Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς στις 29 Μαΐου 1453, είναι ένα κοσμοϊστορικό γεγονός με παγκόσμιες πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις.
Ουσιαστικά αλώθηκε ο ανατολικός προμαχώνας της χριστιανοσύνης, η Βυζαντινή αυτοκρατορία, τερματίζοντας τον υπερχιλιετή βίο της.
Κληρονόμος των στρατηγικών και πλούσιων εδαφών της Αυτοκρατορίας αναδείχθηκε ο νομαδικός λαός των Οθωμανών, που χάρις στην στρατιωτική του αλκή, κυριάρχησε στα Βαλκάνια και στην Μικρά Ασία τα επόμενα 200 χρόνια, φτάνοντας ως τις πύλες της Βιέννης δύο φορές, το 1529 και το 1683. Ένα γεγονός τέτοιας σημασίας, δεν προκαλείται από συμπτωματικά συμβάντα, η επιδερμικές και βραχυχρόνιες αφορμές. Η πτώση του θεοκρατικού και πολυφυλετικού Βυζαντίου έχει χρονικά τις ρίζες της ήδη στις αρχές του 12ου αιώνα μ. Χ. Ουσιαστικά τότε οι Βυζαντινοί Αυλικοί επιβλήθηκαν στην ηγεσία του Βυζαντινού στρατού αποκτώντας τον πλήρη έλεγχο της Αυτοκρατορικής Εξουσίας, με αποτέλεσμα την απαρχή της στρατιωτικής παρακμής του Βυζαντίου. Μια σειρά από σπάταλους και διεφθαρμένους αυτοκράτορες σε συνδυασμό με την πολυέξοδη και πολυπρόσωπη αυλική καμαρίλα που οι δολοπλοκίες της άγγιζαν τα όρια του γελοίου, διασπάθισαν τα οικονομικά αποθέματα των ταμείων που είχαν αποταμιεύσει οι Αυτοκράτορες της Δυναστείες των Μακεδόνων.
Τα έξοδα της Αυλής πολλαπλασιάστηκαν και αυτό ανάγκασε τους αυτοκράτορες να δημοπρατούν τελωνειακές διευκολύνσεις και προνόμια στους εμπόρους της Βενετίας της Γένοβας και της Φλωρεντίας για τα εμπορεύματα που διακινούσαν μέσω της Κωνσταντινούπολης. Αυτό ανακούφιζε προσωρινά την οικονομική κατάσταση αλλά συρρίκνωνε μακροπρόθεσμα το ετήσιο εισόδημα του Βυζαντινού κράτους. Ταυτόχρονα εξόντωνε τους Βυζαντινούς εμπόρους συγκεντρώνοντας το εμπόριο στα χέρια των Ενετών που ήταν πιο ανταγωνιστικοί, χάρις τα προνόμια αυτά.
Οι Σταυροφορίες των Λατίνων την ίδια εποχή, έφεραν αναστάτωση στον Βυζαντινό χώρο. Οι Σταυροφόροι εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Βυζαντινού στρατού και τις έριδες επίδοξων Αυτοκρατόρων, άλωσαν την Κωνσταντινούπολη και επέβαλλαν ένα βραχύβιο δικό τους Λατινικό κράτος. Το γεγονός αυτό είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την συνοχή του κράτους και του πληθυσμού του Βυζαντίου. Τα δύο ισχυρότερα κράτη που είχαν προκύψει από την συντριβή του Βυζαντίου το 1204, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας του Θεόδωρου Λάσκαρι, εξήντλησαν τις δυνάμεις τους σε ένα συνεχή πόλεμο μεταξύ τους. Άλλες Βυζαντινές πόλεις και νησιά του Αιγαίου είχαν καταληφθεί από τους Ενετούς, Λατίνους Ευγενείς η ληστρικές συμμορίες (Καταλανική Εταιρεία κτλ) και είχαν αυτονομηθεί σαν ξεχωριστές πόλεις-κράτη. Ο Βυζαντινός χώρος κατακερματίστηκε σε μικρά φέουδα, με μια σειρά από τοπικούς μεγάλους γαιοκτήμονες, τους λεγόμενους τότε "δυνατούς", να μην υπακούουν στην κεντρική διοίκηση των Παλαιολόγων που είχαν απελευθερώσει εντελώς συμπτωματικά την Κωνσταντινούπολη το 1261 μ. Χ. Οι «δυνατοί» ήταν παλαιοί ανώτατοι Αξιωματικοί του Βυζαντινού στρατού που εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία των Αυτοκρατόρων, οικειοποιούμενοι εκτεταμένα κρατικά Αυτοκρατορικά κτήματα, τις λεγόμενες «Πρόνοιες».
Η ισχυροποίηση των κατά τόπους αρχόντων και η εξασθένιση της Κεντρικής Βυζαντινής εξουσίας, εξέθεσαν τις κατώτερες αγροτικές τάξεις στο έλεος και στην διάκριση των "δυνατών" που επικρατούσαν ανά περιοχή. Οι νέοι αυτοί αφέντες κατέφυγαν στην καταπίεση, στην αδικία και στην εξοντωτική φορολόγηση των φτωχών αγροτών και τεχνιτών των υποτυπωδών αστικών κέντρων της εποχής, δημιουργώντας έντονα κοινωνικά προβλήματα και εξεγέρσεις με κυριότερη αυτή των Ζηλωτών στην Θεσσαλονίκη που είχε Θρησκευτικά ελατήρια, αλλά απέκτησε κοινωνικό και οικονομικό περιεχόμενο. Η σημαντική αυτή εξέγερση υπονόμευσε την άμυνα της πόλης και την παρέδωσε στα χέρια των Οθωμανών. Μέσα στο ζοφερό αυτό κλίμα αναρχίας και αυθαιρεσίας, καμία κοινωνική δύναμη η συνιστώσα δεν σήκωνε το βλέμμα να αντικρίσει την Οθωμανική λαίλαπα που είχε πλέον κατακλύσει τα εδάφη της Μικράς Ασίας στα μισά του 13ου Αιώνα καταστρέφοντας πολλές Χριστιανικές πόλεις και σφάζοντας η υποδουλώνοντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς της.
Η βία, η ληστεία και η λεηλασία ξεσπούσε παντού όπου περνούσαν οι Οθωμανοί. Η Εκκλησία, που ως θεσμός είχε βοηθήσει δυναμικά πολλές φορές στο παρελθόν στην επιβίωση του Βυζαντίου, υπέσκαπτε την εξουσία των Παλαιολόγων λόγω της προσήλωσης των τελευταίων στην υπόθεση της δογματικής Ένωσης του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης με την Παπική Εκκλησία. Αλλά και η Εκκλησία ως θεσμός είχε διαβρώσει σημαντικά τις κοινωνικές δομές του Κράτους. Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες είχαν πολλαπλασιαστεί, έχοντας μεγάλες περιουσίες και εκτάσεις καλλιεργήσιμων εδαφών που επέτειναν τις κοινωνικές ανισότητες και τον κοινωνικό αναβρασμό.
Οι ιερωμένοι και οι μοναχοί στο Βυζάντιο αποτελούσαν μια ξεχωριστή πολυπληθής κοινωνική τάξη, και ήταν πρόσωπα ιερά και απαραβίαστα και απολάμβαναν μια σειρά από κοινωνικά και οικονομικά προνόμια. Συγκεκριμένα οι μοναχοί και οι ιερωμένοι δεν φορολογούνταν και ήταν απαλλαγμένοι από στρατιωτικές υποχρεώσεις. Αυτά τα προνόμια προέτρεπαν πολλούς να ασπαστούν τον μοναχικό βίο, όχι ως στάση ζωής και Ασκητικού βίου, αλλά ως τον ευκολότερο τρόπο να αποφύγουν τα κοινωνικά βάρη που εξαθλίωναν τους υπόλοιπους. Έτσι οι περισσότεροι όχι μόνο δεν παρήγαγαν πνευματικό και ποιμαντορικό έργο, αλλά αντιθέτως προκαλούσαν με τον ακόλαστο και πολυτελή βίο τους. Ήδη στα μισά του 14ου Αιώνα μ. Χ. ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας ήταν φόρου υποτελής στον Οθωμανό Σουλτάνο, με την πρόσθετη εξευτελιστική υποχρέωση να εκστρατεύει στο πλευρό του ως Σύμμαχος. Οι Άρχοντες των Βυζαντινών ημιανεξάρτητων κρατιδίων κοιτούσαν αδιάφοροι να έρχεται ο χαμός τους και η μόνη αντίδραση τους ήταν να καλούν τον Σουλτάνο ως διαιτητή στις ασήμαντες εδαφικές διαφορές τους. Μόνο γέλιο ανάμικτο με θλίψη προκαλούν οι Δημήτριος και Θωμάς Παλαιολόγος που ζήτησαν την συνδρομή του Μεχμέτ Β΄ του Πορθητή (επτά χρόνια μετά την άλωση της Πόλης) για να επιβληθεί ο ένας στον άλλον!!! Ο Μεχμέτ εισέβαλε και σκλάβωσε την Πελοπόννησο, αιχμαλωτίζοντας τον Δημήτριο και διώκοντας τον Θωμά…"
Η τελευταία άμυνα που αντέταξε το Βυζαντινό ετοιμοθάνατο μόρφωμα κυριολεκτικά την δωδέκατη ώρα, ήταν η πολιτική δραστηριότητα δύο κορυφαίων πνευματικών προσωπικοτήτων και η γενναία θυσία του τελευταίου Θρυλικού Αυτοκράτορα της. Οι δύο πνευματικοί άνδρες ήταν ο Γεώργιος Γεμιστός (ο αυτοαποκαλούμενος «Πλήθων»), και ο τότε επίσκοπος Νικομήδειας Βησσαρίων. Αυτοί διατύπωσαν σε ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα όλες τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ενέργειες που πιθανά να αναζωογονούσαν το ετοιμοθάνατο Βυζάντιο. Ο ηρωικός και έντιμος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ΄ προσπάθησε να εφαρμόσει το πρόγραμμα αυτό, που προέβλεπε ενίσχυση της Κεντρικής Εξουσίας, περιστολή της ασυδοσίας των «δυνατών», νομική προστασία των δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ανάταση του Εθνικού φρονήματος με την σύνδεση του απλού λαού με την ένδοξη Ελληνική κληρονομιά του, υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, περιστολή των υπερβολικών Εκκλησιαστικών δικαιωμάτων, οχύρωση Εξαμιλίου (Ισθμού) κτλ.
Ήταν όμως πολύ αργά. Στα παλαιά αλλά επιβλητικά τείχη της Κωνσταντινούπολης παρατάσσονταν 10.000 σιδερόφραχτοι υπερασπιστές, όταν οι ιερείς και μοναχοί στον Ελλαδικό χώρο εκείνη την εποχή ξεπερνούσαν τις 100.000….Η προσωπική γενναιότητα και εντιμότητα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με την φαυλότητα και την ανικανότητα των περισσοτέρων προκατόχων του. Προάσπισε το συλλογικό συμφέρον έναντι της προσωπικής του υλικής ευμάρειας (που του δόθηκαν πολλές ευκαιρίες να εξασφαλίσει) και έπεσε όρθιος στα τείχη της Πόλης όπως επιτάσσει το καθήκον κάθε Βασιλιά. Πάντως, παρά κάποιες αντίθετες διαβεβαιώσεις, είναι ιστορικά διασταυρωμένο ότι το άψυχο σώμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ΄, δεν βρέθηκε ποτέ….
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η Κωνσταντινούπολη δεν αλώθηκε ούτε από την στρατιωτική δύναμη του Μεχμέτ του Β΄ του Πορθητή, ούτε από το ανώτερο πυροβολικό του, ούτε από το άνοιγμα της Κερκόπορτας από τους ανθενωτικούς ιερωμένους ούτε από την προδοσία των Δυτικών που δεν ενίσχυσαν τον Αυτοκράτορα. Η άλωση της Πόλης προήλθε από την κοινωνική αναρχία και αποσάθρωση, την κοινωνική διαφθορά και ανισότητα. Η εξαθλίωση του δημόσιου βίου, η ανάρρηση σε δημόσια αξιώματα φαύλων και φιλήδονων ανθρώπων, η διαφθορά των Αξιωματούχων, η θρησκοληψία του Κλήρου, η ηττοπάθεια των Αρχόντων….
Κληρονόμος των στρατηγικών και πλούσιων εδαφών της Αυτοκρατορίας αναδείχθηκε ο νομαδικός λαός των Οθωμανών, που χάρις στην στρατιωτική του αλκή, κυριάρχησε στα Βαλκάνια και στην Μικρά Ασία τα επόμενα 200 χρόνια, φτάνοντας ως τις πύλες της Βιέννης δύο φορές, το 1529 και το 1683. Ένα γεγονός τέτοιας σημασίας, δεν προκαλείται από συμπτωματικά συμβάντα, η επιδερμικές και βραχυχρόνιες αφορμές. Η πτώση του θεοκρατικού και πολυφυλετικού Βυζαντίου έχει χρονικά τις ρίζες της ήδη στις αρχές του 12ου αιώνα μ. Χ. Ουσιαστικά τότε οι Βυζαντινοί Αυλικοί επιβλήθηκαν στην ηγεσία του Βυζαντινού στρατού αποκτώντας τον πλήρη έλεγχο της Αυτοκρατορικής Εξουσίας, με αποτέλεσμα την απαρχή της στρατιωτικής παρακμής του Βυζαντίου. Μια σειρά από σπάταλους και διεφθαρμένους αυτοκράτορες σε συνδυασμό με την πολυέξοδη και πολυπρόσωπη αυλική καμαρίλα που οι δολοπλοκίες της άγγιζαν τα όρια του γελοίου, διασπάθισαν τα οικονομικά αποθέματα των ταμείων που είχαν αποταμιεύσει οι Αυτοκράτορες της Δυναστείες των Μακεδόνων.
Τα έξοδα της Αυλής πολλαπλασιάστηκαν και αυτό ανάγκασε τους αυτοκράτορες να δημοπρατούν τελωνειακές διευκολύνσεις και προνόμια στους εμπόρους της Βενετίας της Γένοβας και της Φλωρεντίας για τα εμπορεύματα που διακινούσαν μέσω της Κωνσταντινούπολης. Αυτό ανακούφιζε προσωρινά την οικονομική κατάσταση αλλά συρρίκνωνε μακροπρόθεσμα το ετήσιο εισόδημα του Βυζαντινού κράτους. Ταυτόχρονα εξόντωνε τους Βυζαντινούς εμπόρους συγκεντρώνοντας το εμπόριο στα χέρια των Ενετών που ήταν πιο ανταγωνιστικοί, χάρις τα προνόμια αυτά.
Οι Σταυροφορίες των Λατίνων την ίδια εποχή, έφεραν αναστάτωση στον Βυζαντινό χώρο. Οι Σταυροφόροι εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Βυζαντινού στρατού και τις έριδες επίδοξων Αυτοκρατόρων, άλωσαν την Κωνσταντινούπολη και επέβαλλαν ένα βραχύβιο δικό τους Λατινικό κράτος. Το γεγονός αυτό είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την συνοχή του κράτους και του πληθυσμού του Βυζαντίου. Τα δύο ισχυρότερα κράτη που είχαν προκύψει από την συντριβή του Βυζαντίου το 1204, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας του Θεόδωρου Λάσκαρι, εξήντλησαν τις δυνάμεις τους σε ένα συνεχή πόλεμο μεταξύ τους. Άλλες Βυζαντινές πόλεις και νησιά του Αιγαίου είχαν καταληφθεί από τους Ενετούς, Λατίνους Ευγενείς η ληστρικές συμμορίες (Καταλανική Εταιρεία κτλ) και είχαν αυτονομηθεί σαν ξεχωριστές πόλεις-κράτη. Ο Βυζαντινός χώρος κατακερματίστηκε σε μικρά φέουδα, με μια σειρά από τοπικούς μεγάλους γαιοκτήμονες, τους λεγόμενους τότε "δυνατούς", να μην υπακούουν στην κεντρική διοίκηση των Παλαιολόγων που είχαν απελευθερώσει εντελώς συμπτωματικά την Κωνσταντινούπολη το 1261 μ. Χ. Οι «δυνατοί» ήταν παλαιοί ανώτατοι Αξιωματικοί του Βυζαντινού στρατού που εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία των Αυτοκρατόρων, οικειοποιούμενοι εκτεταμένα κρατικά Αυτοκρατορικά κτήματα, τις λεγόμενες «Πρόνοιες».
Η ισχυροποίηση των κατά τόπους αρχόντων και η εξασθένιση της Κεντρικής Βυζαντινής εξουσίας, εξέθεσαν τις κατώτερες αγροτικές τάξεις στο έλεος και στην διάκριση των "δυνατών" που επικρατούσαν ανά περιοχή. Οι νέοι αυτοί αφέντες κατέφυγαν στην καταπίεση, στην αδικία και στην εξοντωτική φορολόγηση των φτωχών αγροτών και τεχνιτών των υποτυπωδών αστικών κέντρων της εποχής, δημιουργώντας έντονα κοινωνικά προβλήματα και εξεγέρσεις με κυριότερη αυτή των Ζηλωτών στην Θεσσαλονίκη που είχε Θρησκευτικά ελατήρια, αλλά απέκτησε κοινωνικό και οικονομικό περιεχόμενο. Η σημαντική αυτή εξέγερση υπονόμευσε την άμυνα της πόλης και την παρέδωσε στα χέρια των Οθωμανών. Μέσα στο ζοφερό αυτό κλίμα αναρχίας και αυθαιρεσίας, καμία κοινωνική δύναμη η συνιστώσα δεν σήκωνε το βλέμμα να αντικρίσει την Οθωμανική λαίλαπα που είχε πλέον κατακλύσει τα εδάφη της Μικράς Ασίας στα μισά του 13ου Αιώνα καταστρέφοντας πολλές Χριστιανικές πόλεις και σφάζοντας η υποδουλώνοντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς της.
Η βία, η ληστεία και η λεηλασία ξεσπούσε παντού όπου περνούσαν οι Οθωμανοί. Η Εκκλησία, που ως θεσμός είχε βοηθήσει δυναμικά πολλές φορές στο παρελθόν στην επιβίωση του Βυζαντίου, υπέσκαπτε την εξουσία των Παλαιολόγων λόγω της προσήλωσης των τελευταίων στην υπόθεση της δογματικής Ένωσης του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης με την Παπική Εκκλησία. Αλλά και η Εκκλησία ως θεσμός είχε διαβρώσει σημαντικά τις κοινωνικές δομές του Κράτους. Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες είχαν πολλαπλασιαστεί, έχοντας μεγάλες περιουσίες και εκτάσεις καλλιεργήσιμων εδαφών που επέτειναν τις κοινωνικές ανισότητες και τον κοινωνικό αναβρασμό.
Οι ιερωμένοι και οι μοναχοί στο Βυζάντιο αποτελούσαν μια ξεχωριστή πολυπληθής κοινωνική τάξη, και ήταν πρόσωπα ιερά και απαραβίαστα και απολάμβαναν μια σειρά από κοινωνικά και οικονομικά προνόμια. Συγκεκριμένα οι μοναχοί και οι ιερωμένοι δεν φορολογούνταν και ήταν απαλλαγμένοι από στρατιωτικές υποχρεώσεις. Αυτά τα προνόμια προέτρεπαν πολλούς να ασπαστούν τον μοναχικό βίο, όχι ως στάση ζωής και Ασκητικού βίου, αλλά ως τον ευκολότερο τρόπο να αποφύγουν τα κοινωνικά βάρη που εξαθλίωναν τους υπόλοιπους. Έτσι οι περισσότεροι όχι μόνο δεν παρήγαγαν πνευματικό και ποιμαντορικό έργο, αλλά αντιθέτως προκαλούσαν με τον ακόλαστο και πολυτελή βίο τους. Ήδη στα μισά του 14ου Αιώνα μ. Χ. ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας ήταν φόρου υποτελής στον Οθωμανό Σουλτάνο, με την πρόσθετη εξευτελιστική υποχρέωση να εκστρατεύει στο πλευρό του ως Σύμμαχος. Οι Άρχοντες των Βυζαντινών ημιανεξάρτητων κρατιδίων κοιτούσαν αδιάφοροι να έρχεται ο χαμός τους και η μόνη αντίδραση τους ήταν να καλούν τον Σουλτάνο ως διαιτητή στις ασήμαντες εδαφικές διαφορές τους. Μόνο γέλιο ανάμικτο με θλίψη προκαλούν οι Δημήτριος και Θωμάς Παλαιολόγος που ζήτησαν την συνδρομή του Μεχμέτ Β΄ του Πορθητή (επτά χρόνια μετά την άλωση της Πόλης) για να επιβληθεί ο ένας στον άλλον!!! Ο Μεχμέτ εισέβαλε και σκλάβωσε την Πελοπόννησο, αιχμαλωτίζοντας τον Δημήτριο και διώκοντας τον Θωμά…"
