Ο ΟΛΕΘΡΙΟΣ ΡΟΛΟΣ ΟΝΕ-ΕΥΡΩ στην υπερχρέωση του ευρωπαϊκού νότου (και στην καταστροφή της Ελλάδας)

Γράφει η Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη

Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσω να συνδέσω τις επικίνδυνες συνέπειες του τρόπου γένεσης και λειτουργίας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, με την υπερχρέωση του ευρωπαϊκού Νότου, καθώς και του τρόπου αντιμετώπισής της.
Για την ερμηνεία αυτού του χρέους, που τα τελευταία πέντε χρόνια εμφανίζεται ως το υπ’αριθμόν 1 πρόβλημα της Ευρωζώνης, με αποκορύφωμα το χρέος της Ελλάδας, επιστρατεύθηκαν διάφορες εκδοχές. Αρχικά, υποστηρίχθηκε με έμφαση, αλλά και με περισσή επιπολαιότητα, ότι επρόκειτο δήθεν για κρίση αποκλειστικά ελληνική, που οφειλόταν επιπλέον σε διαστροφικές πλευρές του χαρακτήρα των Ελλήνων. Στη συνέχεια, όμως, ο κύκλος διευρύνθηκε για να περιλάβει το σύνολο του ευρωπαϊκού Νότου, τις χώρες που, με αβρότητα, αποκαλούν οι πιο προηγμένες PIIGS- Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία.

Θα κάνω όσο γίνεται πιο ξεκάθαρο, στο εδάφιο αυτό, το επιχείρημα ότι οι ευθύνες χρέους και ελλειμμάτων που θεωρήθηκαν, ξαφνικά, υπερβολικές από το διευθυντήριο της ΕΕ και την ΕΚΤ, δεν βαρύνουν μόνο ή και κυρίως την ελληνική πλευρά. Αντιθέτως, είναι σαφές, ότι η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη που προκλήθηκε από τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2007 και, κυρίως, από την αδυναμία της παγκόσμιας, αλλά κυρίως της ευρωπαϊκής κοινότητας να αποφύγει τα ίδια σχεδόν σφάλματα, που παρέτειναν τη διάρκεια και τη σφοδρότητα της πρώτης μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929: βιασύνη, δηλαδή, στο να αντιμετωπιστούν τα ελλείμματα, πριν να έχουν απομακρυνθεί τα συμπτώματα της κρίσης, και πριν να έχει πραγματικά περάσει στην ανάρρωση η παγκόσμια οικονομία. Ήταν, πράγματι, εντελώς ακατάλληλη η στιγμή για τη δραστική αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών χρεών και ελλειμμάτων. Επιπλέον, η Ελλάδα ήταν απροετοίμαστη για την επίλυση προβλήματος που ξέσπασε για πρώτη φορά στους κόλπους της ΕΕ, με την ευκαιρία της δικής της κρίσης, ιδίως κaι που βρέθηκε αντιμέτωπη με μια από τις μεγαλύτερες ατέλειες που βαρύνουν το οικοδόμημα του ευρώ, δηλαδή το γεγονός ότι αν και υπάρχει κοινό νόμισμα για τα μέλη της Ευρωζώνης, ωστόσο καθένα από αυτά θεωρείται υπεύθυνο για την αντιμετώπιση χρέους και ελλειμμάτων.

Η ελληνική κρίση, ειδικότερα, που ξέσπασε το 2009, από κοινού με αυτήν του υπόλοιπου ευρωπαϊκού Νότου, όπως προέκυψε αμέσως στη συνέχεια, θα πρέπει εν πολλοίς να ιδωθεί ως αναπότρεπτη συνέπεια των επιλογών της ευρωπαϊκής μακροοικονομικής πολιτικής. Αυτές, βασίστηκαν στην αφελή υπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν μόνον ηλιόλουστες ημέρες, διότι δηλαδή η δήθεν αυτορρύθμιση οικονομίας και αγορών είναι ικανή να αποτρέψει την εμφάνιση κρίσεων. Δεν πρόκειται, όμως, μόνο περί αυτού, μια και γνωρίζουμε τώρα πια ότι το πρόβλημα χρέους και ελλειμμάτων άνοιξε το δρόμο για την υποδούλωση των οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου, και πιθανότατα όχι μόνον αυτών. Υποδούλωση διαρκείας, που δεν φαίνεται να τελειώνει στα όρια του ΔΝΤ, αλλά να παρατείνεται επ’ αόριστον μέσα από τη μετάλλαξη της ΕΕ σε Ηνωμένες Πολιτείες της Γερμανίας. Έτσι, στην πορεία έγινε δεκτό ότι ο αποφασιστικότερος, ίσως, παράγοντας της υπερχρέωσης του ευρωπαϊκού Νότου είναι το γεγονός ότι οι ιδρυτές της Ενωμένης Ευρώπης αγνόησαν εντελώς όλες τις παλαιότερες θεωρίες που υποστήριζαν και ιστορικά αποδείκνυαν το πόσο είναι επικίνδυνη η οικονομική ενοποίηση χωρών που εμφανίζουν βαθιές διαφορές επιπέδου ανάπτυξης μεταξύ τους, και γι’ αυτό επιβάλλεται με κάθε τρόπο αυτή να αποφεύγεται. Και τούτο επειδή, σε μια τέτοια περίπτωση λειτουργούν από κοινού δύο φαινόμενα[1]: το πρώτο διευρύνει τις αρχικές αναπτυξιακές διαφορές, ενώ το δεύτερο δημιουργεί πόλους έλξης, που διαχωρίζουν αυτόματα τις οικονομίες σε κυρίαρχες και κυριαρχούμενες. Οι λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες, που συνυπάρχουν με οικονομίες πιο προηγμένες, στην ίδια ένωση, υφίστανται κλείδωμα των παραγωγικών τους διαρθρώσεων (μέσω της ελευθερίας των διεθνών συναλλαγών) οι οποίες παύουν να εξελίσσονται, αλλά αντιθέτως εφεξής εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πιο προηγμένων. Είναι ο πρωταρχικός λόγος, για τον οποίον οι λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες παρεμποδίζονται, σ’ αυτή την περίπτωση, στην προσπάθειά τους να αναπτυχθούν. Και πράγματι, στους κόλπους της ΕΕ, δεν πραγματοποιήθηκε η αρχική υπόσχεση της σύγκλισης, μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά αντιθέτως διαπιστώνεται απόκλιση. Και στην περίπτωση αυτή οι ισχυρότερες οικονομίες πλουτίζουν σε βάρος των ασθενέστερων. Πέρα από κάθε αμφιβολία η Γερμανία είναι αυτή που επωφελήθηκε περισσότερο από όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ από την Ένωση, εμφανίζοντας τεραστίων διαστάσεων εμπορικό πλεόνασμα, που, παρότι σταθερά επαναλαμβάνεται δεν εκλαμβάνεται, ωστόσο, ως μακροοικονομική ανισορροπία. Και να αναφέρω, στο σημείο αυτό, την άποψη του οικονομολόγου Till Van Treek[2]ότι οι κερδοσκόποι προσελκύστηκαν από την Ελλάδα και τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο, όχι τόσο εξαιτίας των υψηλών χρεών και ελλειμμάτων τους, όσο εξαιτίας του εμπορικού τους ελλείμματος, που είναι αποτέλεσμα του γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης.

Αντιθέτως, η Ελλάδα που ήταν η πιο αδύναμη οικονομία της Ένωσης, τη στιγμή της ένταξής της[3], εξακολουθεί να παραμένει η ασθενέστερη στην Ευρωζώνη 30 χρόνια αργότερα. Και προκειμένου να αποφευχθούν εύκολα σχόλια του τύπου «φταίει η ίδια»,ή «πρόκειται για λαό διεφθαρμένο, ανίκανο, τεμπέλη κλπ», σπεύδω να προβάλω την περίπτωση της Ιρλανδίας, που για δεκαετίες εμφανιζόταν ως το θαύμα του νεοφιλελευθερισμού, αλλά δυστυχώς η τύχη της αποδείχθηκε παρόμοια με την ελληνική, μέσα σε μια νύκτα. Η κρίση χρέους, εκτός από την αδυναμία οικονομίας, που διανοίγεται στο ελεύθερο εμπόριο πριν ολοκληρώσει την ανάπτυξή της, (με την έννοια του N. Kaldor[4]) να αποκτήσει υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας, απέδειξε ακόμη και τον κίνδυνο πλήρους αποπροσανατολισμού της παραγωγής. Πράγματι, η ευκολία εξασφάλισης των απαραίτητων αγαθών, μέσω των εισαγωγών, που επιπλέον προέρχονται από πιο προηγμένες οικονομίες, δυσχεραίνει τη δημιουργία νέων παραγωγικών κλάδων ή ακόμη και τη συνέχιση υφιστάμενων, που δεν έγιναν ακόμη ανταγωνιστικοί.

