φωτογραφία από ηλεκτροσόκ |
Η τραγική ιστορία του μικρού Αλεξ αλλά και τώρα του Βαγγέλη Γιακουμάκη, έφερε στο νου μου μια άλλη, παλαιότερη περίπτωση παιδικής βίας. Βλέπετε το bullying είναι ένας όρος της εποχής ωστόσο πάντα υπήρχαν αυτοί που για κάποιο λόγο αποτελούσαν το αντικείμενο της πλάκας στα σχολεία, τις παρέες και τις συναναστροφές.
Είχα ένα φίλο που θα τον ονομάσω Δημήτρη, όχι ότι αν πω το κανονικό του όνομα θα τον καταλάβει κανείς αλλά ας είναι. Για κάποιο λόγο από όταν ήμασταν ακόμη πολύ μικροί, ο Δημήτρης ήταν που τις έτρωγε όποτε παίζαμε η παρέα ή που ήμασταν όλοι οι υπόλοιποι μαζί και αυτός μόνος του. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά αν και έχουν περάσει κάτι παραπάνω από 30 χρόνια, ότι με το παιδικό μου μυαλό των 5-6 ετών τότε αναρωτιώμουν «μα γιατί πάντα τις τρώει ο Δημήτρης;». Αναρωτήθηκα εγώ, έτσι φευγαλέα, αλλά όχι οι γονείς του.
Στη συνέχεια μεγαλώναμε στο Δημοτικό κι αργότερα πήγαμε Γυμνάσιο. Οι διαφορές οξύνονταν. Ο Δημήτρης είχε - όπως αποδείχθηκε αργότερα - μια μορφή δυσλεξίας, ωστόσο οι γονείς του προτιμούσαν αντί να προβληματιστούν για τις επιδόσεις του με τα μαθήματα, να τον λένε τεμπέλη κτλ. Δεν ξέρω, ίσως είναι καμιά φορά ευκολότερο να μη βλέπεις το πρόβλημα. Αυτό όμως δεν μπορεί να μείνει κρυμμένο.
Στις διακοπές τα καλοκαίρια στη νότια Εύβοια, πάντα ήταν ο δέκτης της πλάκας, της φάπας, της οργής.
Κι όμως ήταν ένα καλότατο κι ευγενικό παιδί.
Στο σχολείο πάλι όπως αργότερα έμαθα, δεινοπαθούσε. Το αστείο ξέρετε όμως ποιο είναι; Και το είχα ζήσει και με μια άλλη περίπτωση καρπαζοεισπράκτορα στο δικό μου σχολείο. Ότι αντί να απομακρύνονται από την πηγή του κινδύνου, κολλούσαν όπως ο μαγνήτης. Ο Δημήτρης για παράδειγμα στη Β' και Γ' Γυμνασίου ακολουθούσε στις 15ημερες εκδρομές στο εξωτερικό τις ημέρες μετά το Πάσχα του σχολείου του. Και τι φάρσες δεν του έκαναν εκεί. Τον έβαζαν να γδύνεται, να κάνει διάφορα, τον φωτογράφιζαν, μετά τον απειλούσαν ότι θα τα στείλουν σπίτι του. Κι αυτά στο πιο αθώο 1991-1993 και σε σχολείο που έβαζε μπροστά τη θρησκεία.
Αργότερα έφυγε από εκεί. Πήγε σε άλλο ιδιωτικό στο οποίο βοηθούσαν τους αδύναμους μαθητές. Εκεί κι αν υπέφερε. Τι του κολλούσαν τσίχλες στα παντελόνια, τι του έβαζαν κόλλες στην καρέκλα ή τον έδεναν. Του δανείζονταν παιχνίδια στο Gameboy και μετά ζητούν πεντοχίλιαρα για να τα επιστρέψουν. Τι του είχαν σπάσει τα γυαλιά. Θυμάμαι έκανε πάρτι κάποτε και κάλεσε όλη την τάξη του. Ετοιμασίες, τούρτες, φαγητά. Πήγαινε στη Β' Λυκείου. Δεν πάτησε το πόδι του κανείς. Η εντολή ήταν "μην τολμήσει να πάει κανείς στο πάρτι του Δημήτρη". Κι ένα μεσημέρι... Αχ ένα μεσημέρι... Τα κορίτσια στο σχολικό τον έβαλαν να επιδοθεί σε σεξουαλική πράξη. Κι αυτός το έκανε. Την άλλη μέρα τον έκαναν βούκινο κι ένας τύπος, ο εφιάλτης του, τον σάπισε στο ξύλο. Η δε...προανάκριση του ιδιοκτήτη του σχολείου ήταν για γέλια. Κυριολεκτικά για γέλια όταν ο ξάδερφός του Δημήτρη μου έλεγε τι έγινε. Ο Δημήτρης ταρακουνήθηκε. Ήθελε να αυτοκτονήσει. Σοβάρεψε πολύ. Τελικά τελείωσε το σχολείο με τα μύρια όσα προβλήματα.
