Της Ηλέκτρας Αντωνοπούλου-Πανάγου
Είχα καιρό να βρεθώ στο κέντρο της Αθήνας. Τουλάχιστον με μια σχετική άνεση χρόνου και με καθαρή σκέψη και ματιά ώστε να παρατηρήσω πιο προσεκτικά πρόσωπα, καταστάσεις και στιγμιότυπα.
Μικρές εικόνες της καθημερινότητάς μας.
Μετρό. Είναι ένα από τα ωραιότερα της Ευρώπης. Καθαρό, αξιόπιστο, γρήγορο. Με σταθμούς που υπενθυμίζουν τον πολιτισμό και την ιστορία αυτής της πόλης. Πότε με έργα μοντέρνας τέχνης, πότε με τα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών, κατά την κατασκευή του.
Αλλά και με σκληρές εικόνες της οικονομικής καταστροφής των τελευταίων χρόνων. Άνθρωποι να ζητιανεύουν, εκλιπαρώντας για μια μικρή βοήθεια…
Πού να ξέρεις ποιος έχει στ αλήθεια πρόβλημα και ποιος όχι…
Συνεπιβάτες με κουρασμένα πρόσωπα, σκαμμένα από την αγωνία, σκυφτά κεφάλια, βλέμματα στο πουθενά.
Πολλοί σκυμμένοι στα τηλέφωνά τους να πληκτρολογούν ή με τα ακουστικά στα αυτιά και το βλέμμα χαμένο.
Ησυχία.
Όχι εκείνη της ηρεμίας, αλλά εκείνη της απόστασης, των προσωπικών προβλημάτων, της εγκατάλειψης, του κενού…
Στα σκαλιά του σταθμού του Συντάγματος, άλλοι συνάνθρωποί μας, ικετεύουν για λίγα λεπτά. Απλώνονται κατά μήκος του σκαλοπατιού σε μια προσπάθεια να σε «αναγκάσουν» να τους δώσεις σημασία και βοήθεια.
Και σε ποιους απευθύνονται;
Στους ίδιους που ήταν σκεφτικοί σ΄ όλη τι διαδρομή, στους ίδιους που είχαν σκυφτό το κεφάλι, αναμετρώμενοι με τα δικά τους προβλήματα…
Στην Πανεπιστημίου, ένα καλοντυμένο κορίτσι προσπαθεί να με πείσει να βγάλω πιστωτική κάρτα.
Αρνούμαι ευγενικά.
Επιμένει.
Επιμένω στην άρνησή μου.
Σκέφτομαι ότι είναι η δουλειά της και μάλλον η αμοιβή της σχετίζεται άμεσα με το πόσους θα πείσει να βγάλουν κάρτα. Κι αυτό με θλίβει.
Προχωρώ.
Κόσμος λίγος και βιαστικός.
Το πολύβουο πλήθος της Αθήνας που μπαινόβγαινε στα πολυτελή μαγαζιά ή έτρεχε για τις δουλειές του, δεν υπάρχει. Είναι μόνο ανάμνηση.
Μετράω κλειστά μαγαζιά.
Ένα-δύο-τρία-τέσσερα…
Σταματώ το μέτρημα. Δεν έχει νόημα…
Κάνω μια προσπάθεια να δώ την πόλη, τον κεντρικό της δρόμο, χωρίς όλα αυτά.
Είναι άνοιξη στην Αθήνα. Κάποτε αυτό έφτανε για να αισθανόμαστε καλά. Όμως τώρα δεν είναι αρκετό.
Μια πόλη τραυματισμένη η Αθήνα. Βαριά τραυματισμένη.
Με τους κατοίκους της φαντάσματα του εαυτού τους.
Πως γίναμε τόσο σύντομα κακέκτυπα του εαυτού μας;
Πως παραδώσαμε την αισιοδοξία μας, έτσι χωρίς μάχη?
Πως γίναμε τόσο εύκολα διαχειρίσμοι;
Άφησα το κέντρο κατεβαίνοντας τα σκαλιά του σταθμού στο Σύνταγμα.
Η αρχαία Αθήνα, προστατευμένη πίσω από τα τζάμια του σταθμού, με κοίταζε.
Και δεν ξέρω γιατί, έσκυψα το κεφάλι και τάχυνα το βήμα μου….
Είχα καιρό να βρεθώ στο κέντρο της Αθήνας. Τουλάχιστον με μια σχετική άνεση χρόνου και με καθαρή σκέψη και ματιά ώστε να παρατηρήσω πιο προσεκτικά πρόσωπα, καταστάσεις και στιγμιότυπα.
Μικρές εικόνες της καθημερινότητάς μας.
Μετρό. Είναι ένα από τα ωραιότερα της Ευρώπης. Καθαρό, αξιόπιστο, γρήγορο. Με σταθμούς που υπενθυμίζουν τον πολιτισμό και την ιστορία αυτής της πόλης. Πότε με έργα μοντέρνας τέχνης, πότε με τα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών, κατά την κατασκευή του.
Αλλά και με σκληρές εικόνες της οικονομικής καταστροφής των τελευταίων χρόνων. Άνθρωποι να ζητιανεύουν, εκλιπαρώντας για μια μικρή βοήθεια…
Πού να ξέρεις ποιος έχει στ αλήθεια πρόβλημα και ποιος όχι…
Συνεπιβάτες με κουρασμένα πρόσωπα, σκαμμένα από την αγωνία, σκυφτά κεφάλια, βλέμματα στο πουθενά.
Πολλοί σκυμμένοι στα τηλέφωνά τους να πληκτρολογούν ή με τα ακουστικά στα αυτιά και το βλέμμα χαμένο.
Ησυχία.
Όχι εκείνη της ηρεμίας, αλλά εκείνη της απόστασης, των προσωπικών προβλημάτων, της εγκατάλειψης, του κενού…
Στα σκαλιά του σταθμού του Συντάγματος, άλλοι συνάνθρωποί μας, ικετεύουν για λίγα λεπτά. Απλώνονται κατά μήκος του σκαλοπατιού σε μια προσπάθεια να σε «αναγκάσουν» να τους δώσεις σημασία και βοήθεια.
Και σε ποιους απευθύνονται;
Στους ίδιους που ήταν σκεφτικοί σ΄ όλη τι διαδρομή, στους ίδιους που είχαν σκυφτό το κεφάλι, αναμετρώμενοι με τα δικά τους προβλήματα…
Στην Πανεπιστημίου, ένα καλοντυμένο κορίτσι προσπαθεί να με πείσει να βγάλω πιστωτική κάρτα.
Αρνούμαι ευγενικά.
Επιμένει.
Επιμένω στην άρνησή μου.
Σκέφτομαι ότι είναι η δουλειά της και μάλλον η αμοιβή της σχετίζεται άμεσα με το πόσους θα πείσει να βγάλουν κάρτα. Κι αυτό με θλίβει.
Προχωρώ.
Κόσμος λίγος και βιαστικός.
Το πολύβουο πλήθος της Αθήνας που μπαινόβγαινε στα πολυτελή μαγαζιά ή έτρεχε για τις δουλειές του, δεν υπάρχει. Είναι μόνο ανάμνηση.
Μετράω κλειστά μαγαζιά.
Ένα-δύο-τρία-τέσσερα…
Σταματώ το μέτρημα. Δεν έχει νόημα…
Κάνω μια προσπάθεια να δώ την πόλη, τον κεντρικό της δρόμο, χωρίς όλα αυτά.
Είναι άνοιξη στην Αθήνα. Κάποτε αυτό έφτανε για να αισθανόμαστε καλά. Όμως τώρα δεν είναι αρκετό.
Μια πόλη τραυματισμένη η Αθήνα. Βαριά τραυματισμένη.
Με τους κατοίκους της φαντάσματα του εαυτού τους.
Πως γίναμε τόσο σύντομα κακέκτυπα του εαυτού μας;
Πως παραδώσαμε την αισιοδοξία μας, έτσι χωρίς μάχη?
Πως γίναμε τόσο εύκολα διαχειρίσμοι;
Άφησα το κέντρο κατεβαίνοντας τα σκαλιά του σταθμού στο Σύνταγμα.
Η αρχαία Αθήνα, προστατευμένη πίσω από τα τζάμια του σταθμού, με κοίταζε.
Και δεν ξέρω γιατί, έσκυψα το κεφάλι και τάχυνα το βήμα μου….