Η συμβολή της ΕΕ-Ευρωζώνης, στη δημιουργία της υπερχρέωσης της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρου του ευρωπαϊκού Νότου, θα εξετασθεί σε μία πρώτη παράγραφο, ενώ η δεύτερη παράγραφο θα αφιερωθεί στη συμβολή της Ευρωζώνης στον τρόπο της αντιμετώπισης του χρέους.

Ι. Τα αίτια της δημιουργίας του υπερβολικού ελληνικού δημόσιου χρέους

Πριν 16 χρόνια οι αξιωματούχοι της ΕΕ αποφάσισαν να προχωρήσουν στη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, του ευρώ. Η δημιουργία του αποτελεί μνημείο φανατικού νεοφιλελευθερισμού. Βασίζεται σε αναπόδεικτες υποθέσεις, δεν διαθέτει ιστορικό προηγούμενο και ο καταποντισμός του ευρωπαϊκού Νότου αποτελεί απτή απόδειξη της αρνητικής συμβολής του στην εξέλιξη των λιγότερο προηγμένων οικονομιών-μελών της ΕΕ. Πράγματι, η Ευρώπη και αυτή τη φορά[5], δεν ήταν έτοιμη για να βάλει γερές βάσεις στο κοινό της νόμισμα, επιθυμούσε όμως να το θέσει εσπευσμένα σε κυκλοφορία, για αυτό εφεύρε το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αυτό το κατασκεύασμα αποτέλεσε όρο απαράβατο και ουσιαστικά το δεκανίκι της λειτουργίας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Ο νομπελίστας Paul Krugman χαρακτηρίζει το ευρώ ως «το αμάρτημα της Ευρώπης από αλαζονεία»[6]. Αλλά και ο επίσης νομπελίστας Amartya Sen αποφαίνεται ότι «η δημιουργία του ευρώ υπήρξε ένα σοβαρό λάθος»[7]. Στο ίδιο μήκος ιδεών ο Jacques Delors δήλωσε[8]: «Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση υπήρξε θύμα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και είχε μια ήττα που προκλήθηκε από την ανευθυνότητα των ηγετών μας, οι οποίοι θέλησαν να κάνουν νομισματική ένωση, χωρίς οικονομική ένωση». Θεωρητικά, σύμφωνα με τον Καναδό οικονομολόγο Robert Mundell[9], η λειτουργία ενός κοινού νομίσματος απαιτεί ισχυρή εμπορική συγκέντρωση, υψηλό βαθμό παραγωγικής εξειδίκευσης, σημαντική κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής, μεγάλη ελαστικότητα τιμών και μισθών, μηχανισμούς μεταφοράς μέσων για την ισοσκέλιση προϋπολογισμών μεταξύ περιφερειών ή κρατών, συγχρονισμό των κυκλικών διακυμάνσεων, και κοινές προτιμήσεις, προϋποθέσεις που δεν υπήρχαν στην Ευρώπη όταν δημιουργήθηκε το ευρώ.

Έτσι, το ευρώ δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αν δεν υποστηρίζεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας, του οποίου τα αυστηρά, ισοπεδωτικά και εξωπραγματικά κριτήρια αποτελούν μόνιμη τροχοπέδη στην ανάπτυξη, κυρίως των οικονομικά ασθενέστερων χωρών της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Το Σύμφωνο Σταθερότητας επιβάλλει ένα στυγνό μονεταριστικό περιβάλλον, του οποίου η μοναδική επιτρεπτή θέση είναι αυτή της νομισματικής σταθερότητας, στο βωμό της οποίας θυσιάζονται άλλοι στόχοι όπως αυτός της ταχύρυθμης ανάπτυξης, της πλήρους απασχόλησης ή της δικαιότερης κατανομής του εισοδήματος. Με το ίδιο, αναγκαστικά, κοστούμι για όλες τις χώρες-μέλη, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες και προτεραιότητές τους, η ΟΝΕ[10] επιβάλλει ανελαστικούς και εν πολλοίς απραγματοποίητους όρους, όπως πληθωρισμό που να μην υπερβαίνει το 2%, δημόσιο έλλειμμα όχι ανώτερο από 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος όχι μεγαλύτερο από 60%, αντίστοιχα. Και αναφορικά με το επιτόκιο, και αυτό θα έπρεπε να διαμορφώνεται στο ίδιο επίπεδο σε όλα τα κράτη-μέλη[11], κάτι που ουδέποτε κατορθώθηκε. Με το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης έγινε συνειδητό το παράλογο σχήμα της ΟΝΕ που εξασφαλίζει κοινό νόμισμα στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, αλλά όχι κοινή πολιτική για την αντιμετώπιση χρέους και ελλειμμάτων τους. Με την ελληνική κρίση έγινε, ακόμη, ξεκάθαρο ότι οικονομίες των οποίων το νόμισμα στηρίζεται από ανεξάρτητες κυβερνήσεις είναι σε θέση να διατηρούν επί μακρόν, τεράστια ελλείμματα και χρέη, όπως η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ. Δεν είναι, όμως, διόλου το ίδιο για τις οικονομίες της Ευρωζώνης.

Αυτή η ψευδοκατασκευή, επάνω στην οποία κτίστηκε το ευρώ, χωρίς θεωρητική βάση και χωρίς προηγούμενο οδήγησε στην πλήρη αθέτηση όλων των αρχικών υποσχέσεων της ΕΕ όπως, της σύγκλισης Βορρά και Νότου, της ταχύρυθμης ανάπτυξης όλων των κρατών- μελών της, της δικαιότερης κατανομής του εισοδήματος, αλλά και της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Έτσι, μετά την εγκαθίδρυση του ευρώ, διαπιστώνεται απόκλιση, και όχι σύγκλιση ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο[12], καθώς και συχνά κρούσματα λειτουργίας της ΕΕ με δύο ταχύτητες[13]. Το κοινό νόμισμα ευθύνεται ακόμη, και για τη σημαντική επιδείνωση των οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου. Και πάνω απ’ όλα οι πρόσφατες εξελίξεις απέδειξαν ότι η ελληνική κρίση, αλλά και η κρίση του ευρωπαϊκού Νότου είναι, στην ουσία, κρίση της ΟΝΕ και της ΕΕ, και εκφράζεται μέσω των τραπεζών της.

Μια άλλη, και πολύ σημαντική όψη αυτής της καταστροφής του Νότου ήταν η αδυναμία του κοινού νομίσματος να εξυπηρετήσει τόσο διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης. Η πραγματική οικονομία δεν ακολούθησε τη νομισματική σύγκλιση.

Τώρα, λοιπόν, εύκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα ουδέποτε θα έπρεπε να επιδιώξει την τόσο πρόωρη, όσο και τόσο επικίνδυνη (όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε) ένταξή της στο ευρώ, και ουδέποτε θα έπρεπε να επιτρέψει την είσοδό της στην Ευρωζώνη με τόσο καταστρεπτικά υψηλή ισοτιμία δραχμής-ευρώ. Σε πείσμα του αβάσιμου ενθουσιασμού που επικρατούσε τις παραμονές της ένταξής μας, είχα εκφράσει, και τη φορά αυτή, γραπτώς τις αντιρρήσεις μου, και είχα εξηγήσει και τους λόγους της αντίθεσής μου[14]. Εξάλλου, ήταν θανάσιμο σφάλμα το ότι η νομισματική ενοποίηση όχι μόνο δεν περιέλαβε, αλλά και αδιαφόρησε για την κοινωνική ενοποίηση, και αντιθέτως ενθάρρυνε δημοσιονομικό και κοινωνικό ανταγωνισμό στους κόλπους της ΕΕ, που τελικά εξασθένισε και προετοίμασε την κατάρρευση του ευρωπαϊκού Κοινωνικού κράτους.

