Του Στρατή Μαζίδη
* η παραπάνω ιστορία είναι φανταστική. Ή μήπως όχι;
«Περνούσαμε καλά ως οικογένεια. Δεν είχαμε πολυτέλειες αλλά και δε μας έλλειπε τίποτε. Εγώ και η αδερφή μου ήμασταν καλά. Οι γονείς μας εργάζονταν και δόξα τω Θεώ καλά τα καταφέρναμε.
Τα καλά όμως δεν κρατούν πολύ. Ήρθε η κρίση. Πρώτο θύμα η μητέρα μου. Στα 39 της και με δύο παιδιά βρέθηκε στην ανεργία. Το βάρος έπεσε όλο στον πατέρα μου. Δεν βαρυγκομούσε αλλά τον έβλεπα πολλές φορές να κάθεται ως αργά έξω στο μπαλκόνι. Απλά στεκόταν. Κοιτούσε στο άπειρο και μέσα τους τις τεράστιες ευθύνες που είχε.
Τα χρόνια πέρασαν ώσπου τελικά ήρθε και η δική του στιγμή να μάθει μετά από 20 χρόνια στο ίδιο γραφείο πως πρέπει να φύγει. Μα το στεγαστικό δάνειο που ξοφλούσα; Μα τα παιδιά μου που είναι στο Λύκειο; Πώς θα τα καταφέρουμε; Τι θα κάνουμε;
Ο πατέρας μου άρχισε πια να απομονώνεται. Το σπίτι πουλήθηκε όσο όσο ίσα να κλείσει το δάνειο και να περισσέψουν ψύχουλα. Μετακομίσαμε στους γονείς της μητέρας μου. Για δουλειά ούτε λόγος. Κάτι 3ωρα, 4ωρα κι αυτά απλήρωτα και για λίγο.
Το κλίμα ήταν βαρύ. Ξεσπούσαν πότε ο ένας πότε ο άλλος. Η ανεργία φέρνει καυγάδες μου είχε πει κάποτε ένας φίλος.
Ο κάποτε χαρούμενος άνθρωπος, η κολώνα μας, έγινε αγνώριστος. Δε μιλούσε. Ξεχάσαμε πότε είχε χαμογελάσει τελευταία φορά. Ακόμη και το φαγητό του έγινε λιτοδίαιτο. Όποτε σέρβιρε η γιαγιά, πάντα έβρισκε δικαιολογία να της ζητήσει πιο λίγο ή άφηνε το μισό για να το φάει το βράδυ, όπου είχε καταργήσει τελείως να βάζει κάτι στο στόμα του.
Μια φορά η αδερφή μου γυρνώντας από το σχολείο τον πέτυχε στο πάρκο. Δεν την κατάλαβε. Μόνος σε ένα παγκάκι με τα δάκρυα να στάζουν το ένα μετά το άλλο.
Έτσι ξέδινε πια ο μπαμπάς. Χανόταν στους δρόμους, περπατούσε για να βρει κάποια εργασία αλλά αντί για αυτό συναντούσε μπροστά του μόνο τα προβλήματα. Αυτός, η μαμά, εμείς που είμαστε Λύκειο.
Κάποια στιγμή η μαμά βρήκε δουλειά. Όχι τίποτε το ιδιαίτερο αλλά τα χρήματα ήταν αναγκαία και η ασφάλιση επίσης. Μπορέσαμε κι εμείς να ξαναβγούμε μια βόλτα με τους φίλους μας, να πάμε ένα σινεμά μια στο τόσο, κάτι...
Στην αρχή χάρηκε ο μπαμπάς, όμως τελικά αυτό τον τσάκισε. Κάθε πρωί η μαμά να φεύγει κι αυτός να μένει πίσω, στο σπίτι των πεθερών του. Αισθανόταν βάρος. Στα του σπιτιού δεν είχε πια γνώμη, και να διαφωνούσε με κάτι, δεν το έλεγε πλέον.
Κάποιες φορές άνοιγε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Άλλοτε πάλι κοιτούσε στο κινητό του που πια είχε κοπεί αλλά του χρησίμευε για όλα τα υπόλοιπα τις τελευταίες μας διακοπές το 2013. Τότε αισθανόταν ακόμη ότι μας παρείχε αυτά που χρειαζόμασταν.
Εμείς όμως πάνω από όλα χρειαζόμασταν τον πατέρα μας κι η μάνα μας το σύζυγό της. Όμως όσο κι προσπαθήσαμε, το σαράκι αυτό τον έτρωγε.
Θα ξημέρωνε Παρασκευή, είχε τα γενέθλιά του. Έκλεινε τα 43. Θέλαμε με την αδερφή μου να τον αγκαλιάσουμε, να του ευχηθούμε και να του δώσουμε ένα δώρο. Όχι κάτι το ιδιαίτερο αλλά για εμάς με μεγάλη συναισθηματική αξία. Όμως πάγωσαν όλα όπως παγωμένο τον βρήκε με το ξημέρωμα η μαμά. Ο μπαμπάς πέθανε μέσα στη νύχτα. Η καρδιά του δεν άντεξε το βάρος όσων ζούσε.
Έφυγε από κοντά μας για να μη μας γίνεται βάρος...
Εμείς όμως πάνω από όλα χρειαζόμασταν τον πατέρα μας κι η μάνα μας το σύζυγό της...»
* η παραπάνω ιστορία είναι φανταστική. Ή μήπως όχι;