Του Γιώργου Τσακίρη
Έχοντας πλέον ως δεδομένα, τόσο το έγγραφο της «μη διαφωνίας» του Eurogroup της Παρασκευής 20/2, όσο και αυτό της (επονομαζόμενης) «λίστας Βαρουφάκη» που εγκρίθηκε από το ίδιο αυτό σώμα την Τρίτη 24/2, είναι ίσως καιρός να προσεγγίσει κανείς, όσο πιο ψύχραιμα και αναλυτικά του επιτρέπουν οι γνώσεις αλλά και ο … χαρακτήρας του, τις ως άνω εξελίξεις.
Θα πρέπει κατ’ αρχήν να επισημάνουμε ότι και τα δύο αυτά κείμενα ακολουθούν την ίδια ακριβώς τακτική της «δημιουργικής ασάφειας», με άλλα λόγια … διαβάζοντάς τα κανείς μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα που ο ίδιος επιθυμεί, τον «συμφέρουν» ή του επιτρέπουν να τα παρουσιάσει στο κοινό του με τρόπο που δε θα ανατρέπει τις γενικές πολιτικές του (ή όποιες άλλες) δεσμεύσεις.
Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι είναι η πρώτη ίσως φορά που στα δύο αυτά κείμενα, δεν υπάρχει καμία απολύτως σαφής δέσμευση, καμία απολύτως αναφορά σε αριθμούς, πίνακες ή όποια άλλα τέτοια στοιχεία ή εκφράσεις ήταν συνηθισμένοι να διαβάζουν, εγκρίνουν ή απορρίπτουν οι τεχνοκράτες υπουργοί οικονομικών του Eurogroup. Κι όμως … τα ενέκριναν.
Δε θα πρέπει να διαφεύγει της αντίληψής μας επίσης ότι, έως το τέλος του 2015, η χώρα μας, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, καλείται να πληρώσει προς τους πιστωτές της τόκους και χρεολύσια που ξεπερνούν τα 29 δις ευρώ !
Με βάση τα παραπάνω, και με το σκεπτικό ότι αυτά θεωρούνται δεκτά, ας προσπαθήσουμε να «δούμε» ποιες μπορεί να είναι οι εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη χώρα μας, λαμβάνοντας όμως παράλληλα υπ’ όψιν ότι οι εξελίξεις αυτές δεν μπορούν να «ειδωθούν» ανεξάρτητα από ότι συμβαίνει, ή δυνητικά μπορεί να συμβεί, σε μία αρκετά πιο ευρεία περιοχή, που περιλαμβάνει τόσο την Ουκρανία, όσο και χώρες στην Β. Αφρική, τη Συρία και γενικότερα την περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Ξεκινώντας από το ότι η «δημιουργική ασάφεια» σε ένα κείμενο, μπορεί μεν να δίνει την ευχέρεια ερμηνείας του κατά το δοκούν από εκείνους που το διαβάζουν, και θα πρέπει στη συνέχεια να το εξηγήσουν, στην πραγματικότητα όμως απλά παρατείνει στο σχετικά άμεσο μέλλον την αδήριτη ανάγκη της πλήρους εξήγησής του, σε συμφωνία και αγαστή συνεργασία μάλιστα όσων το έχουν υπογράψει. Το μόνο λοιπόν που προσφέρει στην παρούσα φάση η ασάφεια των όρων, των λέξεων και των προτάσεων των κειμένων του Eurogroup, είναι η δημιουργία ενός «κενού χρόνου», μιας … «ανακωχής» θα έλεγε κανείς, μέχρις ότου ο καθένας από τους υπογράφοντες κληθεί εκ των πραγμάτων να έρθει και πάλι στο σημείο της αντιπαράθεσης, που προϋπήρχε της υπογραφής τους. Θετικό μπορεί να χαρακτηρισθεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά, τόσο ασαφή κείμενα τυγχάνουν της έγκρισης των ευρωπαίων εταίρων μας και μάλιστα σε καθαρά τεχνοκρατικό επίπεδο, όπως αυτό των υπουργών οικονομικών των χωρών μελών της Ευρωζώνης. Θετικό επίσης και το γεγονός ότι αυτός ο «κενός χρόνος» μπορεί εκμεταλλευθεί από την ελληνική κυβέρνηση ώστε, βασιζόμενη στην ανωτέρω ασάφεια των όρων, προβεί στις πολιτικές και νομοθετικές εκείνες ενέργειες που θα ενισχύσουν τόσο το διαπραγματευτικό, όσο και το πολιτικό αλλά και με κοινωνικό προσανατολισμό προφίλ της. Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή ώστε οι ενέργειες αυτές να μην δημιουργήσουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης, εντός του οποίου η ίδια θα κληθεί να λειτουργήσει σε λίγους μήνες.
Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση, στο άμεσο προσεχές μέλλον, θα πρέπει να «διαλέξει τις θέσεις μάχης της» και ποιοι θα είναι απέναντί της. Το σενάριο μιας -κατ’ αρχήν- «βελούδινης σύγκρουσης» με τους «εταίρους» και δανειστές μας είναι υπαρκτό, αλλά δεν πρόκειται να μείνει εκεί.
Λεπτές σίγουρα οι ισορροπίες και δύσκολες οι αποφάσεις.
Ούτως ή άλλως, η προσωρινή απουσία αριθμών, πινάκων (ή ότι άλλο) σημαίνει απλά ότι θα έρθει η στιγμή που αυτά θα πρέπει να παρουσιασθούν. Όσες αντιρρήσεις και αν μπορεί να φέρει κανείς σε αυτό, αποτελεί μία πραγματικότητα την οποία αποδεχθήκαμε εντασσόμενοι σε μία ευρύτερη νομισματική (και όχι - ακόμη ; - οικονομική) «συμμαχία» κρατών.
Το ζήτημα της ηγεμονικής στάσης της Γερμανίας μέσα σε αυτή τη «συμμαχία», δεν είναι καινούργιο, ούτε κάτι που δεν γνωρίζαμε, ακόμη και όταν αυτή η νομισματική «συμμαχία» δεν υπήρχε καν. Την ίδια στάση άλλωστε κρατά η χώρα αυτή και στο επίπεδο των πολιτικών αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μία στάση που οδηγεί σε αποφάσεις που προκαλούν την έντονη αντίδραση όλο και περισσότερων πολιτών σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όχι μόνο), οι οποίοι τελικά εκφράζουν την αντίδρασή τους αυτή, είτε επιλέγοντας να στηρίξουν με την ψήφο τους καινοφανείς πολιτικούς σχηματισμούς που η βασική ρητορική τους εδράζεται κυρίως στην άμεση και ολική ανατροπή των πολιτικών της άκρατης λιτότητας και του χρηματοοικονομικά δομημένου πολιτικού συστήματος, είτε (και δυστυχώς) πολιτικά κόμματα με νεοναζιστικές ή -έστω- ακροδεξιές ιδεολογικές τοποθετήσεις. Μία πολιτική κατάσταση δηλαδή που αρχίζει να θυμίζει έντονα (εάν δεν αντιγράφει), ανάλογες καταστάσεις που έζησε η ίδια η Γερμανία, λίγα χρόνια μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μία στάση που τα αποτελέσματά της ίσως δούμε αποτυπωμένα στις εθνικές και περιφερειακές εκλογές που πρόκειται να διεξαχθούν εντός του 2015, σε χώρες όπως η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία αλλά και η Ισπανία (και ίσως η Ιταλία).
Μας προβληματίζει ; Σίγουρα ναι. Και σίγουρα όχι μόνον εμάς.