Η δημιουργία του ευρώ είχε, ανάμεσα σε άλλα, ως αποτέλεσμα να μεταλλάξει τη σύγκλιση, που η Συνθήκη του Μάαστριχτ είχε προβλέψει, σε επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης του ευρωπαϊκού Νότου, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους του ευρωπαϊκού Βορρά. Οι διαφορές αυτές των ρυθμών μεγέθυνσης είχαν ως συνέπεια να διευρύνουν το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου του Νότου, και το εμπορικό πλεόνασμα του Βορρά, κυρίως όμως αυτό της Γερμανίας, που παγιώθηκε και δεν έπαυσε να είναι σημαντικό, ακόμη και μέσα στην κρίση. Έτσι άρχισε και συνεχίστηκε η απομύζηση κάθε ικμάδας, κάθε ελπίδας βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και κάθε αναπτυξιακής προοπτικής των λιγότερο προηγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών, εφόσον κάθε αύξηση του γερμανικού εμπορικού πλεονάσματος είχε ως αντίκρισμα τη μείωση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού Νότου. Ταυτόχρονα, κυρίως, οι οικονομίες του Νότου, άρχισαν να δημιουργούν ελλείμματα στον προϋπολογισμό τους, που υπερέβαιναν τα επιτρεπόμενα από το Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά το πολύ χαμηλό επιτόκιο με το οποίο μπορούσαν να δανείζονται από την ΕΚΤ[15] συσκότιζε, για καιρό, την επικινδυνότητα της κατάστασης, και οι ελλειμματικές οικονομίες, όπως κατεξοχήν η Ελλάδα, ουδόλως πιεζόταν για να περιορίσουν το έλλειμμα. Να αναφέρω ότι το 2009, έτος έναρξης της κρίσης χρέους της, η Ελλάδα πραγματοποίησε από τη Γερμανία εισαγωγές αξίας €6,1 δισεκατομμύρια, ενώ η αξία των ελληνικών εξαγωγών προς τη Γερμανία ήταν μόνο €1,7 δισεκατομμύριο. Με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers δημιουργήθηκε κάποιος πανικός και τότε οι υπουργοί των κρατών-μελών της ΕΕ θέλησαν να λάβουν συλλογικά μέτρα, σε επίπεδο Ένωσης, ώστε να αποφευχθεί ο ίδιος κίνδυνος στο μέλλον. Όμως η Γερμανίδα καγκελάριος απέρριψε την πρόταση και υποστήριξε «ότι κάθε χώρα πρέπει να είναι υπεύθυνη για τις τράπεζές της»[16].

Πέρα, όμως, από τις ευρωπαϊκές επιλογές πολιτικής, που όπως τονίσαμε ήδη εξασθένισαν υπερβολικά τις λιγότερο προηγμένες οικονομίες, πολύ αρνητικές επιπτώσεις είχε επίσης και ο χορός της μείωσης του φορολογικού βάρους[17]. Αυτός άρχισε στις ΗΠΑ με τον πρόεδρο Bush για να επεκταθεί, ως γενικότερη τάση, σε ολόκληρο τον κόσμο.

Στο άρθρο αυτό θα τονίσω ειδικότερα τα συμβάντα, σχετικά με την περίπτωση της Ελλάδας, από όπου και άρχισε αυτή η κρίση υπερχρέωσης του ευρωπαϊκού Νότου. Καταρχήν, να υπογραμμίσω ότι το φορολογικό βάρος της Ελλάδας, ως ποσοστό στο ΑΕΠ βρισκόταν πριν από την ελληνική κρίση χρέους -αλλά όχι πια-, σχεδόν στην ουρά των 26 λοιπών οικονομιών της ΕΕ, διαψεύδοντας παταγωδώς έναν από τους πολυάριθμους ελληνικούς μύθους περί δήθεν υπερβολικού φορολογικού βάρους[18]. Πράγματι, η άμεση φορολογία εκπροσωπούσε μόνο το 7.7% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, ενώ στην ΕΕ-27 το 13,1% αντίστοιχα. Εκτός της χαμηλής αυτής φορολογικής επιβάρυνσης, στην Ελλάδα, υπήρχε σε παγκόσμια βάση, και μια γενικότερη τάση διαχρονικού περιορισμού της[19]. Εξάλλου, στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας, και παρά την αστρονομικών διαστάσεων φοροδιαφυγή, που εκτιμάται σε €30 δισεκατομμύρια το 2010[20], ο συντελεστής φορολόγησης στα υψηλά εισοδήματα περιορίστηκε από 45% σε 40%. Ακόμη πιο προβληματική είναι η πτώση της φορολογικής επιβάρυνσης των εταιριών μεταξύ των ετών 1989-2000: ο συντελεστής από 46 το 1989 περιορίστηκε στο 35 το 2000[21].

Παρότι, για την Ελλάδα, δεν υπάρχουν συνεχή και αρκούντως αξιόπιστα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι πλούσιοι δεν πληρώνουν φόρους, αυτά ωστόσο εξασφαλίζονται έμμεσα από την υπερβολική φορολογική επιβάρυνση μισθωτών και συνταξιούχων, και τη συντριπτικά υψηλή συμμετοχή τους στο σύνολο των φορολογικών εσόδων. Αναφέρω, ωστόσο, ενδεικτικά, δύο στοιχεία-παραδείγματα κραυγαλέας φοροαποφυγής προς όφελος πολυεθνικών για το 2008: σύμφωνα με δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας[22], η ΕΧΑΕ, ιδιοκτήτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, με κέρδη €105 εκ. πλήρωσε φόρο €13 εκ. , δηλαδή πραγματικός συντελεστής 12,4% αντί 25%, ενώ η ΤΙΤΑΝ, με κέρδη €113,29 εκ., πλήρωσε φόρους 7,3 εκ. €, δηλαδή με πραγματικό συντελεστή 6,47%.
Πρόκειται, βέβαια, για διεθνές, και όχι μόνο ελληνικό φαινόμενο, που εντάσσεται στα ολοένα μεγαλύτερα προνόμια των ολιγαρχών. Αναφέρεται, πρόσφατα, ότι στη Γαλλία, οι πρίγκιπες του CAC 40 πραγματοποίησαν €80 δισεκατομμύρια κέρδη, τα οποία δεν επενδύουν στη Γαλλία, όπου δεν καταβάλλουν και φόρο, επωφελούμενοι από την δημοσιονομική αρχή του συρμού, ότι «όσο πλουσιότερος είναι κανείς τόσο λιγότερους φόρους πληρώνει»[23]. Εξάλλου, οι φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο, σε πείσμα των ανερχόμενων δημοσίων ελλειμμάτων, αυξήθηκαν κατά 47% για την πενταετία 2003-5, περνώντας από €53 σε €73 δισεκατομμύρια[24]

Για να επανέλθουμε στην ελληνική περίπτωση, οι νεοφιλελεύθεροι από κοινού και με πολλούς άλλους μύθους, υποστηρίζουν ότι η οικονομία βούλιαξε δήθεν στα χρέη, εξαιτίας των υψηλών δαπανών του κράτους Πρόνοιας. Η άποψη αυτή, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα, αλλά και διαψεύδεται από σχετική έρευνα[25], που καταλήγει στο ακόλουθο, και εντελώς αντίθετο του παραπάνω, συμπέρασμα: «Η Ελλάδα ανέκαθεν δαπανά λιγότερο από τις υπόλοιπες σοσιαλδημοκρατικές ευρωπαϊκές οικονομίες. Το πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες δεν είναι η εξεύρεση ενός τρόπου περιορισμού των δαπανών, αλλά αύξησης των εσόδων». Το Μνημόνιο, όμως, και μέσω των στόχων του, κατορθώνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή να περιορίζει ακόμη περισσότερο τα κρατικά έσοδα, εξαιτίας της πρόκλησης ύφεσης, που λειτουργεί ως φαύλος κύκλος. Να προσθέσω, ακόμη, ότι η αύξηση του ΦΠΑ κορυφώνει τις ήδη μεγάλες ανισότητες κατανομής, δεδομένου ότι το ποσοστό του στο εισόδημα των χαμηλόμισθων, που συνήθως δανείζονται για να καταναλώσουν είναι υψηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο σε υψηλότερα εισοδήματα[26]. Ένας άλλος παράγοντας που επέδρασε σημαντικά στη γένεση της ελληνικής -και όχι μόνον- κρίσης χρέους, είναι και το χαμηλό επιτόκιο δανεισμού [27]. Πράγματι, με την αστήρικτη νεοφιλελεύθερη υπόθεση ότι οι κίνδυνοι περιορίζονται και ακόμη ότι μπορούν έγκαιρα να προβλεφθούν σε αυτορυθμιζόμενη αγορά, το επιτόκιο διατηρήθηκε επί μακρόν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και ενθάρρυνε έτσι τη σύναψη δανείων, γενικά, και εκ μέρους κρατών, και εκ μέρους ιδιωτών. Στα χαμηλά αυτά επίπεδα επιτοκίου συνέβαλε, επίσης, η υπερπροσφορά αποταμίευσης, που είναι αποτέλεσμα των αυξανόμενων ανισοτήτων κατανομής, καθώς και των διεθνών ανισορροπιών, κυρίως, σε επίπεδο εμπορικών ισοζυγίων[28]. Στο σημείο, όμως, αυτό επιβάλλεται να γίνει αναφορά πρώτον στο χαμηλό επιτόκιο, που ήταν περίπου ενιαίο για τις χώρες της Ευρωζώνης, και το επίπεδό του οριζόταν από την ΕΚΤ και δεύτερον στο επίπεδο του πληθωρισμού, που ήταν διαφορετικό σε καθεμιά από τις χώρες-μέλη, και που ήταν αδύνατον να ενοποιηθεί με τη βοήθεια μέτρων της ΕΕ. Έτσι, το γεγονός ότι η Ελλάδα- και οι υπόλοιπες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου είχαν επίπεδο πληθωρισμού ανώτερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο των οικονομιών του ευρωπαϊκού Βορρά, για την περίοδο 1997-2009, συνέβαλε αποφασιστικά στην υπερχρέωση αυτών των χωρών, δεδομένου ότι κάποιας μορφής δάνεια κατέληγαν να έχουν ακόμη και αρνητικό επιτόκιο. Πράγματι, και ενώ το μέσο επίπεδο των τιμών, στην Ελλάδα, με βάση=100 το 1997 ανέβηκε σε 146,4 το 2009, το αντίστοιχο μέγεθος για τη Γερμανία δεν ήταν παρά 119,2[29]. Ειδικά στην Ελλάδα, σε ότι αφορά την υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα- οπωσδήποτε, πολύ χαμηλότερη σε σύγκριση με άλλες οικονομίες- πολλοί θα μπορούσαν να μιλήσουν για συνεχείς και πολύμορφες πιέσεις από τράπεζες, προκειμένου να πειστούν να συνάψουν δάνειο. Εξυπακούεται, βέβαια, ότι αυτή η υπερχρέωση οικονομιών λιγότερο ανεπτυγμένων, των οποίων η ανταγωνιστικότητα υποχωρούσε συνεχώς, ήταν πολύ ευνοϊκή για τις προηγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, γιατί έτσι αύξαναν τις εξαγωγές τους, δεδομένου ότι οι λιγότερο προηγμένες οικονομίες της ΕΕ, δεν είχαν πια τη δυνατότητα περιορισμού των εμπορικών τους ελλειμμάτων προσφεύγοντας σε αύξηση του επιτοκίου τους.

Συνεπώς, η υπερχρέωση στην Ευρώπη και κατεξοχήν στην Ελλάδα, δεν είναι διόλου συμπτωματική, και κυρίως δεν οφείλεται στους «ανεπρόκοπους Έλληνες». Αντιθέτως, είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, που αποβλέπει στην προσπάθεια απενεργοποίησης του Κράτους, σε συνδυασμό και με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων, που ευνοούν τις προηγμένες οικονομίες, ενώ λειτουργούν κάθετα σε βάρος των ασθενέστερων. Έχει, δυστυχώς, λησμονηθεί, ειδικά στους κόλπους της ΕΕ, ότι δεν είναι μόνο τα εμπορικά ελλείμματα που δημιουργούν ανισορροπίες, αλλά το ίδιο ισχύει και για τα εμπορικά πλεονάσματα. Υπενθυμίζω ότι ο Keynes[30] υποστήριζε την ανάγκη επιβολής φόρου στα πλεονασματικά εμπορικά ισοζύγια, έτσι ώστε το βάρος της εξισορρόπησης να μην επαφίεται μόνο στις λιγότερο προηγμένες, που το μοναδικό μέσο που διαθέτουν ως μέλη της ΕΕ είναι η πτώση των πραγματικών μισθών.

Αν και τα πλοκάμια του νεοφιλελευθερισμού έχουν ξαπλωθεί σε ολόκληρη την υφήλιο μετά το ’80, η Ευρώπη έχει μολυνθεί, απ’ αυτά, περισσότερο από όσο οι ΗΠΑ. Αναφέρω, σχετικά, την ακόλουθη ρήση του James Galbraith[31] : « Όλη η σύλληψη της ΕΕ κατασκευάστηκε γύρω από τις οικονομικές νεοκλασικές ανοησίες…..και γι’ αυτό η ΕΕ είναι από οικονομικής πλευράς πιο νεοφιλελεύθερη από τις ΗΠΑ».

Σημαντικό ρόλο στο ξέσπασμα της κρίσης του ευρωπαϊκού Νότου είχε και η απόφαση των επί μέρους εθνικών κυβερνήσεων να στηρίξουν τις τράπεζες, που απειλούσαν με κατάρρευση. Η στήριξη αυτή ή και η διάσωση που, σε πολλές οικονομίες, χρειάστηκε τεράστια ποσά, έχει προκαλέσει την οργή των φορολογουμένων και δικαίως διότι ενώ οι μισθοί μειώνονται με αποτέλεσμα την επικίνδυνη πτώση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ, οι τραπεζίτες, που είναι σε αποφασιστικό βαθμό υπεύθυνοι για την πρόκληση της κρίσης του 2007 επιβραβεύονται με παχυλά κέρδη. Εκτιμάται ότι διατέθηκε για τη διάσωση των τραπεζών της υφηλίου, το τεράστιο ποσό των $11.400 δισεκατομμυρίων, που αναλογεί σε $1.676 για κάθε κάτοικο της Γης[32]-ως το 2010. Και το αποτέλεσμα είναι ότι εξαιτίας αυτής της πλουσιοπάροχης στήριξης των τραπεζών από το Δημόσιο, οι επί μέρους κυβερνήσεις βρίσκονται στο έλεος των αγορών γιατί δεν διαθέτουν πια τα μέσα να αντιμετωπίσουν δημόσια ελλείμματα και χρέος. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι το πιο εξαρτημένο στην ΕΕ, από χρηματοδότηση της ΕΚΤ, μετά από αυτό της Ιρλανδίας. Η στήριξη των τραπεζών, είναι οπωσδήποτε αναπόφευκτη, αλλά θα έπρεπε να συνδυαστεί με όρους, όπως η διευκόλυνση της παροχής δανείων, η δυνατότητα ουσιαστικής κυβερνητικής παρέμβασης στις αποφάσεις και ενέργειές τους, καθώς και με κρατικοποίηση τμημάτων τους, όπως έπραξε η Ιρλανδία.

ΙΙ. Ευρώ και αναποτελεσματική αντιμετώπιση του υψηλού ελληνικού δημόσιου χρέους

Υπάρχει σωρεία τραυματικών ενδείξεων, που αφορούν την ελληνική κρίση υπερχρέωσης, αλλά και τη γενικότερη ευρωπαϊκή, και που θεμελιώνουν το επιχείρημα ότι, κατά κάποιο τρόπο οι κρίσεις προκλήθηκαν, ενθαρρύνθηκαν, δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα ή τους αποδόθηκε μεγαλύτερη σημασία από αυτήν που πραγματικά είχαν. Για την περίπτωση της ευρωπαϊκής κρίσης υπερδανεισμού, εύκολα εξάγεται το συμπέρασμα ότι η Ευρώπη, στο σύνολό της, δεν είχε δημόσιο χρέος μεγαλύτερο από όσο οι λοιπές πλούσιες οικονομίες της υφηλίου[33]. Ο πανικός, όμως, της Γερμανίας, απέναντι στον πληθωρισμό, ευθύνεται ίσως για την πρόωρη εγκατάλειψη εφαρμογής κινήτρων, που στόχευαν στην ανάκαμψη των οικονομιών από την κρίση[34]. Ευθύνεται, ακόμη, για τον τρόπο που επιλέχτηκε για την αντιμετώπισή του χρέους. Συγκεκριμένα, η επιβολή σκληρής λιτότητας, στη μία μετά την άλλη τις ευρωπαϊκές οικονομίες, σε πείσμα του πολύ χαμηλού πληθωρισμού, ή και στασιμοπληθωρισμού τους στην ελληνική περίπτωση, θα βυθίσει το σύνολο της Ευρώπης σε ύφεση διάρκειας. Να υπογραμμιστεί, ακόμη, ότι στην πραγματικότητα, ουδείς λόγος επιβάλλει την εξαφάνιση αυτού του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους, και των ελλειμμάτων, μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα όπως απαιτεί, κυρίως, η Γερμανία. Αντιθέτως θα ήταν προτιμότερο, και λιγότερο επικίνδυνο αν η αποπληρωμή του χρέους επεκτεινόταν σε μακρύτερο χρονικό διάστημα. Η ανελαστική, ωστόσο, αυτή αντιμετώπιση δημόσιου χρέους και ελλειμμάτων απηχεί τη φανατική νεοφιλελεύθερη άποψη, που θεωρεί ασήμαντη την πλευρά της ζήτησης, επειδή δήθεν αποτελεί παράρτημα της προσφοράς. Η γερμανική αυτή αντιμετώπιση, που έχει δυστυχώς επικρατήσει πλήρως στην Ευρωζώνη, είναι βέβαιο ότι θα στραγγαλίσει και δεν θα εξυγιάνει τον ευρωπαϊκό Νότο.

«Η Ευρώπη χειρίστηκε άσκημα την ελληνική κρίση….» αποφαίνεται ο νομπελίστας Amartya Sen[35].

Και μέσα σ’ αυτό το τεχνητά καταστροφικό κλίμα λησμονήθηκε σχεδόν ότι το απειροελάχιστο ειδικό βάρος της χώρας μας, μέσα στην Ευρώπη, δεν ήταν σε θέση να απειλήσει ούτε το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά ούτε και τη νομισματική σταθερότητα της Ένωσης. Αντιθέτως, ο καταρχήν αδικαιολόγητος πανικός προκλήθηκε από την άστοχη συμπεριφορά της ΕΕ, σε συνδυασμό και με την αντίστοιχη της ελληνικής κυβέρνησης. Γιατί, είναι πράγματι, ξεκάθαρο ότι αν έπρεπε από κάπου να αρχίσει ο πανικός των Ευρωπαίων, σε καμιά περίπτωση δεν ήταν λογικό η αρχή να είναι τα χρέη της Ελλάδας προς ξένες τράπεζες, αλλά τα χρέη Ισπανίας και Πορτογαλίας, όπως προκύπτει από τις ακόλουθες σχετικές εκτιμήσεις[36]: Το σύνολο των χρεών της Ελλάδας, Πορτογαλίας και Ισπανίας προς ευρωπαϊκές τράπεζες υπολογίζεται από αναλυτές της Βασιλικής Τράπεζας της Σκωτίας σε €2.2 τρισεκατομμύρια, εκ των οποίων το ελληνικό χρέος εκτιμάται σε €338 δισεκατομμύρια. Και ούτε ως προς το ύψος του δημοσίου ελλείμματος η Ελλάδα έχει την πρωτοκαθεδρία, αλλά η Ιρλανδία με 20%, αρχικά, στο ΑΕΠ της[37], που στην πορεία έγινε 32%.

Συμπερασματικά, αν από την αρχή το πρόβλημα είχε αντιμετωπιστεί ως γενικότερο πρόβλημα του ευρωπαϊκού Νότου, και όχι αποκλειστικά ελληνικό, και αν το διευθυντήριο της ΕΕ είχε δηλώσει, αμέσως μόλις ξέσπασε η ελληνική κρίση, ότι στηρίζει πλήρως το κράτος-μέλος της, όλες οι δραματικές εξελίξεις θα είχαν κατά πάσα πιθανότητα αποφευχθεί, και θα υπήρχε χρόνος για την εξεύρεση μιας πιο ψύχραιμης και λιγότερο επώδυνης λύσης.

Η προκλητική έλλειψη οποιασδήποτε αλληλεγγύης, εκ μέρους του διευθυντηρίου της ΕΕ, τα πολύ δυσάρεστα και άδικα σχόλια εναντίον του ελληνικού λαού, η σαφής προτίμηση των αρμοδίων για τη διάσωση των κερδών των τραπεζών και όχι της επιβίωσης του ελληνικού λαού δικαιολογούν, δυστυχώς, απολύτως την άρνηση της Σλοβακίας να συνδράμει στην αποπληρωμή των ελληνικών χρεών με το μερίδιό της που είχε οριστεί σε €816 εκατομμύρια ….στην ουσία αρνήθηκε να συνδράμει τις ευρωπαϊκές τράπεζες[38].

Α. Ευρώ και αντιμετώπιση της κρίσης χρέους

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίον αντιμετωπίστηκε η κρίση ήταν η ασφυκτική λιτότητα, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα του ευρώ. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το ευρώ δεν είναι ο βασικός υπεύθυνος της ελληνικής τραγωδίας, αλλά το Σύμφωνο Σταθερότητας, χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει η πολύ ειδική περίπτωση νομίσματος, που είναι το ευρώ.

Δεν είναι διόλου υπερβολική η διαπίστωση, που άλλωστε ενισχύεται καθημερινά, ότι το πρωταρχικό ελληνικό πρόβλημα –όπως και αυτό ολόκληρου του ευρωπαϊκού Νότου- δεν είναι τόσο τα υψηλά δημόσια ελλείμματα και το μεγάλο χρέος, όσο είναι η εφαρμογή μέτρων εντελώς ακατάλληλων για την αντιμετώπισή τους. Μέτρων, που επιπλέον, δημιουργούν και στη συνέχεια συντηρούν και επαυξάνουν χρέος και ελλείμματα. Ο παραλογισμός του Μνημονίου έγκειται, ακριβώς, στο ότι αποτελεί συνονθύλευμα μέτρων, τα οποία όχι μόνο είναι παντελώς αναποτελεσματικά, αλλά επιπλέον έχουν επιδεινώσει ανεπανόρθωτα τη δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα. Αντιπαρέρχομαι τη σωρεία επίσημων διαβεβαιώσεων, περί του ότι «το Μνημόνιο είναι δήθεν σωτηρία», «το Μνημόνιο αποτελεί δήθεν μονόδρομο», ότι δήθεν «μόνο οι εχθροί της πατρίδας στρέφονται εναντίον του Μνημονίου» και άλλα παρόμοια, και άκρως προκλητικά ενόψει της έκτασης και της σοβαρότητας της κρίσης που βιώνουμε, καθώς και της δυνατότητας του λαού να διαμορφώσει ορθή κρίση και να αντιδράσει ορθολογικά.

Από την πρώτη στιγμή, που ξέσπασε η κρίση, με πολυάριθμα άρθρα μου στον ελληνικό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, καθώς και σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, με διαλέξεις σε συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά και με τηλεοπτικές μου εμφανίσεις[39] θεώρησα επιτακτικό καθήκον μου να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους, κατά την κρίση μου πάντοτε, οι στόχοι του Μνημονίου είναι ανεφάρμοστοι, η ελληνική δημοσιονομική κατάσταση, διαχρονικά, θα επιδεινώνεται και δεν θα βελτιώνεται, και γι’ αυτό επιβάλλεται να μεταβληθεί εκ βάθρων η ακολουθούμενη στρατηγική[40]. Δεν ήμουν, ασφαλώς, η μοναδική οικονομολόγος που υποστήριξε το ανέφικτο περιεχόμενο του Μνημονίου, αφού αρκετοί Έλληνες και πολυάριθμοι αλλοδαποί μοιράζονται τις ανησυχίες μου, και αφού η σωτηρία της Ελλάδας, που προϋποθέτει πάνω και πριν από οτιδήποτε την απαλλαγή από το συγκεκριμένο αυτό Μνημόνιο[41]. Να προσθέσω ότι κατά γενική διαπίστωση το ελληνικό αυτό πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας δεν έχει διεθνώς προηγούμενο, αναφορικά με τους εξαιρετικά φιλόδοξους –βλέπε εξωπραγματικούς - στόχους του[42], που συνεπάγονται την εφαρμογή απάνθρωπα σκληρών μέτρων. Γιατί, αν τα μέτρα της δημοσιονομικής και οικονομικής μας πολιτικής στόχευαν, με συνέχεια και συνέπεια, στον ένα και μοναδικό στόχο που θα μπορούσε να περιορίσει, και τελικά να εξαφανίσει χρέος και ελλείμματα, και που είναι η εξασφάλιση αύξησης του ΑΕΠ με ρυθμό ταχύτερο του αντίστοιχου χρέους και ελλειμμάτων, το πρόβλημα που τόσο μας απασχολεί, και που μας εξουθενώνει εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά θα είχε, ως δια μαγείας, επιλυθεί. Θα έπρεπε γι’ αυτό να είχαμε επιλέξει επιθετική αναπτυξιακή πολιτική, με τη διενέργεια σημαντικών δημοσίων επενδύσεων, της τάξης του 10% και άνω στο ΑΕΠ μας, για να είναι αποτελεσματικές. Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να αναφέρω την επίσημη ομολογία του επικεφαλής μακροοικονομολόγου του ΔΝΤ Olivier Blanchard, ο οποίος στις αρχές του 2013 παραδέχθηκε ότι το ελληνικό πρόγραμμα έχει τραγικά λάθη και κινδυνεύει να προκαλέσει ύφεση, κατά 200% ανώτερης, αυτής που αρχικά είχε προγραμματιστεί[43]. Και να συμπληρώσω με την πρόταση του πρώην επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ρέζα Μογκαντάμ, ο οποίος ζητάει κούρεμα του ελληνικού χρέους κατά 50%.Ο ίδιος παραδέχεται πως το ελληνικό πρόγραμμα της περιόδου 2010 – 2014 στηρίχθηκε σε λάθος παραδοχές, αποδεχόμενος ότι και ο ίδιος φέρει μερίδιο ευθύνης. Στην επιστολή που δημοσιεύεται στους Financial Times παραδέχεται πως το ελληνικό πρόγραμμα στήριξης βασίσθηκε σε υπερβολικά αισιόδοξες παραδοχές για την ελληνική ανάπτυξη, τον πληθωρισμό, τη δημοσιονομική προσπάθεια και την κοινωνική συνοχή[44].

Η απόφαση, ωστόσο, ριζικής μεταβολής αυτού του τραγικά επικίνδυνου προγράμματος θεωρήθηκε αδιανόητη, κάτι που αποκαλύπτει το πόσο οι σύγχρονες οικονομίες, κάτω από το πέλμα του νεοφιλελευθερισμού, έχουν πάψει ολοκληρωτικά να λειτουργούν στα πλαίσια των δυνατοτήτων του Κεϋνσιανού υποδείγματος. Αντιθέτως, από το 1980 και εντεύθεν η μοναδική συνταγή ανάπτυξης που επιβάλλεται, αλλά ταυτόχρονα και η πιο αποτυχημένη, είναι αυτή του οικονομικού φιλελευθερισμού, που έχει πλήρως υιοθετηθεί από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Και όπως υπογραμμίζει ο Robert Zoellick σε πρόσφατη διάλεξη, που έδωσε στο Πανεπιστήμιο του Georgetown[45] «η οικονομική προσέγγιση δεν αντιλαμβάνεται τα πάντα σωστά, αλλά μπορεί και να σφάλλει κατά τρόπο εντυπωσιακό», «οι οικονομολόγοι έχουν την τάση να ακολουθούν τρέλες και μόδες», «τεμένη της σκέψης καταρρέουν συχνά κάτω από την έφοδο της πραγματικότητας».

Οι ανησυχίες μας, για την Ελλάδα, αλλά και για το σύνολο του ευρωπαϊκού Νότου, σχετικά με τα ελλείμματα και το χρέος, θα ήταν στοιχειωδώς λογικό να διοχετευθούν προς την εξεύρεση αποτελεσματικών λύσεων, που αναγκαστικά βρίσκονται στην αναπτυξιακή πολιτική και όχι στην πολιτική της συρρίκνωσης. Ωστόσο, και είναι η τραγική πραγματικότητα, ανησυχίες και σχετικές προσπάθειες στρέφονται γύρω από την προσπάθεια εξεύρεσης των πιο αποτελεσματικών μεθόδων στραγγαλισμού όλων των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των δύστυχων οικονομιών, στο παρόν και στο μέλλον τους. Με ολύμπια νηφαλιότητα οι αρμόδιοι καταγράφουν τον αριθμό των λουκέτων σε επιχειρήσεις[46], τα ποσοστά πτώσης του ΑΕΠ, την αύξηση του ποσοστού φτώχειας[47], την κορύφωση της ανεργίας και…..δηλώνουν «ότι πάμε καλά» και έτσι θα εξακολουθήσουμε τουλάχιστον μέχρι το 2024! Πρόκειται για φαύλο κύκλο, αφού οι αρμόδιοι, έλληνες και ξένοι επικεντρώνονται στα υψηλά ελλείμματα και χρέη, που επιδιώκουν να περιορίσουν με σκληρά αντιπληθωριστικά μέτρα, και αναμένουν λύσεις από τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που είναι ακριβώς οι κυρίως υπεύθυνοι για την αδυναμία αντιμετώπισης των δυσχερειών μας.
Στο σημείο, όμως αυτό προβάλλει το, πράγματι, αξεπέραστο πρόβλημα: η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης δεν έχει το δικαίωμα να χαράξει τη μακροοικονομική πολιτική που θα υποσχόταν ταχεία και αποτελεσματική έξοδο από την κρίση της υπερχρέωσης. Η πολιτική αυτή αποφασίζεται και επιβάλλεται στα κράτη-μέλη από το διευθυντήριο της ΕΕ. Και, έτσι, το πρόβλημα δείχνει να είναι αξεπέραστο. Και, όμως, πρέπει κατεπειγόντως να αναζητηθούν και να υιοθετηθούν εναλλακτικές λύσεις, γιατί αποτελεί αυτοκτονία για την Ελλάδα η καταδίκη της σε χειμερία νάρκη, για απροσδιόριστο αριθμό ετών από σήμερα, ενόσω έχει ανοικτά πολυάριθμα και απειλητικά, για την επιβίωσή της, εθνικά μέτωπα, ενόσω υπάρχουν βάσιμες ελπίδες για εκμετάλλευση νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών και ενόσω εμφανίζεται με κατεπείγοντα χαρακτήρα η ανάγκη διενέργειας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αναφέρομαι, βέβαια, σε μεταρρυθμίσεις που θα κατευθύνονται προς διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση αυτής που έχει ήδη δρομολογηθεί και που είναι ολοσχερώς εσφαλμένη.

Εκτός από τον μονολιθικό σκόπελο του Συμφώνου Σταθερότητας, που καταδικάζει την ευρωπαϊκή οικονομία σε διαρκή μαρασμό, το αναπτυξιακό μοντέλο που, πάγια, ακολουθείται από τη Γερμανία, αν και δεν έχει στηλιτευτεί αρκετά, είναι καταστρεπτικό για ολόκληρη την ΕΕ. Γιατί, η Γερμανία[48] εφαρμόζει, ενσυνείδητα, μερκαντιλιστική πολιτική στις σχέσεις της με το εξωτερικό και στην καθημερινότητά της στο εσωτερικό.

Αυτό το αναπτυξιακό μοντέλο της μεγαλύτερης και ισχυρότερης ευρωπαϊκής οικονομίας, έχει βυθίσει τη γηραιά ήπειρο σε μόνιμη ύφεση και σε διψήφιο αριθμό μακροχρόνιας ανεργίας. Το κόστος είναι τεράστιο: μείωση των πραγματικών μισθών, ακόμη και της μεσαίας τάξης, που συνεπάγεται κάθετη πτώση της ζήτησης, κατακόρυφη άνοδο της πτώχειας και των ανισοτήτων, διεύρυνση των αναπτυξιακών διαφορών μεταξύ των κρατών-μελών Εδώ και καιρό, λοιπόν, εμφανίζεται εξαιρετικά επείγουσα η ανάγκη μεταβολών στην όλη λειτουργία της ΕΕ και της Ευρωζώνης, καθώς η εξασθένιση της Ευρώπης στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα αποδίδεται στον εμπορικό πόλεμο μεταξύ των επί μέρους κρατών –μελών της[49]. Η παγκόσμια, αλλά κυρίως η ευρωπαϊκή κρίση υπερχρέωσης, δείχνει να επισπεύδει σημαντικές μεταβολές, που φαίνεται ότι ήδη βρίσκονται καθοδόν. Είναι, γι’ αυτό, επιτακτική η ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε αυτές τις τόσο κρίσιμες ώρες, που όλα διακυβεύονται στην υφήλιο, και όλως ειδικότερα στα πλαίσια της ΕΕ, ότι τα προβλήματα και οι λύσεις που θα διαμορφώσουν τη ζωή μας και τη ζωή των απογόνων μας στις επόμενες δεκαετίες, έχουν ελάχιστη σχέση με το χρέος και τα ελλείμματά μας. Αυτές οι εγκάρσιες μεταβολές, που ήδη δρομολογούνται στην ΕΕ, αν και δεν έχουν, ακόμη, αποκτήσει συγκεκριμένο σχήμα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αχρηστεύσουν, ουσιαστικά, πολλά από τα μέτρα του Μνημονίου, ενώ θα μεταλλάξουν τους στόχους πολλών άλλων από αυτά. Οι όντως απάνθρωπες θυσίες, στις οποίες υποβάλλεται τώρα, και μάλιστα για απροσδιόριστη διάρκεια χρόνου ο ελληνικός λαός, θα αποδειχθούν χωρίς αντίκρισμα, όχι μόνο επειδή το μείγμα πολιτικής που εφαρμόζεται είναι εντελώς αναποτελεσματικό, αλλά και επειδή θα έχει, στο μεταξύ, ολοσχερώς αλλάξει ο περίγυρος, οι όροι και οι απαιτήσεις της ΕΕ.

Αναμένονται σεισμικές μετακινήσεις των θέσεων και των κατευθύνσεων της ΕΕ και της Ευρωζώνης, στα πλαίσια της οποίας η δυσφορία για την, χωρίς ημερομηνία λήξης, αυστηρή λιτότητα ανέρχεται και σχηματοποιείται εγκάρσιες κυβερνητικές μεταβολές.

Β. Οι συνέπειες για την ελληνική περίπτωση

Το πρώτο στοιχείο, και το πιο δραματικό, αναφέρεται στην εξέλιξη του δημόσιου χρέους ως ποσοστό στο ΑΕΠ που προσδιορίζει και τη βιωσιμότητά του. Το 2009 το ποσοστό αυτό ήταν γύρω στο 120%, και συνεπώς το χρέος ήταν περίπου βιώσιμο, και χωρίς ουδεμία ανάγκη υπαγωγής της χώρας στις δαγκάνες του ΔΝΤ. Μετά από απάνθρωπες θυσίες για 6 περίπου χρόνια, αλλά και μετά από το γνωστό φιάσκο κουρέματος του χρέους, εξαιτίας της αργοπορίας με την οποίαν αυτό αποφασίστηκε, το χρέος σήμερα σκαρφάλωσε στο 180% του ΑΕΠ. Και φυσικά δεν είναι βιώσιμο. Η καταστρεπτική αυτή εξέλιξη οφείλεται στο εντελώς αποτυχημένο πρόγραμμα που μας επέβαλε η τρόικα, και το οποίο καταβαράθρωσε το ΑΕΠ μας, μεταξύ του 2008 και του 2015, κατά 26%. Δεν υπάρχει προηγούμενο χώρας σε καιρό ειρήνης, να έχει υποστεί αυτής της έκτασης την καταστροφή. Η επίσημη ανεργία άγγιξε το 27% του ενεργού πληθυσμού, η πραγματική εκτιμάται στο 34% και μεταξύ των νέων έφθασε στο 62%, έναντι μόνο 10,9% πριν από την κρίση. Η άγρια φορολογική επιδρομή, καθώς δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να ελέγξει τη φοροδιαφυγή, εξακολουθεί να επιπίπτει εναντίον των εργαζομένων, που καθένας τους επιβαρύνεται με 34.4% του εισοδήματός του, έναντι μόνο 22.5% του μέσου εργαζόμενου στις χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά και εναντίον των συνταξιούχων και των ιδιοκτητών ακινήτων. Το εισόδημα αυτών των τελευταίων περιορίστηκε κατά 30-35%, πρώτον από διαδοχικές μειώσεις ενοικίων, καθώς και από τον σημαντικό αριθμό ξενοίκιαστων χώρων και δεύτερον από την επιβολή υπερβολικά υψηλών πρόσθετων φόρων –με τον παρανοϊκό και άδικο φόρος ΕΝΦΙΑ-, η πρωτοτυπία των οποίων μαρτυρεί νοσηρή φαντασία. Εξαιτίας αυτών των φόρων οι ιδιοκτήτες ακινήτων ουσιαστικά υποχρεούνται να ξαναγοράσουν την περιουσία τους ή να την εγκαταλείψουν. Έτσι νεκρώθηκε η οικοδομική δραστηριότητα. Αλλά ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής της φορολογικής εκατόμβης; Απίστευτο εκ πρώτης όψης, αλλά όμως, τα έσοδα του προϋπολογισμού, καταποντίστηκαν: 32,7Ε δισεκατομμύρια το 2013, έναντι 34Ε δισεκατομμυρίων το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2012. Αναπόφευκτο, βέβαια, το απογοητευτικό αυτό αποτέλεσμα, αν ληφθεί υπόψη ότι με τα γενοκτονικά μνημονιακά μέτρα τα εισοδήματα που δηλώθηκαν το 2013 ήταν κατά 12,3% χαμηλότερα από τα αντίστοιχα του 2012. Οι βεβαιωθέντες φόροι μειώθηκαν κατά 47%. Και επιπλέον, από τα 2,8 εκατομμύρια ελληνικά νοικοκυριά, τα 2,3 εκατομμύρια έχουν φορολογικά χρέη που αδυνατούν να αποπληρώσουν. Άχρηστα, λοιπόν, και καταστροφικά τα μέτρα που οδήγησαν τους Έλληνες στην εξαθλίωση, επειδή εξάντλησαν τη φοροδοτική δυνατότητα των Ελλήνων. Γι αυτό και σε πρόσφατη έκθεσή του ο ΟΟΣΑ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και συμβουλεύει την Ελλάδα να ξανασκεφθεί τη φορολογική της πολιτική. Η ζήτηση, που αποτελεί την ατμομηχανή της ανάπτυξης στην Ελλάδα, κυριολεκτικά καταποντίστηκε, εφόσον οι μισθωτοί και συνταξιούχοι έχουν απολέσει μεταξύ 30-35% από μειώσεις μισθών και συντάξεων, ακόμη 12-15% από πρόσθετους φόρους, που εξακολουθούν να βαρύνουν αυτές τις κατηγορίες, και επιπλέον 3-4% απώλειες, εξαιτίας της συρρίκνωσης των υπηρεσιών υγείας και φαρμακευτικής υποστήριξης.
Οι μικρομεσαίοι, έμποροι-βιοτέχνες-βιομήχανοι έχουν υποκύψει στην κάθετη πτώση της ζήτησης, για τα προϊόντα τους, αλλά και στην άρνηση των τραπεζών να τους παράσχουν δάνεια. Πόλεις-φαντάσματα θυμίζουν τα αναρίθμητα κλειστά με λουκέτα μαγαζιά. Οι αγρότες έχουν, από καιρό, εξαθλιωθεί από την ΚΑΠ, που κατέστρεψε πολυάριθμες παραδοσιακές καλλιέργειες, αλλά και από την πλήρη απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, που ενθάρρυνε τις εισαγωγές, ακόμη και βασικών γεωργικών προϊόντων, όπως λ.χ. ντομάτες και φρούτα, παρότι λόγω του ελληνικού κλίματος ευνοείται η επιτόπια παραγωγή τους. Οι καταθέσεις των Ελλήνων στις τράπεζες έχουν κυριολεκτικά καταποντιστεί . Μόνο για την περίοδο 2008-2013 καταγράφονται απώλειες της τάξης των 74Ε δισεκατομμυρίων και η αφαίμαξη συνεχίζεται . Η αγορά εργασίας μας μεταλλάχθηκε ταχύτατα σε τριτοκοσμική, καταργώντας το σύνολο των προστατευτικών μέτρων υπέρ των εργαζομένων. Τα 3,4 εκατομμύρια των Ελλήνων αντιμετωπίζουν δυσκολίες επιβίωσης. Αυτές και σωρεία άλλων δραματικών εξελίξεων, που η αντιμετώπισή τους ως success story, μόνο ως ειρωνική θα μπορούσε να εκληφθεί, εφόσον είναι δυστυχώς μια ιστορία καταστροφής.

Η μνημονιακή υποτιθέμενη ανάπτυξη βασίστηκε διαχρονικά σε 3 πυλώνες:

*Ο πρώτος στην έωλη πεποίθηση ότι η εσωτερική υποτίμηση θα αύξανε τις εξαγωγές, και θα σωζόμασταν. Η αύξηση των εξαγωγών μικρή και ασυνεχής, όταν καταγράφεται, οφείλεται στη μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης και όχι στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

*Ως δεύτερη οδό δήθεν σωτηρίας μας αναγγέλθηκε στη συνέχεια ένας αναμενόμενος «συνωστισμός» των ΑΞΕ. Αντ’αυτού οι δημόσιες επενδύσεις μας, σε δύο μόλις χρόνια, το 2011 και το 2012, έκαναν μια θανατηφόρα πτώση, της τάξης του 40% περίπου. Και στα αβυσσαλέα αυτά ποσοστά δεν υπολογίζεται, φυσικά, η φθορά των εγκαταστάσεων παραγωγής από τη μη διενέργεια της απαραίτητης, για την ομαλή τους λειτουργία και για τη δυνατότητα αντικατάστασής τους, απόσβεσης. Αλλά, δυστυχώς, δεν είναι μόνο οι δημόσιες επενδύσεις που καταποντίστηκαν ως συνέπεια των Μνημονίων, αλλά και οι ιδιωτικές: το 2013 οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι το μισό αυτών που πραγματοποιήθηκε το 2007, δηλαδή 13.2% του ΑΕΠ, έναντι 26.7% το 2007. Η καταστροφή δεν αφορά μόνο τους μισθωτούς και συνταξιούχους, αλλά επεκτείνεται και στους επιχειρηματίες, έστω κι αν αυτό δεν γίνεται αντιληπτό με την πρώτη ματιά. Η καταστροφή αφορά, ήδη, και το σύνολο της μεσαίας τάξης.

*Οι κυβερνητικοί μας αρμόδιοι, μετά την απογοητευτική εξέλιξη των δύο πρώτων δήθεν αναπτυξιακών πυλώνων, επικεντρώθηκαν στην προσπάθεια δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος, στο οποίο απέδωσαν σχεδόν υπερφυσικές ιδιότητες και το οποίο εξήγγειλαν με άκρατο ενθουσιασμό, που όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν τον συμμερίστηκαν οι εταίροι μας, αλλά ούτε και οι σοβαροί έλληνες και ξένοι αναλυτές. Θα μπορούσε κανείς να επεκταθεί σε αυτό το αμφίβολο, το αιματηρό, το αναποτελεσματικό, το μεταλλαγμένο τελικά πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο:

-προερχόμενο από καταποντιζόμενο, και όχι από ανερχόμενο ΑΕΠ αποτελεί αυτό καθαυτό οξύμωρο σχήμα
-οι εγκληματικοί τρόποι με τους οποίους αποκτήθηκε αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα θα όφειλε να αποτρέπει θριαμβολογίες.

Η αυστηρή λιτότητα, που αποτελεί την έμμονη ιδέα της Γερμανίδας καγκελαρίου, και άμεσα στοχεύει στη σταθερότητα του ευρώ, κατέστρεψε την ελληνική οικονομία, και ταυτόχρονα βύθισε σε μόνιμη ύφεση και σε ισορροπία υποαπασχόλησης, ολόκληρη την Ευρώπη.

