Το Βερολίνο είναι φαίνεται χορευτικός προορισμός. Το ταγκό που χορεύουν οι Έλληνες πρωθυπουργοί μόλις συναντούν την κ. Μέρκελ περιλαμβάνει «μεθυστικές στροφές» και εγκατάλειψη των προεκλογικών υποσχέσεων.
Περιλαμβάνει ανακάλυψη των «μεταρρυθμίσεων» όπως έχουν μετονομαστεί οι φόροι στην σημερινή πολιτική ορολογία. Περιλαμβάνει και παράλληλες εορταστικές εκδηλώσεις δημόσιου εξευτελισμού των ψηφοφόρων, με δηλώσεις όπως αυτές του κ. Μητρόπουλου σύμφωνα με τις οποίες τον λαό «τον κοροϊδέψαμε όσο το λιγότερο σε σχέση με άλλες κυβερνήσεις και άλλα προγράμματα». Για αυτό θα χορέψουμε και δημοτικά στην παρέλαση του κ. Καμένου, για να γιορτάσουμε τη «λιγότερη κοροϊδία» ελληνοπρεπώς.
Το κόστος όλων αυτών των ευαγών δραστηριοτήτων το βιώνουμε από το 2010 και μετά. Οι αντιπολιτεύσεις λέγοντας συνειδητά ψέματα εκτόξευσαν την αβεβαιότητα για την παραμονή ή όχι στο ευρώ σε περίπτωση που θα ανέρχονταν στην εξουσία. Η αβεβαιότητα (και η υπερφορολόγηση) οδήγησαν σε μηδενισμό των επενδύσεων(φτάσαμε να έχουμε τις μικρότερες επενδύσεις στον κόσμο), μαζική εκροή καταθέσεων και πρόσθετη ύφεση τουλάχιστον 10% (συν 300 χιλ. επιπλέον ανέργους), σε σχέση με αυτή που ήταν αναπόφευκτη, μετά την χρεοκοπία.
Επιπροσθέτως, για να είναι πειστική η παραπλάνηση των ψηφοφόρων, οι «επιτυχημένες» αντιπολιτεύσεις δεν έκαναν καμία σοβαρή προγραμματική προετοιμασία. Ο λόγος είναι απλός. Στην Ελλάδα που το παλιό ρητό θέλει άχρηστη την κατασκοπία όσο και στην Ιαπωνία (γιατί στην μεν πρώτη τα μαθαίνεις όλα χωρίς κατασκόπους και στη δεύτερη δεν μαθαίνεις τίποτε ακόμα και με κατασκόπους), ο μόνος τρόπος για να μην αποκαλυφθεί προεκλογικά ένα «κρυφό» πρόγραμμα είναι να μην έχεις κανένα πρόγραμμα. Και να αρχίσεις να αυτοσχεδιάζεις μόλις φτάσεις στην εξουσία. Εξ ου και οι διαρκείς αλλαγές στους φόρους, οι ξαφνικές «εμπνεύσεις» (η ευγενική εκδοχή της γνωστής ελληνικότατης έκφρασης) των υπουργών κ.λπ.
Το κόστος δεν τελειώνει εκεί. Η «στροφή», όσο ταλαντούχοι κι αν είναι οι καλλιτέχνες, όσο εθισμένο στην κοροϊδία το κοινό, απαιτεί προετοιμασία. Μήνες καθυστερήσεων, παλληκαρισμούς, «διαπραγματεύσεις» κ.λπ. Κι αυτές έχουν το δικό τους πρόσθετο κόστος. Επίσης τεράστιο. Ιδίως στην τρέχουσα περίπτωση.
Ποιος πληρώνει τον λογαριασμό για την μέθοδο αυτή κατάληψης της εξουσίας; Οι απλοί πολίτες ασφαλώς, με τόσους τρόπους όσες και οι ξυραφιές του περίτεχνου κινεζικού βασανιστηρίου (Lingchi, ο θάνατος με τις χίλιες ξυραφιές τιμωρία πρωτοφανούς σκληρότητας της αυτοκρατορικής Κίνας, που επιφυλάσσονταν για όσους είχαν δολοφονήσει τους γονείς τους).
Ποιος φταίει για όλα αυτά; Μην σπεύσετε να απαντήσετε οι πολιτικοί σας παρακαλώ. Αν συνέβαινε μια φορά, αν ένας ικανός δημαγωγός το επετύγχανε θα είχατε ίσως δίκιο. Όταν όμως γίνεται ξανά και ξανά, με τον κυνισμό που ο κ. Μητρόπουλος γλαφυρά περιέγραψε, τότε η κατεύθυνση της ευθύνης αντιστρέφεται. Σε τελική ανάλυση η πολιτική αγορά είναι ανταγωνιστική. Αν λέγοντας την αλήθεια σε καταψηφίζουν δεν κυβερνάς. Δεν αποκτάς δημοσιότητα και εξουσία, ούτε καν την δυνατότητα να επηρεάζεις τα πράγματα.
Θα αλλάξει η συμπεριφορά των πολιτών, που αναπαράγει τον φαύλο αυτό κύκλο του ψέματος και της χειρότερης δυνατής διαχείρισης του κράτους; Το ελπίζω προσωπικά από την αρχή της κρίσης, μια που στο ιστορικό μας παρελθόν, μετά από κάθε χρεοκοπία και καταστροφή ακολουθούσε μια περίοδος περισυλλογής και λογικής. Στα διαλλείματα αυτά άλλωστε οικοδομήθηκε η σύγχρονη Ελλάδα. Δεν το έχω δει ακόμα, αλλά συνεχίζω να πιστεύω ότι θα συμβεί κι αυτή τη φορά. Για αυτό και όσοι από μας δεν μπορούν να χωνέψουν την πολιτική του ψεύδους και παράλογα επιμένουμε να λέμε την πραγματικότητα, δεν επιλέγουμε (και ο ίδιος προσωπικά δεν επιλέγω) την αποχή και την ιδιώτευση.