με τους εταίρους-δανειστές μας), και να διατηρήσει και την κοινωνική συνοχή.
Γιατί η Ελλάδα αύξησε τους φόρους ως τώρα παραπάνω από όσο ήταν απολύτως απαραίτητο για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της; Επειδή οι εταίροι μας το επέβαλαν ως ισοδύναμο για τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που δεν κάναμε. Επειδή προτιμούσαμε να υπερφορολογούμε από το να μειώνουμε τα εμπόδια στην παραγωγική οικονομία. Δεν ήταν λογικό αλλά έτσι έγινε. Λανθασμένα.
Βέβαια η προηγούμενη κυβέρνηση είχε ήδη από τον Δεκέμβριο του 2012 αποσπάσει δέσμευση από τους δανειστές να αναθεωρήσουν το χρέος και κυρίως τα πρωτοφανή πλεονάσματα που ζητήθηκαν από την Ελλάδα ως όρος για τον ως τώρα δανεισμό της. Αυτή η δέσμευση δεν υλοποιήθηκε ακόμη, με πρόφαση την μη ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης. Αυτή την αξιολόγηση που η σημερινή κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν θα ολοκληρώσει.
Η όλη συζήτηση για το χρέος, δυστυχώς, θέτει το Ελληνικό πρόβλημα σε λάθος βάση. Αυτό διακινδυνεύει να εκτροχιάσει τις όποιες δυνατότητες σύγκλισης ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους, της σε μια επαναδιαπραγμάτευση των όρων δανεισμού μας.
Η σωστή βάση είναι να γίνει συζήτηση για την εξάλειψη των πρωτογενών πλεονασμάτων, σε συνέχιση της συζήτησης που είχε ξεκινήσει η προηγούμενη κυβέρνηση προ διετίας. Για τα πλεονάσματα υλοποιήθηκε η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, και αυτά ευθύνονται για την φτωχοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας.
Όμως αντί για τα παραπάνω, η κυβέρνηση επιθυμεί να συζητήσει με τους εταίρους μας για το χρέος, δηλαδή το λάθος ζήτημα (θα εξηγήσω λίγο πιο κάτω γιατί η συζήτηση για το χρέος είναι λάθος.)
Η μεν Ελλάδα νομίζει ότι βρίσκεται σε αρκετά καλή δημοσιονομική ισορροπία, με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, για να μπορεί να φύγει από το Ευρώ, οπότε και η απειλή μας για αυτό να γίνεται πιστευτή, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη είναι σε αρκετά καλή δημοσιονομική κατάσταση (νομίζει η Γερμανία) για να μπορεί να αφήσει την Ελλάδα να φύγει από την Ευρωζώνη.
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να ζητάει τίποτε παραπάνω από αυτό που ήδη η Γαλλία επέτρεψε στον εαυτό της, δηλαδή τη δυνατότητα να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της σε μεγαλύτερο χρονικό εύρος.
Αντί αυτού, η σημερινή κυβέρνηση ζητάει την απομείωση του ονομαστικού χρέους, κάτι που δεν έχει καμία απολύτως δημοσιονομική σημασία, απλά διότι αυτό που επιβαρύνει τον προϋπολογισμό δεν είναι η ανακύκλωση του χρέους, αλλά τα επιτόκιά του που καθορίζουν το ποσόν του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος για να πληρωθούν αυτοί οι τόκοι.
Η λιτότητα που βαρύνει την ελληνική οικονομία είναι ευθέως ανάλογη του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος, και άρα ευθέως ανάλογη με το ποσόν των τόκων του κρατικού χρέους, δηλαδή το επιτόκιο!
Από την άλλη πλευρά, το διακρατικό χρέος έχει σημαντικές διαφορές από το ιδιωτικό χρέος.
Ένας ιδιώτης θα μπορούσε ίσως να δεχθεί να πάρει λιγότερο από το κεφάλαιό του αν είχε αρκετά υψηλό επιτόκιο, ή αν η αποδοχή αυτού του κεφαλαίου τώρα τον διέσωζε από τον κίνδυνο να το χάσει όλο λίγο καιρό αργότερα.
Αντίθετα, στην περίπτωση του διακρατικού χρέους, ο Γερμανός ή ο Ισπανός φορολογούμενος που έχει βάλει τις εγγυήσεις για να δανειστεί η Ελλάδα και να διασωθεί, αδιαφορεί πλήρως για το επιτόκιο που θα δανείζεται η Ελλάδα στο διακρατικό χρέος της, ακόμα και αν αυτό είναι 0%, ακόμα και αν η Ελλάδα κληθεί να το πληρώσει στην ΕΚΤ μετά από 100 χρόνια! Αδιαφορεί.
Αυτό που ενδιαφέρει τον Ευρωπαίο φορολογούμενο είναι να μην κληθεί να πληρώσει τις εγγυήσεις αυτές με τους φόρους του, στην περίπτωση που η Ελλάδα κάνει στάση πληρωμών ή κούρεμα. Ήδη η ΕΚΤ επιστρέφει κάθε χρόνο ένα ποσόν που εισπράττει από τόκους στα ελληνικά ομόλογα που διακρατεί.
Αυτό που ζητάμε ως χώρα σήμερα, δηλαδή το κούρεμα του χρέους, είναι τεράστιο λάθος.
Αντί να ζητάμε να μας μειώσουν το επιτόκιο δανεισμού στο 0% για 10-15 χρόνια, και μετά στο 0,2%-0,5% για τα επόμενα 25-30 χρόνια, το οποίο δεν θα ζημιώσει τους ευρωπαίους φορολογούμενους, ζητάμε να πάρουν την άμεση χασούρα ενός κουρέματος 50%-60%-70% χωρίς να υπολογίζουμε πως αν το επιτόκιο παραμείνει στο 2,5% που είναι σήμερα, το όφελός μας θα είναι σίγουρα μικρότερο.
Από το QE της ΕΚΤ η Ελλάδα μπορεί να έχει ως 33% του χρέους της στα χέρια της ΕΚΤ. Όμως ήδη η ΕΚΤ έχει το 33% του ελληνικού κρατικού χρέους στα χέρια της.
Στο κάτω-κάτω, αν στις επόμενες 4-5 δεκαετίες η Ευρώπη ομοσπονδοποιηθεί στις “Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης”, τα κρατικά χρέη θα αμοιβαιοποιηθούν, οπότε το μέγεθος του Ελληνικού χρέους θα είναι αδιάφορο! Αν δεν ομοσπονδοποιηθεί, σε αυτό το εύρος του χρόνου, ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας μας θα το καταστήσει αδιάφορο.
Αντί της διαπραγμάτευσης του χρέους, η σημερινή κυβέρνηση θα όφειλε να πιέζει για τον μηδενισμό του επιτοκίου για μια δεκαετία τουλάχιστον, ώσπου η ελληνική οικονομία να καταφέρει να αναρρώσει από την παράλογη εσωτερική υποτίμηση που υπέστη στα προηγούμενα χρόνια, από τα πρωτοφανή πλεονάσματα, και από την φτωχοποίηση που επέφερε η υπερφορολόγηση.
Όμως, ακόμα και αν ζητούσαμε αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε, δηλαδή την απαλοιφή των πρωτογενών πλεονασμάτων των προϋπολογισμών για τα επόμενα χρόνια, μέσω μηδενισμού των επιτοκίων και ώστε να απαλύνουμε την σημερινή “λιτότητα” σε “λιτό βίο” του κράτους, το απαραίτητο αντάλλαγμα που θα ζητούσαν οι εταίροι δανειστές θα ήταν εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θα μας έβγαζαν από την τελευταία θέση οικονομικής ελευθερίας στον δυτικό κόσμο, 130 στους 166 για το 2015 σύμφωνα με το Heritage Foundation, ανάμεσα στο Μπουρούντι και το Μπαγκλαντές.
Αυτό δεν γίνεται ούτε με ακύρωση των αποκρατικοποιήσεων, ούτε με γιγάντωση του κράτους με 300.000 νέες προσλήψεις σε αυτό, ούτε με αύξηση των συντελεστών φορολόγησης των πλουσίων στο 60%, ούτε με κατάργηση νόμων για ιδιωτικά πανεπιστήμια, ούτε με συνδικαλιστικά αναπτυξιακά αντικίνητρα.
Κάποιοι πρέπει να ξαναμιλήσουν αναμεταξύ τους, και να δουν φεγγάρι και όχι το δάχτυλο.
Το μόνο που μπορούμε αξιόπιστα να ζητήσουμε από τους εταίρους, για να ξεφύγουμε από τη λιτότητα που μας έχει διαλύσει, είναι η επιμήκυνση των ωριμάνσεων του χρέους για 30-50 χρόνια και ο -σχεδόν- μηδενισμός των επιτοκίων δανεισμού μας. Αυτό βέβαια δεν θα απελευθερώσει και πολλά χρήματα, ίσως 2%-3% του ΑΕΠ μας, αφού ήδη δανειζόμαστε με σχεδόν 2,5% για τα 3/4 του χρέους μας.
Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε για να βγούμε από την ύφεση, είναι η απελευθέρωση της οικονομίας μας από την αρτηριοσκληρωτική εμπλοκή του κράτους σε κάθε φάση της παραγωγικής οικονομίας. Οι λύσεις που πρέπει να ακολουθήσουμε, σε σημαντικό βαθμό περιγράφονται στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, η οποία όμως προκαλούσε ισχυρή αλλεργική αντίδραση στη σημερινή κυβέρνηση, τουλάχιστον ως τις εκλογές του προηγούμενου μήνα.
Φυσικά κανείς δεν μπορεί να μας διώξει ευθέως από το ευρώ, καθώς ήδη έχουμε ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό μας. Από την άλλη, αν οι κινήσεις που κάνουμε οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση των καταθέσεων στις τράπεζες λόγω φόβου των καταθετών, δηλαδή αν συνεχίσει η πτώση τους για μερικούς μήνες, θα είναι βέβαιη η ανάγκη βοήθειας από την ΕΚΤ, είτε μέσω του ELA είτε μιας πιο μακροχρόνιας λύσης.
Αν όμως αυτή η λύση δεν βρει την σύμφωνη γνώμη των εταίρων της Ευρωζώνης στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, Εκεί ακριβώς βρίσκεται το σημείο όπου μας κρατούν οι εταίροι, και φυσικά αν δεν συναινέσουν να βοηθήσουν, θα αναγκαστούμε να τυπώσουμε μόνοι μας για να μην μείνουμε χωρίς τράπεζες.
Ευρώ πάντως να τυπώσουμε δεν μπορούμε.
Βέβαια εκτός από την λέξη Grexit προσφάτως έχει δημιουργηθεί και η λέξη Spanic.
Ο Θεός μαζί μας.
capital.gr