Η μακροοικονομική πολιτική του J.M. Keynes που εξασφάλισε στα 30 ένδοξα μεταπολεμικά χρόνια ταχύτατους ρυθμούς προόδου στον τότε προηγμένο κόσμο, αλλά και δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, ξεχάστηκε εντελώς αν και είχε προειδοποιήσει για τα ολέθρια αποτελέσματα της λιτότητας ως εξής: «Περιορίζοντας τις δαπάνες σε περίοδο ύφεσης, αυτό κάνει απλώς χειρότερη την κατάσταση». Δυστυχώς, οι ιδεολογικοί φανατισμοί των αρμοδίων αγνοούν παντελώς το πέρασμα του Keynes από τη Γη, και χρησιμοποίησαν την Ελλάδα ως το πρώτο πειραματόζωο.

ΙΙΙ. Η λύση: επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα, τη νέα δραχμή

Το ευρώ, ένα άρρωστο και ουδέτερο νόμισμα, σε άρρηκτο δεσμό βέβαια με το Σύμφωνο Σταθερότητας έχει, υπερβολικά, εξασθενίσει την Ευρώπη. Η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού, που εκφράζεται με τη δυσαρέσκεια ολοένα μεγαλύτερου αριθμού Ευρωπαίων πολιτών, αλλά και με αποφασιστικές μεταβολές στους ευρωπαϊκούς πολιτικούς συσχετισμούς, δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες, ως προς τη βιωσιμότητα του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Σοβαρές προβλέψεις υποστηρίζουν ότι το ευρώ δεν θα αντέξει και θα διαλυθεί με την έλευση μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης, που όλα δείχνουν ότι είναι καθοδόν.

Ειδικότερα για την Ελλάδα, η θέση μου, από την αρχή της κρίσης χρέους της είναι ξεκάθαρη και σταθερή[50]. Ότι, δηλαδή, σε πείσμα των κινδύνων και των περιπλοκών, που περιέχονται στο χωρίς προηγούμενο εγχείρημα εξόδου από την Ευρωζώνη, εντός του ευρώ δεν υπάρχει δυστυχώς λύση. Η ελληνική οικονομία έχει καταρρεύσει και απαιτείται κατεπειγόντως πρόγραμμα ανασυγκρότησης και ανάπτυξης. Η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος είναι αδύνατη με το σταγονόμετρο της ρευστότητας που εξασφαλίζει η ΕΚΤ. Δεν υπάρχει, πράγματι, οικονομία, που αναπτύχθηκε στο παρελθόν, χωρίς άνετη και στα όρια ελεγχόμενου πληθωρισμού ρευστότητα. Μόνο, συνεπώς, το εθνικό νόμισμα θα μπορούσε, κάτω από ορισμένες, πάντοτε, προϋποθέσεις να εξασφαλίσει την ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης ελληνικής οικονομίας, αλλά και την ταχύρρυθμη ανάπτυξή της, απαραίτητη για να είναι σε θέση να αποπληρώσει εκείνο το τμήμα του χρέους της, που δεν είναι επαχθές και επονείδιστο και που δεν υπόκειται σε διαδικασία συμψηφισμού με αντίστοιχα χρέη των εταίρων μας, προς την Ελλάδα.

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές βρίσκεται σε εξέλιξη διαπραγμάτευση, ανάμεσα στη νέα ελληνική Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και στους δανειστές. Η εμμονή των «θεσμών» στη λήψη ακόμη πιο απάνθρωπων μέτρων, που χωρίς να διασφαλίζουν την αποπληρωμή του χρέους, εντείνουν την εξαθλίωση του λαού, είναι καθόλα απαράδεκτη, εγκληματική, αλλά τελικά και χωρίς περιεχόμενο. Διότι, από τη στιγμή που τα μέτρα που επιβάλλονται στην ελληνική οικονομία είναι πλήρως αναποτελεσματικά, και καταλήγουν στη συνέχιση της μείωσης του ΑΕΠ, στην αύξηση της ανεργίας και στην αναπότρεπτη, κάτω από αυτές τις προδιαγραφές, καθίζηση των δημοσίων εσόδων, είναι σαφές ότι θα έρεπε να εγκαταλειφθεί, χωρίς δισταγμό, το παρανοϊκό αυτό πρόγραμμα της στραγγαλιστικής λιτότητας.

Δυστυχώς, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εγκλωβιστεί ανάμεσα στην προεκλογική του υπόσχεση να διατηρήσει πάση θυσία την Ελλάδα στην Ευρωζώνη, και στις πολλαπλές υποσχέσεις του, για την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων, που θα βγάλουν την Ελλάδα από την κρίση. Όπως το είχα προβλέψει[51], αλλά και όπως το επιβεβαίωσε ο καθηγητής Gérard Lafay[52], είναι αδύνατη η εφαρμογή και των δύο. Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας φαίνεται να επέλεξε την παραμονή της χώρας στο ευρώ, θυσιάζοντας την επανεκκίνηση της οικονομίας, καθώς και την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Οι δικαιολογίες θα μπορούσαν να είναι πολλές. Οπωσδήποτε, όμως, η συνέχιση της ισοπέδωσης της Ελλάδας στις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών δεν είναι λύση, ενώ η επάνοδος στο εθνικό νόμισμα κρίνω ότι είναι νομοτελειακή. Είτε, από κοινού με τις υπόλοιπες οικονομίες-μέλη της Ευρωζώνης, είτε και μόνη η Ελλάδα. Εξυπακούεται, ωστόσο, ότι όσο περνά ο καιρός και βαθαίνει η κρίση, τόσο η ανάκαμψη γίνεται δυσκολότερη. Να προσθέσω και την πεποίθησή μου- που την συμμερίζονται και άλλοι οικονομολόγοι- ότι αν είχαμε γυρίσει στο εθνικό μας νόμισμα από το 2010, η Ελλάδα τώρα θα ήταν σε φάση ταχείας ανάπτυξης.

Πολύ συνοπτικά, στη συνέχεια, αναφέρομαι στα βήματα και στις ενέργειες που θα έπρεπε να κάνει η Ελλάδα για να σωθεί, και που δεν διαφέρουν από τις αντίστοιχες που υποστηρίζω από το 2010[53]

1)Στάση πληρωμών (εννοείται εξωτερικών-κάτι που έπρεπε να γίνει από το 2010)

2)Εξασφάλιση, αν είναι εφικτό, δανείων από χώρες εκτός ΕΕ

3)Δήλωση προς τους δανειστές, ότι το χρέος θα πληρωθεί σε δραχμές, αφού εξαιρεθεί το απεχθές τμήμα του και αφού προηγηθεί συμψηφισμός με τα γερμανικά χρέη προς την Ελλάδα

4) Επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό, για να σταματήσει η αιμορραγία καταθέσεων), αλλά και επιβολή περιορισμών στην εισαγωγή πολυτελών αγαθών

5)Ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης, με αύξηση των εισοδημάτων των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων

6) Κατάρτιση αναπτυξιακού προγράμματος, με πρωταρχική έμφαση στη γεωργία, ώστε να καλυφθούν με ταχύ ρυθμό οι βασικές διατροφικές ανάγκες

7)Κατάλογος ιεραρχημένων επενδύσεων και πρόσκληση των Ελλήνων να επαναφέρουν τις καταθέσεις τους από το εξωτερικό, και να τις επενδύσουν στην Ελλάδα (με θέσπιση κινήτρων)

8) Πρόσκληση για συνεργασία όλων των υγιών δυνάμεων του τόπου και τοποθέτηση σε καίριες
θέσεις, όσων έχουν αυξημένα προσόντα και γνώσεις, για κάθε συγκεκριμένη θέση. Με την ευκαιρία, να παρατηρηθεί ότι η σε τόσο μεγάλο αριθμό, και σε τόσο μικρό διάστημα τοποθέτηση «συγγενών και φίλων» σε καίριες θέσεις, είναι σαφέστατα βλαπτική για την Κυβέρνηση.

Η κατάσταση θα είναι δύσκολη στο μέλλον. Θα χρειαστεί ομοψυχία και όχι σύμπραξη με δυνάμεις που εξυφαίνουν την αποσταθεροποίηση της χώρας για ίδιον όφελος, εξουσίας/καρέκλας.

Δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη λύση, προκειμένου να εξασφαλίσουμε στοιχειώδη εθνική κυριαρχία, διακοπή της εξαθλίωσης του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού, επανεκκίνηση της οικονομίας και σταδιακή απορρόφηση της ανεργίας. Δισταγμοί, στο πεδίο αυτό, ισοδυναμούν με ομολογία αδυναμίας «να σταθούμε στα πόδια μας» και είναι ανεπίτρεπτοι απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά μας, όπως και απέναντι στις επερχόμενες γενιές.

marianegreponti-delivanis.blogspot.gr
Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail