Χρήστος Βαγενάς
Όλοι σιγά-σιγά αντιλαμβανόμαστε γιατί έχουμε φάει τα μούτρα μας στις «διαπραγματεύσεις» με τους Ευρωπαίους:
Ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι άριστος στην οικονομική διάγνωση, πολύ καλός στην πρόταση συστημικών λύσεων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά εξωπραγματικός στις προτάσεις του για τοπικές λύσεις και εφαρμογή στην πράξη.
Οι υπολογισμοί του και οι γενικές συστάσεις του για την ανασύσταση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα ήταν σωστές και καλά μελετημένες. Το πρόβλημα φυσικά ήταν ότι σκόνταψαν στα Ευρωπαϊκά συμφέροντα, ιδιωτικά και κρατικά. Αν οι αρχικές προτάσεις του Βαρουφάκη γίνονταν αποδεκτές από τους Ευρωπαίους, αυτό θα σήμαινε πρωταρχικά λιγότερο κοντρόλ επί των πασχόντων της Ευρωζώνης (από τους Γερμανούς κυρίως), και γενικά μειωμένες άμεσες αποδοχές για τους δανειστές μας.
Ο Βαρουφάκης τελικά πόνταρε στην ύπαρξη ενός δεσπόζοντος υπερκρατικού Ευρωπαϊκού σκεπτικού, μιας λογικής δηλαδή που λέει ότι μια πιο αρμονική Ευρώπη με κοινωνικές, ισόποσες δημοκρατικές ευαισθησίες και παροχές για κάθε πολίτη ανεξαιρέτως, πάνω από ιδιωτικά και ξεχωριστά κρατικά συμφέροντα (οικονομικά και άλλα) είναι η επιδίωξη όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως ξέρουμε όμως τώρα, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Την πληρώσαμε όλοι πολύ ακριβά αυτή τη λανθασμένη αντίληψη του υπουργού οικονομικών.
Τώρα, πολύ κατόπιν εορτής, και μετά από μια οδυνηρή και εξαντλητική τελική οικονομική αφαίμαξη, κατανοούμε επιτέλους ότι το κάθε κράτος της Ευρωπαϊκής οικογένειας τοποθετείται και μάχεται πρωταρχικά για πάρτη του. Δηλαδή, προκειμένου να πειραχτούν τα συμφέροντά του και να μειωθεί η επιρροή του, στο διάολο να πάνε όλοι οι άλλοι.
Το «γαμώτο» βέβαια σε αυτή την κατάσταση είναι ότι, αυτό είναι πανταχού παρόν στην ανθρώπινη ιστορία, και δεν χρειαζόταν να πληρώσουμε τόσο ακριβά για να το μάθουμε. Και μια επιφανειακή ανάγνωση της παγκόσμιας ιστορίας αρκούσε για να το εξακριβώσουμε.
Αυτό είναι το «στραβοπάτημα» Βαρουφάκη, που μας «αποτελείωσε».
Από την άλλη μεριά έχουμε τους Ευρωπαίους, που επιμένουν, με διάφορα μέτρα, νόμους, πιέσεις και εκβιασμούς να μας στριμώξουν σε ένα δικό τους προκατασκευασμένο καλούπι. Το σκεπτικό τους είναι ότι, αφού οι ίδιοι έχουν βάλει εδώ και καιρό σε τάξη τα του οίκου τους με αυτό το συγκεκριμένο καλούπι, λογικό είναι η κατάσταση να μπορεί να καλουπωθεί παρομοίως, και να σάξει αναλόγως και στην Ελλάδα.
Δυστυχώς, αυτό είναι από άκρως αφελές, έως και παντελώς απερίσκεπτο.
Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει, διότι έχουμε να κάνουμε με διαφορετικούς κόσμους, διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικές γλώσσες, ήθη και έθιμα. Μια τέτοια αλλαγή και αναπροσαρμογή μπορεί να ξεκινήσει μόνον σαν στοχευμένη, εκούσια συμφωνημένη επιλογή μεταξύ αυτών που θα την επιβάλλουν και αυτών που θα την αποδεχτούν, και απαιτεί γενεές ολόκληρες για να πραγματοποιηθεί. Και πάλι, αμφίβολο είναι αν θα πετύχει. Στα σίγουρα, δεν μπορεί να συμπιεστεί μέσα σε λίγα χρόνια, βάναυσα, και με το στανιό.
Το μπέρδεμα είναι ότι και οι ξένοι και εμείς πέφτουμε στην ίδια παγίδα. Δε βλέπουμε γιατί δεν μπορεί να γίνει χρήση ενός και μόνου καλουπιού για όλους. Μας ξεγελάει το γεγονός ότι οι οικονομικές συναλλαγές διέπονται από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής, που είναι ακριβώς οι ίδιες παγκόσμια.
Αυτό που παραβλέπεται, με καταστροφικές συνέπειες μάλιστα, όπως βλέπουμε κάθε μέρα, είναι το εξής:
Σε περιπτώσεις κρατών, η κρατική οικονομική διαχείριση έχει και κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις, που διαφέρουν, πολλές φορές ριζικά, από κράτος σε κράτος, και από λαό σε λαό.
Αυτά, αν είναι να αλλάξουν, θα αλλάξουν σταδιακά, και με το μαλακό. «Τώρα αμέσως», και με το ζόρι, δεν γίνεται. Για παράδειγμα, πιστεύει κανείς ότι μπορεί να εξαφανιστεί η Ελληνική γλώσσα από την Ελλάδα με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, ή με απειλές για φυλάκιση, ακόμα και βασανιστήρια; Ή, υπάρχει κάποιος τόσο αφελής που να πιστεύει ότι μπορεί να πάψει να υπάρχει χριστιανισμός στην Ελλάδα εδώ και τώρα, επειδή η κυβέρνηση ξαφνικά αποφάσισε να τον απαγορεύσει;
Η παραπλανητική εντύπωση ύπαρξης μιας ουσιαστικής «Ευρωπαϊκής σύγκλισης σκεπτικού και κουλτούρας» δημιουργείται στα Ευρωπαϊκά πολιτικά συνέδρια, όπου οι συμμετέχοντες είναι σχεδόν όλοι αγγλομαθείς, έχουν φοιτήσει σε παρόμοια σχολεία, και έχουν μορφωθεί με μια συγκεκριμένη Δυτική κουλτούρα, που τους προσφέρει επαρκέστατα κοινά σημεία αναφοράς, ταυτόχρονα μειώνοντας τις επιρροές από τις διαφορετικές εθνικές προελεύσεις τους.
Κι επειδή αυτοί μπορούν να κάθονται μαζί, να τρώνε, να πίνουν και να συνεννοούνται γλωσσικά, πολιτισμικά, κοινωνικά και οικονομικά, χωρίς μεγάλη δυσκολία μεταξύ τους, τους δημιουργείται εύκολα η ψευδαίσθηση, ότι το ίδιο συμβαίνει και με τους πολίτες των λαών που αντιπροσωπεύουν.
Φυσικά, δεν είναι καθόλου έτσι.
Από τη μια μεριά δηλαδή, εμείς έχουμε εναποθέσει όλες μας τις ελπίδες για σωτηρία στην εύρεση μιας κάνουλας Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, που δεν υπάρχει, κι από την άλλη, οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι λίγο θέλει ακόμα, με οικονομικές πιέσεις, βία και εξαναγκασμό, να μας κάνουν σαν αυτούς.
Και οι δύο πλευρές κάνουν λάθος. Και τα λάθη, ως γνωστόν, κοστίζουν. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν πρόκειται για τέτοια χοντρά λάθη, σε κρατικό επίπεδο.
Με λίγα λόγια, έχουμε βρει το μπελά μας ουκ ολίγον με το ευρώ και τον υποτιθέμενο «εξευρωπαϊσμό» του Έλληνα.
Να δούμε τώρα πως θα ξεμπλέξουμε.