Μπορούμε, ή έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου, να περιμένουμε άπραγοι αυτές τις εξελίξεις ;
Μπορούμε να κάνουμε κάτι ώστε να ανατραπεί προς όφελός μας ο συσχετισμός δυνάμεων αυτής της, πολυεπίπεδα ανομοιογενούς από τη γένεσή της, Ένωσης ;
Εδώ πλέον το «παιχνίδι» αρχίζει να μεγαλώνει, ξεφεύγοντας από τα στενά πλαίσια όχι μόνο της χώρας μας, αλλά τόσο της Γερμανίας όσο και των κρατών μελών της Ευρωζώνης γενικότερα.
Εδώ, οι ισορροπίες δυνάμεων αλλά και παράγοντες όχι αποκλειστικά οικονομικοί, όπως πχ η γεωστρατηγική θέση της χώρας, η οποία της προσφέρει όχι μόνο πλεονεκτήματα αλλά και δυσεπίλυτα ζητήματα, τα ιστορικά προηγούμενα αλλά και οι δεσμοί φιλίας ή όχι των λαών που είναι δυνατό να προκαλέσουν πολιτικές εξελίξεις και ανατροπές, οι υπάρχουσες από χρόνια συμμαχίες σε επίπεδο κρατών και οι νέες που ενδέχεται να δημιουργηθούν στην ευρύτερη περιοχή για να εξυπηρετήσουν είτε βραχυχρόνια είτε μακροχρόνια συμφέροντα, η νομολογία και οι Συνθήκες που ορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών (κ.α.) χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και πολύ καλά προετοιμασμένη στρατηγική προσέγγισης ή απομάκρυνσης (τακτικών ελιγμών με δυο λόγια) από γεγονότα ή και αποφάσεις που μπορούν ανά πάσα στιγμή να ωφελήσουν ή όχι τη χώρα μας σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Μπορεί μεν η Ελλάδα να αποτελεί ένα είδος «γέφυρας» μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και χωρών της Β. Αφρικής, και μάλιστα σε ένα αρκετά ευρύ πεδίο ζητημάτων, ταυτόχρονα όμως αυτή ακριβώς η θέση της, δημιουργεί θέματα που, μέχρι και σήμερα δυστυχώς, είτε καλείται να αντιμετωπίσει μόνη της, είτε προσπαθώντας κάθε φορά και για κάθε διαφορετικό θέμα, να βρει συμμάχους ή υποστηρικτές που τα δικά τους συμφέροντα (πιθανόν να) έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση μεταξύ τους. Ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, της ονομασίας της ΠΓΔΜ, του casus belli της Τουρκίας (κ.α.) δημιουργούν συνθήκες συμμαχιών για την επίλυσή τους που (πιθανόν να) έρχονται σε αντίθεση με αποφάσεις (πχ και για τα … εμφανή) για τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας για το ζήτημα της Ουκρανίας. Όλα αυτά βέβαια ιδωμένα, υπό το πρίσμα της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ.
Στην παρούσα χρονική συγκυρία πάντως, κατά τη γνώμη μου, οι συνθήκες ευνοούν την ανάληψη πρωτοβουλιών από την Ελλάδα, σε κάθε επίπεδο και προς κάθε κατεύθυνση.
Ίσως κάποιοι αναρωτηθούν, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την οικονομική κατάσταση της χώρας, τη «μη διαφωνία» που σηματοδοτούν τα κείμενα του Eurogroup και την ηγεμονική στάση της Γερμανίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Νομίζω ότι η απάντηση θα μπορούσε να δοθεί, εάν σταματούσαμε να «κοιτάμε» τα ζητήματα που μας απασχολούν με τα δικά μας «μάτια», και διευρύναμε την οπτικής μας θέτοντας ερωτήματα όπως : ποια είναι η θέση (οικονομικά και πολιτικά) της Γερμανίας στον κόσμο ; Τι ισχύ έχουν και πόσο επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία οι αποφάσεις του Eurogroup σε μακροχρόνιο ορίζοντα ; Γιατί οικονομίες και κράτη, απείρως μεγαλύτερες/α από την Ελλάδα, ασχολούνται διεξοδικά (και διαχρονικά) μαζί μας ;
Ερωτήματα που συνδέονται άμεσα, τόσο με τη θέση της χώρας μας στο χάρτη, αλλά ταυτόχρονα και απόλυτα συνδυαστικά, με τις οικονομικές της προοπτικές στο άμεσο σχετικά μέλλον, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του το ρόλο που μπορεί να έχει στην παγκόσμια και διαρκή αναζήτηση ενεργειακών πόρων και του τρόπου μεταφοράς και διανομής τους.
Σε τελική λοιπόν ανάλυση, το ερώτημα που πλανάται τις τελευταίες ημέρες στα χείλη και το μυαλό όλων μας, «Κερδίσαμε ;», είναι κατά τη γνώμη μου όχι απλά πρόωρο αλλά και εκτός πραγματικότητας.
Η διαμόρφωση των ιστορικών εξελίξεων ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν πρόκειται να είναι στατική. Εξετάζεται και αναθεωρείται κάθε στιγμή, με κάθε απόφαση που καλούμαστε να πάρουμε.
Στη πορεία λοιπόν ενός έθνους, ενός κράτους αν θέλετε, στο διάβα των αιώνων, καταλυτικό ρόλο παίζουν εκείνοι που καλούνται να πάρουν τις πρέπουσες κάθε φορά αποφάσεις.
Και σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται στο σημείο εκείνο όπου οι αποφάσεις αυτές, είναι σε θέση να επηρεάσουν τις εξελίξεις όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά σε ένα αρκετά πιο ευρύ πεδίο γεγονότων.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, ερωτήματα που οι απαντήσεις τους ικανοποιούν στατικές καταστάσεις, το πιο πιθανό είναι να δίνουν λανθασμένη εικόνα της πραγματικότητας, όπως αυτή μπορεί να προκύψει την αμέσως επόμενη στιγμή και, το χειρότερο, να δημιουργούν προσδοκίες ή απογοητεύσεις που βασίζονται σε λάθος συμπεράσματα.
Έχοντας πλέον ως δεδομένα, τόσο το έγγραφο της «μη διαφωνίας» του Eurogroup της Παρασκευής 20/2, όσο και αυτό της (επονομαζόμενης) «λίστας Βαρουφάκη» που εγκρίθηκε από το ίδιο αυτό σώμα την Τρίτη 24/2, είναι ίσως καιρός να προσεγγίσει κανείς, όσο πιο ψύχραιμα και αναλυτικά του επιτρέπουν οι γνώσεις αλλά και ο … χαρακτήρας του, τις ως άνω εξελίξεις.
Θα πρέπει κατ’ αρχήν να επισημάνουμε ότι και τα δύο αυτά κείμενα ακολουθούν την ίδια ακριβώς τακτική της «δημιουργικής ασάφειας», με άλλα λόγια … διαβάζοντάς τα κανείς μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα που ο ίδιος επιθυμεί, τον «συμφέρουν» ή του επιτρέπουν να τα παρουσιάσει στο κοινό του με τρόπο που δε θα ανατρέπει τις γενικές πολιτικές του (ή όποιες άλλες) δεσμεύσεις.
Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι είναι η πρώτη ίσως φορά που στα δύο αυτά κείμενα, δεν υπάρχει καμία απολύτως σαφής δέσμευση, καμία απολύτως αναφορά σε αριθμούς, πίνακες ή όποια άλλα τέτοια στοιχεία ή εκφράσεις ήταν συνηθισμένοι να διαβάζουν, εγκρίνουν ή απορρίπτουν οι τεχνοκράτες υπουργοί οικονομικών του Eurogroup. Κι όμως … τα ενέκριναν.
Δε θα πρέπει να διαφεύγει της αντίληψής μας επίσης ότι, έως το τέλος του 2015, η χώρα μας, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, καλείται να πληρώσει προς τους πιστωτές της τόκους και χρεολύσια που ξεπερνούν τα 29 δις ευρώ !
Με βάση τα παραπάνω, και με το σκεπτικό ότι αυτά θεωρούνται δεκτά, ας προσπαθήσουμε να «δούμε» ποιες μπορεί να είναι οι εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη χώρα μας, λαμβάνοντας όμως παράλληλα υπ’ όψιν ότι οι εξελίξεις αυτές δεν μπορούν να «ειδωθούν» ανεξάρτητα από ότι συμβαίνει, ή δυνητικά μπορεί να συμβεί, σε μία αρκετά πιο ευρεία περιοχή, που περιλαμβάνει τόσο την Ουκρανία, όσο και χώρες στην Β. Αφρική, τη Συρία και γενικότερα την περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Ξεκινώντας από το ότι η «δημιουργική ασάφεια» σε ένα κείμενο, μπορεί μεν να δίνει την ευχέρεια ερμηνείας του κατά το δοκούν από εκείνους που το διαβάζουν, και θα πρέπει στη συνέχεια να το εξηγήσουν, στην πραγματικότητα όμως απλά παρατείνει στο σχετικά άμεσο μέλλον την αδήριτη ανάγκη της πλήρους εξήγησής του, σε συμφωνία και αγαστή συνεργασία μάλιστα όσων το έχουν υπογράψει. Το μόνο λοιπόν που προσφέρει στην παρούσα φάση η ασάφεια των όρων, των λέξεων και των προτάσεων των κειμένων του Eurogroup, είναι η δημιουργία ενός «κενού χρόνου», μιας … «ανακωχής» θα έλεγε κανείς, μέχρις ότου ο καθένας από τους υπογράφοντες κληθεί εκ των πραγμάτων να έρθει και πάλι στο σημείο της αντιπαράθεσης, που προϋπήρχε της υπογραφής τους. Θετικό μπορεί να χαρακτηρισθεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά, τόσο ασαφή κείμενα τυγχάνουν της έγκρισης των ευρωπαίων εταίρων μας και μάλιστα σε καθαρά τεχνοκρατικό επίπεδο, όπως αυτό των υπουργών οικονομικών των χωρών μελών της Ευρωζώνης. Θετικό επίσης και το γεγονός ότι αυτός ο «κενός χρόνος» μπορεί εκμεταλλευθεί από την ελληνική κυβέρνηση ώστε, βασιζόμενη στην ανωτέρω ασάφεια των όρων, προβεί στις πολιτικές και νομοθετικές εκείνες ενέργειες που θα ενισχύσουν τόσο το διαπραγματευτικό, όσο και το πολιτικό αλλά και με κοινωνικό προσανατολισμό προφίλ της. Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή ώστε οι ενέργειες αυτές να μην δημιουργήσουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης, εντός του οποίου η ίδια θα κληθεί να λειτουργήσει σε λίγους μήνες.
Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση, στο άμεσο προσεχές μέλλον, θα πρέπει να «διαλέξει τις θέσεις μάχης της» και ποιοι θα είναι απέναντί της. Το σενάριο μιας -κατ’ αρχήν- «βελούδινης σύγκρουσης» με τους «εταίρους» και δανειστές μας είναι υπαρκτό, αλλά δεν πρόκειται να μείνει εκεί.
Λεπτές σίγουρα οι ισορροπίες και δύσκολες οι αποφάσεις.
Ούτως ή άλλως, η προσωρινή απουσία αριθμών, πινάκων (ή ότι άλλο) σημαίνει απλά ότι θα έρθει η στιγμή που αυτά θα πρέπει να παρουσιασθούν. Όσες αντιρρήσεις και αν μπορεί να φέρει κανείς σε αυτό, αποτελεί μία πραγματικότητα την οποία αποδεχθήκαμε εντασσόμενοι σε μία ευρύτερη νομισματική (και όχι - ακόμη ; - οικονομική) «συμμαχία» κρατών.
Το ζήτημα της ηγεμονικής στάσης της Γερμανίας μέσα σε αυτή τη «συμμαχία», δεν είναι καινούργιο, ούτε κάτι που δεν γνωρίζαμε, ακόμη και όταν αυτή η νομισματική «συμμαχία» δεν υπήρχε καν. Την ίδια στάση άλλωστε κρατά η χώρα αυτή και στο επίπεδο των πολιτικών αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μία στάση που οδηγεί σε αποφάσεις που προκαλούν την έντονη αντίδραση όλο και περισσότερων πολιτών σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όχι μόνο), οι οποίοι τελικά εκφράζουν την αντίδρασή τους αυτή, είτε επιλέγοντας να στηρίξουν με την ψήφο τους καινοφανείς πολιτικούς σχηματισμούς που η βασική ρητορική τους εδράζεται κυρίως στην άμεση και ολική ανατροπή των πολιτικών της άκρατης λιτότητας και του χρηματοοικονομικά δομημένου πολιτικού συστήματος, είτε (και δυστυχώς) πολιτικά κόμματα με νεοναζιστικές ή -έστω- ακροδεξιές ιδεολογικές τοποθετήσεις. Μία πολιτική κατάσταση δηλαδή που αρχίζει να θυμίζει έντονα (εάν δεν αντιγράφει), ανάλογες καταστάσεις που έζησε η ίδια η Γερμανία, λίγα χρόνια μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μία στάση που τα αποτελέσματά της ίσως δούμε αποτυπωμένα στις εθνικές και περιφερειακές εκλογές που πρόκειται να διεξαχθούν εντός του 2015, σε χώρες όπως η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία αλλά και η Ισπανία (και ίσως η Ιταλία).
Μας προβληματίζει ; Σίγουρα ναι. Και σίγουρα όχι μόνον εμάς.
Μπορούμε, ή έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου, να περιμένουμε άπραγοι αυτές τις εξελίξεις ;
Μπορούμε να κάνουμε κάτι ώστε να ανατραπεί προς όφελός μας ο συσχετισμός δυνάμεων αυτής της, πολυεπίπεδα ανομοιογενούς από τη γένεσή της, Ένωσης ;
Εδώ πλέον το «παιχνίδι» αρχίζει να μεγαλώνει, ξεφεύγοντας από τα στενά πλαίσια όχι μόνο της χώρας μας, αλλά τόσο της Γερμανίας όσο και των κρατών μελών της Ευρωζώνης γενικότερα.
Εδώ, οι ισορροπίες δυνάμεων αλλά και παράγοντες όχι αποκλειστικά οικονομικοί, όπως πχ η γεωστρατηγική θέση της χώρας, η οποία της προσφέρει όχι μόνο πλεονεκτήματα αλλά και δυσεπίλυτα ζητήματα, τα ιστορικά προηγούμενα αλλά και οι δεσμοί φιλίας ή όχι των λαών που είναι δυνατό να προκαλέσουν πολιτικές εξελίξεις και ανατροπές, οι υπάρχουσες από χρόνια συμμαχίες σε επίπεδο κρατών και οι νέες που ενδέχεται να δημιουργηθούν στην ευρύτερη περιοχή για να εξυπηρετήσουν είτε βραχυχρόνια είτε μακροχρόνια συμφέροντα, η νομολογία και οι Συνθήκες που ορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών (κ.α.) χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και πολύ καλά προετοιμασμένη στρατηγική προσέγγισης ή απομάκρυνσης (τακτικών ελιγμών με δυο λόγια) από γεγονότα ή και αποφάσεις που μπορούν ανά πάσα στιγμή να ωφελήσουν ή όχι τη χώρα μας σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Μπορεί μεν η Ελλάδα να αποτελεί ένα είδος «γέφυρας» μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και χωρών της Β. Αφρικής, και μάλιστα σε ένα αρκετά ευρύ πεδίο ζητημάτων, ταυτόχρονα όμως αυτή ακριβώς η θέση της, δημιουργεί θέματα που, μέχρι και σήμερα δυστυχώς, είτε καλείται να αντιμετωπίσει μόνη της, είτε προσπαθώντας κάθε φορά και για κάθε διαφορετικό θέμα, να βρει συμμάχους ή υποστηρικτές που τα δικά τους συμφέροντα (πιθανόν να) έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση μεταξύ τους. Ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, της ονομασίας της ΠΓΔΜ, του casus belli της Τουρκίας (κ.α.) δημιουργούν συνθήκες συμμαχιών για την επίλυσή τους που (πιθανόν να) έρχονται σε αντίθεση με αποφάσεις (πχ και για τα … εμφανή) για τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας για το ζήτημα της Ουκρανίας. Όλα αυτά βέβαια ιδωμένα, υπό το πρίσμα της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ.
