Χρήστος Βαγενάς
Το δύο πιο βλαβερά στοιχεία στη λειτουργία της δημοκρατίας είναι η άγνοια του μέσου πολίτη και ψηφοφόρου, σχετικά με το τι σημαίνει χρήμα, πως δημιουργείται και πως λειτουργεί, και η άγνοιά του σχετικά με το τι σημαίνουν οι διάφορες ιδεολογίες, επάνω στις οποίες στηρίζονται τα διάφορα κομματικά κατασκευάσματα που διεκδικούν την εξουσία.
Αυτά τα δύο δεν είναι πολύπλοκα πράγματα που απαιτούν Πανεπιστημιακή μόρφωση και χρόνια στο θρανίο για να μαθευτούν. Καθόλου δεν διαφέρουν σε δυσκολία από τα βασικά που χρειάζεται ο μέσος πολίτης για να κουμαντάρει τα προσωπικά του οικονομικά και να επιλέξει πρότυπα για την κοινωνική του συμπεριφορά.
Τη διαχρονική αυτή άγνοια, οι λεγόμενες παρασιτικές ελίτ που μας ληστεύουν, κάνουν ότι μπορούν να την διαιωνίζουν. Η πιο επιτυχημένη και συχνή μέθοδος που τα μέλη και οι αντιπρόσωποι των ελιτικών εκμεταλλευτών χρησιμοποιούν για τη συνέχεια του σκοταδισμού είναι η χρήση μπερδεμένων και πολύπλοκων όρων, όταν αναφέρονται σε θέματα χρήματος ή σε πολιτικές ιδεολογίες.
Το θέμα του χρήματος βέβαια είναι αυτή τη στιγμή το πιο σοβαρό.
Για παράδειγμα, η Τραπεζική λειτουργία, μια απίστευτη νομιμοποιημένη απάτη εις βάρος του κοσμάκη συζητιέται καθημερινά στον δημόσιο χώρο με σκόπιμα μπερδεμένο τρόπο, και ο κόσμος κυριολεκτικά δεν παίρνει χαμπάρι τίποτα.
Είναι τόσο πετυχημένη η κοροϊδία, που και οι άνθρωποι που δουλεύουν στις Τράπεζες δεν την έχουν πάρει χαμπάρι.
Ο μέσος πολίτης πιστεύει ότι οι Τράπεζες κερδίζουν λεφτά με το να δανείζουν τις καταθέσεις των πολιτών με υψηλότερο επιτόκιο από εκείνο που πληρώνουν στους καταθέτες.
Αυτό το κουτόχορτο ταΐζουν τον κόσμο αιώνες τώρα οι συστημικοί οικονομολόγοι και οι Τραπεζίτες. Κι όταν λένε την αλήθεια, την λένε με τέτοιο τρόπο, που να μην βγάζει ο κόσμος νόημα. Λένε για παράδειγμα, «Οι καταθέσεις μοχλεύονται», ή λένε, «Οι Τράπεζες δανείζουν επί κλασματικών αποθεμάτων». Αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά όταν λέγεται έτσι, περνάει σαν κάτι άκακο και ασήμαντο.
Για να καταλάβουμε πως δουλεύει το σημερινό Τραπεζικό κόλπο (εδώ και περίπου τριακόσια χρόνια), πρέπει να δούμε πως ξεκίνησε η ιστορία του. Γι’ αυτό θα χρησιμοποιήσουμε ένα πλασματικό παράδειγμα που εξηγεί πως η απάτη μπήκε στα σκαριά:
Ο κόσμος πήγαινε το χρυσάφι του στην Τράπεζα για ασφάλεια και φύλαξη κι έπαιρνε ένα χαρτί σαν απόδειξη. Η Τράπεζα τότε λειτουργούσε, όπως ακριβώς πιστεύει ο κόσμος ότι λειτουργεί σήμερα. Πλήρωνε κάποιο τόκο στους καταθέτες, δάνειζε με περισσότερο τόκο σε δανειστές, και η διαφορά ανάμεσα στα δύο ποσοστά ήταν το κέρδος της.
