Του Γιώργου Τσακίρη
Την 1η Μαρτίου που μας πέρασε, στο άρθρο με τίτλο «Κερδίσαμε ;» έγραφα ότι « … η νέα ελληνική κυβέρνηση, στο άμεσο προσεχές μέλλον, θα πρέπει να «διαλέξει τις θέσεις μάχης της» και ποιοι θα είναι απέναντί της.
Το σενάριο μιας -κατ’ αρχήν- «βελούδινης σύγκρουσης» με τους «εταίρους» και δανειστές μας είναι υπαρκτό, αλλά δεν πρόκειται να μείνει εκεί», προσπαθώντας να δώσω το «στίγμα» όσων πρόκειται να συμβούν στο άμεσα προσεχές μέλλον.
Ένα ακριβώς μήνα πριν, την 1η Φεβρουαρίου σε άρθρο με τίτλο «Μια κυνική ομολογία ;», είχα επισημάνει ότι η δημόσια δήλωση του κ. Σουλτς ότι θα προτιμούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να είχε συνεργαστεί με «ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ» και όχι με τους Ανεξάρτητους Έλληνες για το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, ουσιαστικά σηματοδοτούσε « …την αρχή (ίσως) μιας υπόγειας προσπάθειας για τη διάλυση αυτής της κυβερνητικής συνεργασίας, η οποία δε βολεύει με τίποτε, τόσο τους εγχώριους όσο και τους εκτός Ελλάδος διαχρονικά ωφελούμενους, από τις πολιτικές αποφάσεις των πολιτικών ταγών της χώρας. Μία προσπάθεια που, κατά τη γνώμη μου, ίσως κατευθυνθεί προσπαθώντας να βρει ευήκοα ώτα, όσο περίεργο κι αν ακουστεί σε κάποιους, κυρίως προς την (λεγόμενη) αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, παροτρύνοντας τους εκφραστές της στη σκλήρυνση της στάσης τους, όσον αφορά τις θέσεις και ιδέες τους, με τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να συμφωνήσουν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες».
Συνδυάζοντας κανείς τις δύο πάνω παρατηρήσεις, και με δεδομένο μέχρι σήμερα ότι με τις κατάλληλες και αναγκαίες για την κυβερνητική σταθερότητα εσωτερικές πολιτικές αποφάσεις ισορροπίας, τόσο από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ αλλά κυρίως των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, με στόχο την διατήρηση του άκρως απαραίτητου κλίματος εμπιστοσύνης προς τη νέα κυβέρνηση στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και την μετάδοση του «μηνύματος» προς τους «εταίρους» και δανειστές μας, πως η κυβέρνηση αυτή διαθέτει εκτός της εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού, το απαραίτητο εκείνο κύρος και αξιοπιστία που την εδραιώνουν πολιτικά, η στόχευση όσων αντιδρούν στη νέα πολιτική ανάταξης όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της εθνικής αξιοπρέπειας της Ελλάδας μέσω της «εκμετάλλευσης» ΚΑΙ του γεωπολιτικού της ρόλου, έχει πλέον αλλάξει.
Κατανοώντας, οι «εταίροι» μας, ότι μία ανατροπή της παρούσας κυβερνητικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν είναι άμεσα εφικτή, έχουν ρίξει όλο το βάρος της πίεσής τους στην προσπάθεια δημιουργίας ενός κλίματος εσωτερικής αστάθειας, με τον ίδιο ακριβώς όμως πραγματικό στόχο. Την προσπάθεια αλλαγής -σταδιακά αυτή τη φορά- της πολιτικής ατζέντας της (όποιας) κυβέρνησης υπάρχει στην Ελλάδα.
Και πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Με τη δοκιμασμένη τεχνική της «πίεσης μέχρι να υποκύψει το θύμα».
Μοχλός φυσικά της πίεσης, η οικονομική αδυναμία της χώρας να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των δανειστών της.
Πρόθυμοι εκφραστές, και για τα δικά του συμφέροντα ο καθένας, τόσο οι θεσμικοί και όχι εκπρόσωποί τους και, επίσης φυσικά, κεντρικά ΜΜΕ τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού.
Δημοσιεύματα επί δημοσιευμάτων για την «επικείμενη πτώχευση της Ελλάδας», το «επικείμενο Grexit» ή «Graccident» που επρόκειτο να συμβεί από μέρα σε μέρα ή από εβδομάδα σε εβδομάδα, που όλο και αναβαλλόταν!
Δηλώσεις επί δηλώσεων για τον «κίνδυνο να μην καταβληθούν μισθοί και συντάξεις», για το ότι «οι τράπεζες μένουν από ρευστό» και φυσικά για το ότι οι «εταίροι» μας έχουν ήδη επεξεργασθεί σενάρια για την έξοδο της χώρας από το ευρώ, που αυτοδιαψεύδονταν τόσο από τους ίδιους όσο και από την πραγματικότητα!
Αποτέλεσμα όλων αυτών;
Το μήνυμα του φόβου και της ανασφάλειας σταδιακά επανέρχεται στην ελληνική κοινωνία. Η εμπιστοσύνη προς τη νέα κυβέρνηση σταδιακά φθείρεται.
Επόμενο βήμα, η πρόκληση εσωτερικών αναταραχών, σε περίπτωση που τελικά επιμείνουμε στην «αδιάλλακτη» κατ’ αυτούς στάση μας. Αναταραχών και επεισοδίων που τα πρώτα τους δείγματα είδαμε στις οθόνες των τηλεοράσεών μας, στις συνήθεις περιοχές της Αθήνας, για άλλους φυσικά λόγους. Επεισόδια που θα μπορούσαν να ήταν πολύ χειρότερα, εάν εκείνοι που τα προκαλούσαν αντιμετωπίζονταν με την πρακτική της καταστολής. Κάτι που ευτυχώς δεν έγινε.
Με ποιο τρόπο λοιπόν μπορεί να πιεσθεί η κυβέρνηση να αλλάξει την διακηρυγμένη πολιτική της;
Μοναδικός τρόπος, η ταύτισή της στη συλλογική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, με τις εφαρμοσμένες μνημονιακές πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων, μέσω της λήψης μέτρων που θα παραπέμπουν ευθέως σε αυτές, όπως πχ η συνέχιση της καταβολής του ΕΝΦΙΑ, η επιβολή ειδικών εισφορών σε επαγγελματικές ομάδες, η αναβολή μέτρων οικονομικής ανακούφισης των Ελλήνων κλπ.
Μόνο έτσι, και με την κατάλληλη κάθε φορά καθοδήγηση, μία συντονισμένη αντίδραση υπό τη μορφή μαζικών διαδηλώσεων θα ανάγκαζε την κυβέρνηση να αλλάξει πολιτική ή, φυσικά, να προσφύγει και πάλι στις κάλπες με τη διεξαγωγή εθνικών εκλογών ή δημοψηφίσματος.
Αυτός είναι και ο λόγος που (κατά την καθαρά προσωπική μου γνώμη) τα σενάρια εκλογών ή δημοψηφίσματος, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, στην πραγματικότητα εκπορεύονται από τα ίδια ακριβώς κέντρα εξουσίας που επιθυμούν την αλλαγή πολιτικής στην Ελλάδα.
Και εξηγούμαι.
Σε οποιοδήποτε σενάριο διεξαγωγής εκλογών ή δημοψηφίσματος, μέσα σε ένα ήδη φορτισμένο και άκρως κατευθυνόμενο κλίμα φόβου και ανασφάλειας στην Ελλάδα, το οποίο φυσικά θα ενταθεί κατά την περίοδο αμέσως πριν τη διεξαγωγή τους, είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε μείωση της εκλογικής επιρροής ή της αξιοπιστίας των κυβερνώντων κομμάτων και -κατ’ επέκταση- στην αλλαγή πολιτικής στη χώρα, μέσω είτε της δημιουργίας μιας πειθήνιας κυβέρνησης με διαφορετικούς εταίρους, είτε την επικράτηση του φόβου που θα εκφρασθεί ως δημοψηφισματική εντολή για αλλαγή των πολιτικών αποφάσεων, προς μία πιο υποχωρητική στάση απέναντι στους «εταίρους», κάτι που ουσιαστικά θα σημάνει την ολική αλλαγή της πορείας της χώρας, από την πραγματική ανάπτυξη σε εκείνη υπό την απόλυτη δέσμευση και εκμετάλλευσή της για τα επόμενα χρόνια.
Μοναδική «έξοδος διαφυγής» από τον ως άνω σχεδιασμό και την άκρως εκβιαστική πολιτική που ασκούν οι «εταίροι» μας, είναι η εκδήλωση της απόλυτης εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση.
Εκεί και θα πρέπει να στοχεύει κάθε επόμενη ενέργεια της παρούσας κυβέρνησης.
Μιας εμπιστοσύνης που, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ήταν και συνεχίζει να είναι το ισχυρότερο «όπλο» στα χέρια της. Μιας εμπιστοσύνης που η καταρράκωσή της έχει γίνει ο Νο 1 στόχος των δανειστών μας, από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων της.
Μιας εμπιστοσύνης που θα πρέπει να συνεχίσει να απολαμβάνει η συγκυβέρνηση εθνικής σωτηρίας των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μέχρι την πραγματική εκπλήρωση των διακηρυγμένων εδώ και χρόνια στόχων της.
Της πραγματικής ανάταξης της εθνικής οικονομίας και αξιοπρέπειας, μέσω της συνολικής εφαρμογής ενός διακηρυγμένου, τόσο από το ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, Στρατηγικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.
Την 1η Μαρτίου που μας πέρασε, στο άρθρο με τίτλο «Κερδίσαμε ;» έγραφα ότι « … η νέα ελληνική κυβέρνηση, στο άμεσο προσεχές μέλλον, θα πρέπει να «διαλέξει τις θέσεις μάχης της» και ποιοι θα είναι απέναντί της.
Το σενάριο μιας -κατ’ αρχήν- «βελούδινης σύγκρουσης» με τους «εταίρους» και δανειστές μας είναι υπαρκτό, αλλά δεν πρόκειται να μείνει εκεί», προσπαθώντας να δώσω το «στίγμα» όσων πρόκειται να συμβούν στο άμεσα προσεχές μέλλον.
Ένα ακριβώς μήνα πριν, την 1η Φεβρουαρίου σε άρθρο με τίτλο «Μια κυνική ομολογία ;», είχα επισημάνει ότι η δημόσια δήλωση του κ. Σουλτς ότι θα προτιμούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να είχε συνεργαστεί με «ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ» και όχι με τους Ανεξάρτητους Έλληνες για το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, ουσιαστικά σηματοδοτούσε « …την αρχή (ίσως) μιας υπόγειας προσπάθειας για τη διάλυση αυτής της κυβερνητικής συνεργασίας, η οποία δε βολεύει με τίποτε, τόσο τους εγχώριους όσο και τους εκτός Ελλάδος διαχρονικά ωφελούμενους, από τις πολιτικές αποφάσεις των πολιτικών ταγών της χώρας. Μία προσπάθεια που, κατά τη γνώμη μου, ίσως κατευθυνθεί προσπαθώντας να βρει ευήκοα ώτα, όσο περίεργο κι αν ακουστεί σε κάποιους, κυρίως προς την (λεγόμενη) αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, παροτρύνοντας τους εκφραστές της στη σκλήρυνση της στάσης τους, όσον αφορά τις θέσεις και ιδέες τους, με τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να συμφωνήσουν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες».
Συνδυάζοντας κανείς τις δύο πάνω παρατηρήσεις, και με δεδομένο μέχρι σήμερα ότι με τις κατάλληλες και αναγκαίες για την κυβερνητική σταθερότητα εσωτερικές πολιτικές αποφάσεις ισορροπίας, τόσο από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ αλλά κυρίως των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, με στόχο την διατήρηση του άκρως απαραίτητου κλίματος εμπιστοσύνης προς τη νέα κυβέρνηση στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και την μετάδοση του «μηνύματος» προς τους «εταίρους» και δανειστές μας, πως η κυβέρνηση αυτή διαθέτει εκτός της εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού, το απαραίτητο εκείνο κύρος και αξιοπιστία που την εδραιώνουν πολιτικά, η στόχευση όσων αντιδρούν στη νέα πολιτική ανάταξης όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της εθνικής αξιοπρέπειας της Ελλάδας μέσω της «εκμετάλλευσης» ΚΑΙ του γεωπολιτικού της ρόλου, έχει πλέον αλλάξει.
Κατανοώντας, οι «εταίροι» μας, ότι μία ανατροπή της παρούσας κυβερνητικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν είναι άμεσα εφικτή, έχουν ρίξει όλο το βάρος της πίεσής τους στην προσπάθεια δημιουργίας ενός κλίματος εσωτερικής αστάθειας, με τον ίδιο ακριβώς όμως πραγματικό στόχο. Την προσπάθεια αλλαγής -σταδιακά αυτή τη φορά- της πολιτικής ατζέντας της (όποιας) κυβέρνησης υπάρχει στην Ελλάδα.
Και πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Με τη δοκιμασμένη τεχνική της «πίεσης μέχρι να υποκύψει το θύμα».
Μοχλός φυσικά της πίεσης, η οικονομική αδυναμία της χώρας να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των δανειστών της.
Πρόθυμοι εκφραστές, και για τα δικά του συμφέροντα ο καθένας, τόσο οι θεσμικοί και όχι εκπρόσωποί τους και, επίσης φυσικά, κεντρικά ΜΜΕ τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού.
Δημοσιεύματα επί δημοσιευμάτων για την «επικείμενη πτώχευση της Ελλάδας», το «επικείμενο Grexit» ή «Graccident» που επρόκειτο να συμβεί από μέρα σε μέρα ή από εβδομάδα σε εβδομάδα, που όλο και αναβαλλόταν!
Δηλώσεις επί δηλώσεων για τον «κίνδυνο να μην καταβληθούν μισθοί και συντάξεις», για το ότι «οι τράπεζες μένουν από ρευστό» και φυσικά για το ότι οι «εταίροι» μας έχουν ήδη επεξεργασθεί σενάρια για την έξοδο της χώρας από το ευρώ, που αυτοδιαψεύδονταν τόσο από τους ίδιους όσο και από την πραγματικότητα!
Αποτέλεσμα όλων αυτών;
Το μήνυμα του φόβου και της ανασφάλειας σταδιακά επανέρχεται στην ελληνική κοινωνία. Η εμπιστοσύνη προς τη νέα κυβέρνηση σταδιακά φθείρεται.
Επόμενο βήμα, η πρόκληση εσωτερικών αναταραχών, σε περίπτωση που τελικά επιμείνουμε στην «αδιάλλακτη» κατ’ αυτούς στάση μας. Αναταραχών και επεισοδίων που τα πρώτα τους δείγματα είδαμε στις οθόνες των τηλεοράσεών μας, στις συνήθεις περιοχές της Αθήνας, για άλλους φυσικά λόγους. Επεισόδια που θα μπορούσαν να ήταν πολύ χειρότερα, εάν εκείνοι που τα προκαλούσαν αντιμετωπίζονταν με την πρακτική της καταστολής. Κάτι που ευτυχώς δεν έγινε.
Με ποιο τρόπο λοιπόν μπορεί να πιεσθεί η κυβέρνηση να αλλάξει την διακηρυγμένη πολιτική της;
Μοναδικός τρόπος, η ταύτισή της στη συλλογική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, με τις εφαρμοσμένες μνημονιακές πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων, μέσω της λήψης μέτρων που θα παραπέμπουν ευθέως σε αυτές, όπως πχ η συνέχιση της καταβολής του ΕΝΦΙΑ, η επιβολή ειδικών εισφορών σε επαγγελματικές ομάδες, η αναβολή μέτρων οικονομικής ανακούφισης των Ελλήνων κλπ.
Μόνο έτσι, και με την κατάλληλη κάθε φορά καθοδήγηση, μία συντονισμένη αντίδραση υπό τη μορφή μαζικών διαδηλώσεων θα ανάγκαζε την κυβέρνηση να αλλάξει πολιτική ή, φυσικά, να προσφύγει και πάλι στις κάλπες με τη διεξαγωγή εθνικών εκλογών ή δημοψηφίσματος.
Αυτός είναι και ο λόγος που (κατά την καθαρά προσωπική μου γνώμη) τα σενάρια εκλογών ή δημοψηφίσματος, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, στην πραγματικότητα εκπορεύονται από τα ίδια ακριβώς κέντρα εξουσίας που επιθυμούν την αλλαγή πολιτικής στην Ελλάδα.
Και εξηγούμαι.
Σε οποιοδήποτε σενάριο διεξαγωγής εκλογών ή δημοψηφίσματος, μέσα σε ένα ήδη φορτισμένο και άκρως κατευθυνόμενο κλίμα φόβου και ανασφάλειας στην Ελλάδα, το οποίο φυσικά θα ενταθεί κατά την περίοδο αμέσως πριν τη διεξαγωγή τους, είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε μείωση της εκλογικής επιρροής ή της αξιοπιστίας των κυβερνώντων κομμάτων και -κατ’ επέκταση- στην αλλαγή πολιτικής στη χώρα, μέσω είτε της δημιουργίας μιας πειθήνιας κυβέρνησης με διαφορετικούς εταίρους, είτε την επικράτηση του φόβου που θα εκφρασθεί ως δημοψηφισματική εντολή για αλλαγή των πολιτικών αποφάσεων, προς μία πιο υποχωρητική στάση απέναντι στους «εταίρους», κάτι που ουσιαστικά θα σημάνει την ολική αλλαγή της πορείας της χώρας, από την πραγματική ανάπτυξη σε εκείνη υπό την απόλυτη δέσμευση και εκμετάλλευσή της για τα επόμενα χρόνια.
Μοναδική «έξοδος διαφυγής» από τον ως άνω σχεδιασμό και την άκρως εκβιαστική πολιτική που ασκούν οι «εταίροι» μας, είναι η εκδήλωση της απόλυτης εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση.
Εκεί και θα πρέπει να στοχεύει κάθε επόμενη ενέργεια της παρούσας κυβέρνησης.
Μιας εμπιστοσύνης που, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ήταν και συνεχίζει να είναι το ισχυρότερο «όπλο» στα χέρια της. Μιας εμπιστοσύνης που η καταρράκωσή της έχει γίνει ο Νο 1 στόχος των δανειστών μας, από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων της.
Μιας εμπιστοσύνης που θα πρέπει να συνεχίσει να απολαμβάνει η συγκυβέρνηση εθνικής σωτηρίας των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μέχρι την πραγματική εκπλήρωση των διακηρυγμένων εδώ και χρόνια στόχων της.
Της πραγματικής ανάταξης της εθνικής οικονομίας και αξιοπρέπειας, μέσω της συνολικής εφαρμογής ενός διακηρυγμένου, τόσο από το ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, Στρατηγικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.