Όλοι σιγά-σιγά αντιλαμβανόμαστε γιατί έχουμε φάει τα μούτρα μας στις «διαπραγματεύσεις» με τους Ευρωπαίους:
Ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι άριστος στην οικονομική διάγνωση, πολύ καλός στην πρόταση συστημικών λύσεων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά εξωπραγματικός στις προτάσεις του για τοπικές λύσεις και εφαρμογή στην πράξη.
Οι υπολογισμοί του και οι γενικές συστάσεις του για την ανασύσταση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα ήταν σωστές και καλά μελετημένες. Το πρόβλημα φυσικά ήταν ότι σκόνταψαν στα Ευρωπαϊκά συμφέροντα, ιδιωτικά και κρατικά. Αν οι αρχικές προτάσεις του Βαρουφάκη γίνονταν αποδεκτές από τους Ευρωπαίους, αυτό θα σήμαινε πρωταρχικά λιγότερο κοντρόλ επί των πασχόντων της Ευρωζώνης (από τους Γερμανούς κυρίως), και γενικά μειωμένες άμεσες αποδοχές για τους δανειστές μας.
Ο Βαρουφάκης τελικά πόνταρε στην ύπαρξη ενός δεσπόζοντος υπερκρατικού Ευρωπαϊκού σκεπτικού, μιας λογικής δηλαδή που λέει ότι μια πιο αρμονική Ευρώπη με κοινωνικές, ισόποσες δημοκρατικές ευαισθησίες και παροχές για κάθε πολίτη ανεξαιρέτως, πάνω από ιδιωτικά και ξεχωριστά κρατικά συμφέροντα (οικονομικά και άλλα) είναι η επιδίωξη όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως ξέρουμε όμως τώρα, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Την πληρώσαμε όλοι πολύ ακριβά αυτή τη λανθασμένη αντίληψη του υπουργού οικονομικών.
Τώρα, πολύ κατόπιν εορτής, και μετά από μια οδυνηρή και εξαντλητική τελική οικονομική αφαίμαξη, κατανοούμε επιτέλους ότι το κάθε κράτος της Ευρωπαϊκής οικογένειας τοποθετείται και μάχεται πρωταρχικά για πάρτη του. Δηλαδή, προκειμένου να πειραχτούν τα συμφέροντά του και να μειωθεί η επιρροή του, στο διάολο να πάνε όλοι οι άλλοι.
Το «γαμώτο» βέβαια σε αυτή την κατάσταση είναι ότι, αυτό είναι πανταχού παρόν στην ανθρώπινη ιστορία, και δεν χρειαζόταν να πληρώσουμε τόσο ακριβά για να το μάθουμε. Και μια επιφανειακή ανάγνωση της παγκόσμιας ιστορίας αρκούσε για να το εξακριβώσουμε.
Αυτό είναι το «στραβοπάτημα» Βαρουφάκη, που μας «αποτελείωσε».
Από την άλλη μεριά έχουμε τους Ευρωπαίους, που επιμένουν, με διάφορα μέτρα, νόμους, πιέσεις και εκβιασμούς να μας στριμώξουν σε ένα δικό τους προκατασκευασμένο καλούπι. Το σκεπτικό τους είναι ότι, αφού οι ίδιοι έχουν βάλει εδώ και καιρό σε τάξη τα του οίκου τους με αυτό το συγκεκριμένο καλούπι, λογικό είναι η κατάσταση να μπορεί να καλουπωθεί παρομοίως, και να σάξει αναλόγως και στην Ελλάδα.
Δυστυχώς, αυτό είναι από άκρως αφελές, έως και παντελώς απερίσκεπτο.
Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει, διότι έχουμε να κάνουμε με διαφορετικούς κόσμους, διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικές γλώσσες, ήθη και έθιμα. Μια τέτοια αλλαγή και αναπροσαρμογή μπορεί να ξεκινήσει μόνον σαν στοχευμένη, εκούσια συμφωνημένη επιλογή μεταξύ αυτών που θα την επιβάλλουν και αυτών που θα την αποδεχτούν, και απαιτεί γενεές ολόκληρες για να πραγματοποιηθεί. Και πάλι, αμφίβολο είναι αν θα πετύχει. Στα σίγουρα, δεν μπορεί να συμπιεστεί μέσα σε λίγα χρόνια, βάναυσα, και με το στανιό.
Το μπέρδεμα είναι ότι και οι ξένοι και εμείς πέφτουμε στην ίδια παγίδα. Δε βλέπουμε γιατί δεν μπορεί να γίνει χρήση ενός και μόνου καλουπιού για όλους. Μας ξεγελάει το γεγονός ότι οι οικονομικές συναλλαγές διέπονται από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής, που είναι ακριβώς οι ίδιες παγκόσμια.
Αυτό που παραβλέπεται, με καταστροφικές συνέπειες μάλιστα, όπως βλέπουμε κάθε μέρα, είναι το εξής:
Σε περιπτώσεις κρατών, η κρατική οικονομική διαχείριση έχει και κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις, που διαφέρουν, πολλές φορές ριζικά, από κράτος σε κράτος, και από λαό σε λαό.
Αυτά, αν είναι να αλλάξουν, θα αλλάξουν σταδιακά, και με το μαλακό. «Τώρα αμέσως», και με το ζόρι, δεν γίνεται. Για παράδειγμα, πιστεύει κανείς ότι μπορεί να εξαφανιστεί η Ελληνική γλώσσα από την Ελλάδα με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, ή με απειλές για φυλάκιση, ακόμα και βασανιστήρια; Ή, υπάρχει κάποιος τόσο αφελής που να πιστεύει ότι μπορεί να πάψει να υπάρχει χριστιανισμός στην Ελλάδα εδώ και τώρα, επειδή η κυβέρνηση ξαφνικά αποφάσισε να τον απαγορεύσει;
Η παραπλανητική εντύπωση ύπαρξης μιας ουσιαστικής «Ευρωπαϊκής σύγκλισης σκεπτικού και κουλτούρας» δημιουργείται στα Ευρωπαϊκά πολιτικά συνέδρια, όπου οι συμμετέχοντες είναι σχεδόν όλοι αγγλομαθείς, έχουν φοιτήσει σε παρόμοια σχολεία, και έχουν μορφωθεί με μια συγκεκριμένη Δυτική κουλτούρα, που τους προσφέρει επαρκέστατα κοινά σημεία αναφοράς, ταυτόχρονα μειώνοντας τις επιρροές από τις διαφορετικές εθνικές προελεύσεις τους.
Κι επειδή αυτοί μπορούν να κάθονται μαζί, να τρώνε, να πίνουν και να συνεννοούνται γλωσσικά, πολιτισμικά, κοινωνικά και οικονομικά, χωρίς μεγάλη δυσκολία μεταξύ τους, τους δημιουργείται εύκολα η ψευδαίσθηση, ότι το ίδιο συμβαίνει και με τους πολίτες των λαών που αντιπροσωπεύουν.
Φυσικά, δεν είναι καθόλου έτσι.
Από τη μια μεριά δηλαδή, εμείς έχουμε εναποθέσει όλες μας τις ελπίδες για σωτηρία στην εύρεση μιας κάνουλας Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, που δεν υπάρχει, κι από την άλλη, οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι λίγο θέλει ακόμα, με οικονομικές πιέσεις, βία και εξαναγκασμό, να μας κάνουν σαν αυτούς.
Και οι δύο πλευρές κάνουν λάθος. Και τα λάθη, ως γνωστόν, κοστίζουν. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν πρόκειται για τέτοια χοντρά λάθη, σε κρατικό επίπεδο.
Με λίγα λόγια, έχουμε βρει το μπελά μας ουκ ολίγον με το ευρώ και τον υποτιθέμενο «εξευρωπαϊσμό» του Έλληνα.
Να δούμε τώρα πως θα ξεμπλέξουμε.