Με την πάροδο του χρόνου, οι κάτοχοι των αποδείξεων άρχισαν να κυκλοφορούν τις ίδιες αυτές αποδείξεις σαν χρήμα, χωρίς να πηγαίνουν να τις ανταλλάσσουν με χρυσό πρώτα, προκειμένου να πληρώσουν κάποιον με χρυσό (που θα κατέληγε πάλι στην Τράπεζα έτσι κι αλλιώς).
Και να πως γεννήθηκε το μεγάλο κόλπο:
Ο Τραπεζίτης έβλεπε ότι από τον χρυσό που είχε σε καταθέσεις στο θησαυροφυλάκιό του ποτέ δεν αποσυρόταν περισσότερο από το 10%. Δεν πήγαινε δηλαδή ο κόσμος να εξαργυρώσει αποδείξεις παραπάνω από ότι αντιστοιχούσε στα 10% του αποθηκευμένου χρυσού.
Δηλαδή, αν ο αποθηκευμένος χρυσός στο θησαυροφυλάκιο ήταν, ας πούμε, 100 κιλά, ποτέ δεν έρχονταν αποδείξεις να εξαργυρωθούν με χρυσό που αντιστοιχούσαν σε περισσότερο από 10 κιλά.
Μια ωραία πρωία λοιπόν ο τραπεζίτης σκέφτηκε το εξής:
«Για κάτσε ρε παιδί μου: Τα 90 κιλά χρυσό που μένουν μέσα και κανείς δεν ζητάει να τα πάρει στο χέρι, θα μπορούσαν να είναι το 10% αποδείξεων που άξιζαν 900 κιλά χρυσού. Γιατί να μη φτιάξω εγώ ο ίδιος πλαστές αποδείξεις που να αντιστοιχούν σε 900 κιλά χρυσό, και να δίνω αυτές τις αποδείξεις σαν δανεικά, και με τόκο μάλιστα; Αφού από ότι έχω δει, το πολύ-πολύ μόνον το 10% αυτών των αποδείξεων θα έρθει στην Τράπεζά μου να ανταλλαχτεί με χρυσό. Κι αυτό το 10% είναι 90 κιλά, τα οποία έχω.»
Και αυτό έγινε. Ο Τραπεζίτης δηλαδή, με αυτήν την παραχαρακτική απάτη δεκαπλασίασε τις καταθέσεις στην Τράπεζά του προς όφελος δικό του, χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι τίποτα.
Τώρα βέβαια, έξω στην αγορά κυκλοφορούσαν οι νόμιμες αποδείξεις για 100 κιλά χρυσό μαζί με τις πλαστές που αντιστοιχούσαν σε 900 κιλά χρυσό που δεν υπήρχαν. Αλλά διαφορά δεν φαινόταν καμία.
Και ο Τραπεζίτης βρέθηκε ξαφνικά να έχει στην τσέπη του εννιά φορές την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορούσε στην αγορά, χωρίς να έχει κάνει απολύτως τίποτα, εκτός βέβαια από το να τυπώσει τις πλαστές αποδείξεις.
(Ξαναδιαβάστε τις παραπάνω τέσσερις παραγράφους προσεκτικά. Είναι σημαντικό).
Αν βέβαια όλες οι αποδείξεις μαζί πήγαιναν για εξαργύρωση, το κόλπο θα ξεσκεπαζόταν. Αλλά αυτό γινόταν πολύ σπάνια. Με τον καιρό, οι λίγοι Τραπεζίτες έμαθαν ο ένας να δανείζεται τα αποθέματα χρυσού του άλλου, για να αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις και να κρατάνε το κόλπο κουκουλωμένο.
Έτσι λειτουργούν οι Τράπεζες σήμερα. Αυτό το κόλπο μάλιστα έχει νομιμοποιηθεί. Επιτρέπεται δηλαδή σε κάποιον που έχει άδεια Τράπεζας να δημιουργεί δεκαπλάσιο χρήμα (από όσο έχει σε καταθέσεις), από το τίποτα, και να το δανείζει σε όποιον του γουστάρει. Ενώ κάποιος άλλος, χωρίς άδεια Τράπεζας, ο οποίος έχει, ας πούμε, ένα εκατομμύριο, και θέλει να το δανείσει, μόλις το δανείσει, τελείωσε. Ο Τραπεζίτης όμως, που έχει σε καταθέσεις ένα εκατομμύριο, μπορεί να δανείσει δέκα και να βγάλει δεκαπλάσιο τόκο και κεφάλαιο.
Κι αν κάποιος θέλει το δάνειο σε μετρητά, και τα μετρητά είναι παραπάνω από όσα έχει η Τράπεζα, μπορεί να πάει στο νομισματοκοπείο, και με βάση την Τραπεζική του άδεια να ζητήσει να του τυπώσουν το έξτρα χρήμα (ποτέ δεν χρειάζεται, διότι τα λεφτά σπάνια φεύγουν από το Τραπεζικό σύστημα σε μετρητά).
Με δεδομένη αυτήν την νομιμοποιημένη απατεωνιά, είναι ποτέ δυνατόν κάποιος, όσο καλό κουμάντο κι αν κάνει στην επιχείρησή του να μπορέσει να ανταγωνιστεί κάποιον Τραπεζικά δικτυωμένο, που έχει πρόσβαση σε τέτοιο χρήμα, και μάλιστα χωρίς να κοπιάσει καθόλου;
Κι αφού το χρήμα για τον Τραπεζίτη «βγαίνει» τόσο εύκολα, δεν είναι φυσιολογικό να «λαδώνει» πρώτα την τσέπη του, τους πολιτικούς που του χορήγησαν την Τραπεζική άδεια, και το προσωπικό του δίκτυο;
Και το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι, αργότερα, το κόλπο ενισχύθηκε με την εγκαθίδρυση μιας ιδιωτικής Τράπεζας σε συνεννόηση με εξαγορασμένους πολιτικούς ηγέτες. Η νέα ιδιωτική Τράπεζα, πάντα λεγόταν «Εθνική», έφτιαχνε το εθνικό νόμισμα από αέρα κοπανιστό, το δάνειζε στο κράτος ή στις ιδιωτικές Τράπεζες, και με νόμο ήλεγχε τις διάφορες άλλες Τράπεζες, θέτοντας όρια στο πόσο μπορούν να «ξεντώνουν» τις καταθέσεις τους.
Το κόλπο αυτό είναι σε ενεργό δράση από το 1694 (με την ίδρυση της Τράπεζας Αγγλίας), αλλά έχει βγει αρκετά στη φόρα τα τελευταία 60 χρόνια. Για να μην ξεσκεπαστεί για τα καλά, και για να μην εξαπλωθεί το όφελος πέρα από το στενό Τραπεζοπολιτικό δίκτυο, έσπευσαν παντού οι κυβερνήσεις να περάσουν το «πόθεν έσχεις» για μετρητά. Να μην μπορεί δηλαδή κάποιος, να δανειστεί λεφτά από την Τραπεζα Α, να τα πάρει μετρητά, να πάει μετά να τα καταθέσει στην Τράπεζα Β, και από εκεί μετέπειτα να δανειστεί δεκαπλάσια της κατάθεσής του. Άλλος δηλαδή είναι ο λόγος για το «πόθεν έσχεις» των μετρητών, όχι η καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών κτλ.
Γνωρίζοντας τα παραπάνω τώρα, ασφαλώς καταλαβαίνετε καλύτερα πόσο εγκληματικό είναι, το κράτος να παίρνει δάνεια με ενέχυρο εμάς και τον κόπο μας, και να τα δίνει στις Τράπεζες για να καλύψουν λεφτά που δημιούργησαν από το τίποτα, λεφτά δηλαδή που ποτέ δεν τα είχαν.
Και δεν είναι κοροϊδία, να μας λένε ότι πρέπει να δώσουμε λεφτά στις Τράπεζες για να μην χάσουμε τις καταθέσεις μας;
Μιλάμε για τρελά πράγματα δηλαδή, που δεν θα μας τα πέρναγαν με τίποτα, αν ο κόσμος ήξερε τα παραπάνω στοιχειώδη.
Το δύο πιο βλαβερά στοιχεία στη λειτουργία της δημοκρατίας είναι η άγνοια του μέσου πολίτη και ψηφοφόρου, σχετικά με το τι σημαίνει χρήμα, πως δημιουργείται και πως λειτουργεί, και η άγνοιά του σχετικά με το τι σημαίνουν οι διάφορες ιδεολογίες, επάνω στις οποίες στηρίζονται τα διάφορα κομματικά κατασκευάσματα που διεκδικούν την εξουσία.
Αυτά τα δύο δεν είναι πολύπλοκα πράγματα που απαιτούν Πανεπιστημιακή μόρφωση και χρόνια στο θρανίο για να μαθευτούν. Καθόλου δεν διαφέρουν σε δυσκολία από τα βασικά που χρειάζεται ο μέσος πολίτης για να κουμαντάρει τα προσωπικά του οικονομικά και να επιλέξει πρότυπα για την κοινωνική του συμπεριφορά.
Τη διαχρονική αυτή άγνοια, οι λεγόμενες παρασιτικές ελίτ που μας ληστεύουν, κάνουν ότι μπορούν να την διαιωνίζουν. Η πιο επιτυχημένη και συχνή μέθοδος που τα μέλη και οι αντιπρόσωποι των ελιτικών εκμεταλλευτών χρησιμοποιούν για τη συνέχεια του σκοταδισμού είναι η χρήση μπερδεμένων και πολύπλοκων όρων, όταν αναφέρονται σε θέματα χρήματος ή σε πολιτικές ιδεολογίες.
Το θέμα του χρήματος βέβαια είναι αυτή τη στιγμή το πιο σοβαρό.
Για παράδειγμα, η Τραπεζική λειτουργία, μια απίστευτη νομιμοποιημένη απάτη εις βάρος του κοσμάκη συζητιέται καθημερινά στον δημόσιο χώρο με σκόπιμα μπερδεμένο τρόπο, και ο κόσμος κυριολεκτικά δεν παίρνει χαμπάρι τίποτα.
Είναι τόσο πετυχημένη η κοροϊδία, που και οι άνθρωποι που δουλεύουν στις Τράπεζες δεν την έχουν πάρει χαμπάρι.
Ο μέσος πολίτης πιστεύει ότι οι Τράπεζες κερδίζουν λεφτά με το να δανείζουν τις καταθέσεις των πολιτών με υψηλότερο επιτόκιο από εκείνο που πληρώνουν στους καταθέτες.
Αυτό το κουτόχορτο ταΐζουν τον κόσμο αιώνες τώρα οι συστημικοί οικονομολόγοι και οι Τραπεζίτες. Κι όταν λένε την αλήθεια, την λένε με τέτοιο τρόπο, που να μην βγάζει ο κόσμος νόημα. Λένε για παράδειγμα, «Οι καταθέσεις μοχλεύονται», ή λένε, «Οι Τράπεζες δανείζουν επί κλασματικών αποθεμάτων». Αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά όταν λέγεται έτσι, περνάει σαν κάτι άκακο και ασήμαντο.
Για να καταλάβουμε πως δουλεύει το σημερινό Τραπεζικό κόλπο (εδώ και περίπου τριακόσια χρόνια), πρέπει να δούμε πως ξεκίνησε η ιστορία του. Γι’ αυτό θα χρησιμοποιήσουμε ένα πλασματικό παράδειγμα που εξηγεί πως η απάτη μπήκε στα σκαριά:
Ο κόσμος πήγαινε το χρυσάφι του στην Τράπεζα για ασφάλεια και φύλαξη κι έπαιρνε ένα χαρτί σαν απόδειξη. Η Τράπεζα τότε λειτουργούσε, όπως ακριβώς πιστεύει ο κόσμος ότι λειτουργεί σήμερα. Πλήρωνε κάποιο τόκο στους καταθέτες, δάνειζε με περισσότερο τόκο σε δανειστές, και η διαφορά ανάμεσα στα δύο ποσοστά ήταν το κέρδος της.
Με την πάροδο του χρόνου, οι κάτοχοι των αποδείξεων άρχισαν να κυκλοφορούν τις ίδιες αυτές αποδείξεις σαν χρήμα, χωρίς να πηγαίνουν να τις ανταλλάσσουν με χρυσό πρώτα, προκειμένου να πληρώσουν κάποιον με χρυσό (που θα κατέληγε πάλι στην Τράπεζα έτσι κι αλλιώς).
Και να πως γεννήθηκε το μεγάλο κόλπο:
Ο Τραπεζίτης έβλεπε ότι από τον χρυσό που είχε σε καταθέσεις στο θησαυροφυλάκιό του ποτέ δεν αποσυρόταν περισσότερο από το 10%. Δεν πήγαινε δηλαδή ο κόσμος να εξαργυρώσει αποδείξεις παραπάνω από ότι αντιστοιχούσε στα 10% του αποθηκευμένου χρυσού.
Δηλαδή, αν ο αποθηκευμένος χρυσός στο θησαυροφυλάκιο ήταν, ας πούμε, 100 κιλά, ποτέ δεν έρχονταν αποδείξεις να εξαργυρωθούν με χρυσό που αντιστοιχούσαν σε περισσότερο από 10 κιλά.
Μια ωραία πρωία λοιπόν ο τραπεζίτης σκέφτηκε το εξής:
«Για κάτσε ρε παιδί μου: Τα 90 κιλά χρυσό που μένουν μέσα και κανείς δεν ζητάει να τα πάρει στο χέρι, θα μπορούσαν να είναι το 10% αποδείξεων που άξιζαν 900 κιλά χρυσού. Γιατί να μη φτιάξω εγώ ο ίδιος πλαστές αποδείξεις που να αντιστοιχούν σε 900 κιλά χρυσό, και να δίνω αυτές τις αποδείξεις σαν δανεικά, και με τόκο μάλιστα; Αφού από ότι έχω δει, το πολύ-πολύ μόνον το 10% αυτών των αποδείξεων θα έρθει στην Τράπεζά μου να ανταλλαχτεί με χρυσό. Κι αυτό το 10% είναι 90 κιλά, τα οποία έχω.»
Και αυτό έγινε. Ο Τραπεζίτης δηλαδή, με αυτήν την παραχαρακτική απάτη δεκαπλασίασε τις καταθέσεις στην Τράπεζά του προς όφελος δικό του, χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι τίποτα.
Τώρα βέβαια, έξω στην αγορά κυκλοφορούσαν οι νόμιμες αποδείξεις για 100 κιλά χρυσό μαζί με τις πλαστές που αντιστοιχούσαν σε 900 κιλά χρυσό που δεν υπήρχαν. Αλλά διαφορά δεν φαινόταν καμία.
Και ο Τραπεζίτης βρέθηκε ξαφνικά να έχει στην τσέπη του εννιά φορές την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορούσε στην αγορά, χωρίς να έχει κάνει απολύτως τίποτα, εκτός βέβαια από το να τυπώσει τις πλαστές αποδείξεις.
(Ξαναδιαβάστε τις παραπάνω τέσσερις παραγράφους προσεκτικά. Είναι σημαντικό).
Αν βέβαια όλες οι αποδείξεις μαζί πήγαιναν για εξαργύρωση, το κόλπο θα ξεσκεπαζόταν. Αλλά αυτό γινόταν πολύ σπάνια. Με τον καιρό, οι λίγοι Τραπεζίτες έμαθαν ο ένας να δανείζεται τα αποθέματα χρυσού του άλλου, για να αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις και να κρατάνε το κόλπο κουκουλωμένο.
Έτσι λειτουργούν οι Τράπεζες σήμερα. Αυτό το κόλπο μάλιστα έχει νομιμοποιηθεί. Επιτρέπεται δηλαδή σε κάποιον που έχει άδεια Τράπεζας να δημιουργεί δεκαπλάσιο χρήμα (από όσο έχει σε καταθέσεις), από το τίποτα, και να το δανείζει σε όποιον του γουστάρει. Ενώ κάποιος άλλος, χωρίς άδεια Τράπεζας, ο οποίος έχει, ας πούμε, ένα εκατομμύριο, και θέλει να το δανείσει, μόλις το δανείσει, τελείωσε. Ο Τραπεζίτης όμως, που έχει σε καταθέσεις ένα εκατομμύριο, μπορεί να δανείσει δέκα και να βγάλει δεκαπλάσιο τόκο και κεφάλαιο.
Κι αν κάποιος θέλει το δάνειο σε μετρητά, και τα μετρητά είναι παραπάνω από όσα έχει η Τράπεζα, μπορεί να πάει στο νομισματοκοπείο, και με βάση την Τραπεζική του άδεια να ζητήσει να του τυπώσουν το έξτρα χρήμα (ποτέ δεν χρειάζεται, διότι τα λεφτά σπάνια φεύγουν από το Τραπεζικό σύστημα σε μετρητά).
Με δεδομένη αυτήν την νομιμοποιημένη απατεωνιά, είναι ποτέ δυνατόν κάποιος, όσο καλό κουμάντο κι αν κάνει στην επιχείρησή του να μπορέσει να ανταγωνιστεί κάποιον Τραπεζικά δικτυωμένο, που έχει πρόσβαση σε τέτοιο χρήμα, και μάλιστα χωρίς να κοπιάσει καθόλου;
Κι αφού το χρήμα για τον Τραπεζίτη «βγαίνει» τόσο εύκολα, δεν είναι φυσιολογικό να «λαδώνει» πρώτα την τσέπη του, τους πολιτικούς που του χορήγησαν την Τραπεζική άδεια, και το προσωπικό του δίκτυο;
Και το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι, αργότερα, το κόλπο ενισχύθηκε με την εγκαθίδρυση μιας ιδιωτικής Τράπεζας σε συνεννόηση με εξαγορασμένους πολιτικούς ηγέτες. Η νέα ιδιωτική Τράπεζα, πάντα λεγόταν «Εθνική», έφτιαχνε το εθνικό νόμισμα από αέρα κοπανιστό, το δάνειζε στο κράτος ή στις ιδιωτικές Τράπεζες, και με νόμο ήλεγχε τις διάφορες άλλες Τράπεζες, θέτοντας όρια στο πόσο μπορούν να «ξεντώνουν» τις καταθέσεις τους.
Το κόλπο αυτό είναι σε ενεργό δράση από το 1694 (με την ίδρυση της Τράπεζας Αγγλίας), αλλά έχει βγει αρκετά στη φόρα τα τελευταία 60 χρόνια. Για να μην ξεσκεπαστεί για τα καλά, και για να μην εξαπλωθεί το όφελος πέρα από το στενό Τραπεζοπολιτικό δίκτυο, έσπευσαν παντού οι κυβερνήσεις να περάσουν το «πόθεν έσχεις» για μετρητά. Να μην μπορεί δηλαδή κάποιος, να δανειστεί λεφτά από την Τραπεζα Α, να τα πάρει μετρητά, να πάει μετά να τα καταθέσει στην Τράπεζα Β, και από εκεί μετέπειτα να δανειστεί δεκαπλάσια της κατάθεσής του. Άλλος δηλαδή είναι ο λόγος για το «πόθεν έσχεις» των μετρητών, όχι η καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών κτλ.
Γνωρίζοντας τα παραπάνω τώρα, ασφαλώς καταλαβαίνετε καλύτερα πόσο εγκληματικό είναι, το κράτος να παίρνει δάνεια με ενέχυρο εμάς και τον κόπο μας, και να τα δίνει στις Τράπεζες για να καλύψουν λεφτά που δημιούργησαν από το τίποτα, λεφτά δηλαδή που ποτέ δεν τα είχαν.
Και δεν είναι κοροϊδία, να μας λένε ότι πρέπει να δώσουμε λεφτά στις Τράπεζες για να μην χάσουμε τις καταθέσεις μας;
Μιλάμε για τρελά πράγματα δηλαδή, που δεν θα μας τα πέρναγαν με τίποτα, αν ο κόσμος ήξερε τα παραπάνω στοιχειώδη.