Η τελευταία άμυνα που αντέταξε το Βυζαντινό ετοιμοθάνατο μόρφωμα κυριολεκτικά την δωδέκατη ώρα, ήταν η πολιτική δραστηριότητα δύο κορυφαίων πνευματικών προσωπικοτήτων και η γενναία θυσία του τελευταίου Θρυλικού Αυτοκράτορα της. Οι δύο πνευματικοί άνδρες ήταν ο Γεώργιος Γεμιστός (ο αυτοαποκαλούμενος «Πλήθων»), και ο τότε επίσκοπος Νικομήδειας Βησσαρίων. Αυτοί διατύπωσαν σε ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα όλες τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ενέργειες που πιθανά να αναζωογονούσαν το ετοιμοθάνατο Βυζάντιο. Ο ηρωικός και έντιμος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ΄ προσπάθησε να εφαρμόσει το πρόγραμμα αυτό, που προέβλεπε ενίσχυση της Κεντρικής Εξουσίας, περιστολή της ασυδοσίας των «δυνατών», νομική προστασία των δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ανάταση του Εθνικού φρονήματος με την σύνδεση του απλού λαού με την ένδοξη Ελληνική κληρονομιά του, υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, περιστολή των υπερβολικών Εκκλησιαστικών δικαιωμάτων, οχύρωση Εξαμιλίου (Ισθμού) κτλ.
Ήταν όμως πολύ αργά. Στα παλαιά αλλά επιβλητικά τείχη της Κωνσταντινούπολης παρατάσσονταν 10.000 σιδερόφραχτοι υπερασπιστές, όταν οι ιερείς και μοναχοί στον Ελλαδικό χώρο εκείνη την εποχή ξεπερνούσαν τις 100.000….Η προσωπική γενναιότητα και εντιμότητα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με την φαυλότητα και την ανικανότητα των περισσοτέρων προκατόχων του. Προάσπισε το συλλογικό συμφέρον έναντι της προσωπικής του υλικής ευμάρειας (που του δόθηκαν πολλές ευκαιρίες να εξασφαλίσει) και έπεσε όρθιος στα τείχη της Πόλης όπως επιτάσσει το καθήκον κάθε Βασιλιά. Πάντως, παρά κάποιες αντίθετες διαβεβαιώσεις, είναι ιστορικά διασταυρωμένο ότι το άψυχο σώμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ΄, δεν βρέθηκε ποτέ….
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η Κωνσταντινούπολη δεν αλώθηκε ούτε από την στρατιωτική δύναμη του Μεχμέτ του Β΄ του Πορθητή, ούτε από το ανώτερο πυροβολικό του, ούτε από το άνοιγμα της Κερκόπορτας από τους ανθενωτικούς ιερωμένους ούτε από την προδοσία των Δυτικών που δεν ενίσχυσαν τον Αυτοκράτορα. Η άλωση της Πόλης προήλθε από την κοινωνική αναρχία και αποσάθρωση, την κοινωνική διαφθορά και ανισότητα. Η εξαθλίωση του δημόσιου βίου, η ανάρρηση σε δημόσια αξιώματα φαύλων και φιλήδονων ανθρώπων, η διαφθορά των Αξιωματούχων, η θρησκοληψία του Κλήρου, η ηττοπάθεια των Αρχόντων….