Στην παρούσα χρονική συγκυρία πάντως, κατά τη γνώμη μου, οι συνθήκες ευνοούν την ανάληψη πρωτοβουλιών από την Ελλάδα, σε κάθε επίπεδο και προς κάθε κατεύθυνση.
Ίσως κάποιοι αναρωτηθούν, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την οικονομική κατάσταση της χώρας, τη «μη διαφωνία» που σηματοδοτούν τα κείμενα του Eurogroup και την ηγεμονική στάση της Γερμανίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Νομίζω ότι η απάντηση θα μπορούσε να δοθεί, εάν σταματούσαμε να «κοιτάμε» τα ζητήματα που μας απασχολούν με τα δικά μας «μάτια», και διευρύναμε την οπτικής μας θέτοντας ερωτήματα όπως : ποια είναι η θέση (οικονομικά και πολιτικά) της Γερμανίας στον κόσμο ; Τι ισχύ έχουν και πόσο επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία οι αποφάσεις του Eurogroup σε μακροχρόνιο ορίζοντα ; Γιατί οικονομίες και κράτη, απείρως μεγαλύτερες/α από την Ελλάδα, ασχολούνται διεξοδικά (και διαχρονικά) μαζί μας ;
Ερωτήματα που συνδέονται άμεσα, τόσο με τη θέση της χώρας μας στο χάρτη, αλλά ταυτόχρονα και απόλυτα συνδυαστικά, με τις οικονομικές της προοπτικές στο άμεσο σχετικά μέλλον, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του το ρόλο που μπορεί να έχει στην παγκόσμια και διαρκή αναζήτηση ενεργειακών πόρων και του τρόπου μεταφοράς και διανομής τους.
Σε τελική λοιπόν ανάλυση, το ερώτημα που πλανάται τις τελευταίες ημέρες στα χείλη και το μυαλό όλων μας, «Κερδίσαμε ;», είναι κατά τη γνώμη μου όχι απλά πρόωρο αλλά και εκτός πραγματικότητας.
Η διαμόρφωση των ιστορικών εξελίξεων ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν πρόκειται να είναι στατική. Εξετάζεται και αναθεωρείται κάθε στιγμή, με κάθε απόφαση που καλούμαστε να πάρουμε.
Στη πορεία λοιπόν ενός έθνους, ενός κράτους αν θέλετε, στο διάβα των αιώνων, καταλυτικό ρόλο παίζουν εκείνοι που καλούνται να πάρουν τις πρέπουσες κάθε φορά αποφάσεις.
Και σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται στο σημείο εκείνο όπου οι αποφάσεις αυτές, είναι σε θέση να επηρεάσουν τις εξελίξεις όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά σε ένα αρκετά πιο ευρύ πεδίο γεγονότων.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, ερωτήματα που οι απαντήσεις τους ικανοποιούν στατικές καταστάσεις, το πιο πιθανό είναι να δίνουν λανθασμένη εικόνα της πραγματικότητας, όπως αυτή μπορεί να προκύψει την αμέσως επόμενη στιγμή και, το χειρότερο, να δημιουργούν προσδοκίες ή απογοητεύσεις που βασίζονται σε λάθος συμπεράσματα.