Σε κάποια φάση επισκέφθηκε μια ψυχολόγο που του έκανε διάφορα τεστ. Εκεί κάτι πήγε να γίνει. Η δε πλάκα ήταν όταν πήγε στο στρατό. Όλοι φοβόντουσαν πως θα δεινοπαθήσει. Και όμως τον επισκέφθηκαν γνωστοί στο 15ημερο στη Θήβα και ήταν άλλος άνθρωπος. «Ο Δημήτρης ήταν απλά μια χαρά». Η καταπίεση του σπιτιού του, οι αδικίες που του έκαναν μια ζωή ήταν δουλεία για αυτόν. Ο στρατός τον απελευθέρωσε. Έσπευσαν όμως να του κόψουν τη θητεία και να τον απαλλάξουν ως ψυχοπαθή. Και τότε του άρχισαν τα ψυχοφάρμακα.
Πάει ο Δημήτρης... Αργά αργά πήρε την άγουσα για το τέλος. Αποβλακώθηκε τελείως αλλά και αποτρελάθηκε. Όταν πια σπάνια τύχαινε να τον δω, γυάλιζε το μάτι του. Φτερνιζόσουν κι έλεγε θα σε σφάξω. Δεν μπορούσε τους δυνατούς ήχους. Μιλούσε μόνος στους δρόμους, περνούσε διαβάσεις και δεν κοιτούσε αν έρχεται αμάξι. Δεν ήταν ικανός να βάλει ένα ποτήρι νερό να πιει. Τον έπιαναν μανίες. Άλλοτε με φωτιές κι άλλοτε με χρήματα. Τα έβγαζε, τα μετρούσε, τα κοιτούσε, τα ξαναφύλαγε, τα ξαναμέτραγε, τα έβαζε στο ΑΤΜ, τα έβγαζε, μια φορά το μπλόκαρε κιόλας.
Κάποια στιγμή βάρυνε τόσο πολύ που πλέον νοσηλεύθηκε. Πάνε περίπου 10 χρόνια από τότε. Άρχισαν τα ηλεκτροσόκ. 27 χρονών τότε παιδί να κάνει ηλεκτροσόκ. Σχιζοφρενής.
Μόνος. Χωρίς φίλους. Χωρίς τίποτε. Ύπνος, φαγητό, ύπνος και κάποιες επισκέψεις για ξελαμπικάρισμα. 38 πια ετών. Ποιος; Ο Δημήτρης, το καλύτερο και πιο πονόψυχο παιδί. Το έχασαν οι γονείς του μέσα από τα χέρια τους και το αποτέλειωσαν στα σχολείο. Η μητέρα του δεν ήταν όμως τόσο ξύπνια, ο πατέρας του προτιμούσε τις επιχειρήσεις του. Καμιά φορά είναι ευκολότερο να πετάς τις ευθύνες από πάνω σου. Όμως θα σε καταδιώξουν μια μέρα. Τώρα αναρωτιέται τι θα απογίνει ο γιος του όταν πεθάνει... Τα δολάρια, τα πλούτη και οι περιουσίες δεν έχουν ψυχή να του σταθούν ενώ ο άλλος γιος, μάλλον δε θα νοιαστεί κι ιδιαίτερα. Ο ίδιος απομονώθηκε με άσχημο τρόπο από όλο τον κόσμο. Με κακίες, με φαγωμάρες. Ούτε αυτό όμως έσωσε το παιδί του.
Σπάνια είχε κάτι αναλαμπές ο Δημήτρης που σε άφηναν άναυδο. Αλλά ήταν αναλαμπές.
Ναι ο Δημήτρης είχε την προδιάθεση γιατί είχα και μια - δυο περιπτώσεις αντίστοιχες στο σχολείο. Εκείνοι όμως αποδείχθηκαν δυνατοί. Προχώρησαν στη ζωή.
Ο Δημήτρης δεν πέθανε πάνω σε κάποια φάρσα, ούτε σκοτώθηκε. Δεν τον έγραψαν οι εφημερίδες. Δεν τον αναζήτησε κανείς. Αμφιβάλλει όμως κανείς πως είναι νεκρός; Με τα γεγονότα των τελευταίων ημέρων ήρθε στο νου μου.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν θα μπορούσε να αναστηθεί μετά από τόσους τόνους μαστούρας που τον αχρήστευσαν. Θα μπορούσε. Ελευθερία ήθελε ο Δημήτρης. Οξύγονο και ενθάρρυνση. Καλή κουβέντα. Πόση; Τόση ώστε να πάρει μπρος. Τότε, 20 χρόνια πίσω ήταν πιο εύκολα. Τώρα; Χρειάζεται ένα θαύμα, χρειάζεται διαρκής προσευχή και επίμονη προσπάθεια για να ανατραπεί μια κατάσταση που σχεδόν αγγίζει τα 20 χρόνια.Χρειάζεται πρώτα να αλλάξουν όσοι ζουν δίπλα του και αποφασίζουν για τη ζωή του.
Αισθάνθηκα ότι είχα ιερή υποχρέωση να γράψω κάτι για αυτόν. Κανείς άλλος δεν πρόκειται να το κάνει. Κανείς δεν πρόκειται να πει την αλήθεια όπως είναι.
Έστω για την ιστορία.
Έστω ΓΙΑ ΤΟ «ΔΗΜΗΤΡΗ» ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ.