Βάσια Ζαριφοπούλου • Νίκος Γεωργαντζάς
Αναμφίβολα, ένας άνθρωπος ελληνικός είναι ο Οδυσσέας Ελύτης. Ευγενικά σκεπτόμενος, με κριτική σκέψη, γεμάτος αμφιβολία και αμφισβήτηση, ακόμη και για τις δικές του θέσεις.
Φαινομενικά μονολογεί, ουσιαστικά όμως ένα διάλογο με τον εαυτό του κάνει. Διότι δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου ελληνικού το να παριστάνει ένα γεμάτο απατηλή αυτοπεποίθηση και βεβαιότητα βάρβαρο σαλτιμπάγκο.
Στην διαλεκτικά επιστημονική προσέγγιση του Οδυσσέα Ελύτη,★ όπως η κάθε αιρετή και κληρωτή αρχή της ελληνικής πολιτείας, έτσι και η αρχή της επιστήμης προσεγγίζει με πολύ διαφορετικό τρόπο τα αντικείμενα προς εξέταση από τον ιδιαίτερα δογματικό τρόπο που τα προσεγγίζει, π.χ., η εκκλησιαστική εξουσία. Δεδομένου ότι η αρχή της επιστήμης είναι πνευματική, εξ ορισμού δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ιεραρχική.
Δεν υπάγεται σε ποινές κάποια ή κάποιος, επιστήμων ή μη, επειδή απορρίπτει μία αρχή της επιστήμης. Ούτε έχει την πρόθεση να επηρεάσει τούτη, με επιβλητικό λόγο, σοφιστικές τακτικές ή με την αρωγή προκαταλήψεων, τους ανθρώπους που την αποδέχονται.
Η κάθε αρχή της επιστήμης κυριαρχεί μόνον με την εγγενή έκκλησή της προς μία λογική εξήγηση των φαινομένων. Οι διακηρύξεις της επιστήμης γίνονται πάντοτε διστακτικά, συχνά βάσει πιθανοτήτων, και μπορούν άμεσα να τροποποιηθούν.
Ήτοι η επιστήμη δημιουργεί μια ιδιοσυγκρασία του ανθρωπίνου μυαλού και πνεύματος, που είναι κατά πολύ διαφορετική από εκείνη του μεσαιωνικού δογματισμού. Σε αντιδιαστολή με την αρχή της επιστήμης, η εκκλησιαστική εξουσία δηλώνει στις διακηρύξεις της την απόλυτη βεβαιότητά της, δίχως ίχνος δισταγμού, λες και οι θέσεις της είναι αιώνια αναλλοίωτες, μη επιδεχόμενες καμίας τροποποιήσεως ή βελτιώσεως.
Δυστυχώς, και η νεο-μετα-μοντέρνα φιλοσοφία διατηρεί σήμερα, ως επί το πλείστον, ένα ατομικιστικό και υποκειμενικό χαρακτήρα. Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ και το κίνημα του ρομαντισμού επέκτειναν τον ατομικισμό και την υποκειμενικότητα από μια θεωρία της γνώσης σε άλλα πεδία, ήτοι της ηθικής και της πολιτικής, καταλήγοντας στην πλήρη αναρχία, όπως αυτή του Μπακούνιν.
Αυτή η ακρότητα του ατομικισμού και του υποκειμενισμού είναι μια μορφή καθαρής τρέλας. Αυτό είναι το πόρισμα του Άγγλου φιλοσόφου και μαθηματικού, πρωτοπόρου του διεθνούς φιλειρηνικού κινήματος, Μπέρτραντ Ράσσελλ (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1950).
Ο Ελύτης και ο Ράσσελλ συμφωνούν ότι: ως τεχνογνωσία, η επιστήμη συσσωρεύει σε ‘πρακτικούς’ ανθρώπους ένα εντελώς μοναδικό απόθεμα προοπτικής. Στην πράξη, η τεχνογνωσία προσδίδει μια απατηλή αίσθηση δύναμης: ο νεο-μετα-μοντέρνος άνθρωπος είναι τώρα λιγότερο στο έλεος του φυσικού περιβάλλοντος από ό, τι ήταν σε προηγούμενες εποχές.
Εκείνο που διαφεύγει της στενής κοσμοθεωρίας των ‘πρακτικών’ ανθρώπων είναι πως η δύναμη που παρέχει η επιστημονική τεχνογνωσία προορίζεται να φέρνει θετικά αποτελέσματα μόνο μέσω συλλογικά κοινωνικών και όχι μεμονωμένα ατομικιστικών δράσεων. Π.χ., ένα μέσο άτομο, που ναυαγεί σ’ ένα ερημονήσι, θα μπορούσε να πετύχει πολλά περισσότερα στον 17ο αιώνα, άνευ του εργαλείου της τεχνογνωσίας, από ό, τι θα μπορούσε να καταφέρει σήμερα.
Η επιστημονική τεχνογνωσία απαιτεί την συνεργασία μιας συλλογικότητος ανθρώπων, που αυτο-οργανώνονται και αυτο-διαχειρίζονται τις κοινές σκοπιμότητές τους. ΄Ολες οι ατομικιστικές δήθεν ‘φιλοσοφίες’, που έχουν εμπνευστεί, όχι από την τεχνολογία, αλλά από την τεχνογνωσία, είναι φιλοσοφίες της απατηλής αυτής δύναμης.
΄Εχουν δε την τάση να θεωρούν το κάθε τι, ανθρώπινο και μη, απλώς ως μια πρώτη ύλη. Το κοινό καλό του ανθρωπίνου είδους δεν λαμβάνεται καν υπ’ όψιν, μόνον η δεξιοτεχνία της παραγωγικής διαδικασίας αποτιμάται, και μάλιστα αποκλειστικά και μόνον υπό όρους χρηματιστικής.
Αυτό επίσης είναι μια μορφή τρέλας. Είναι, στις μέρες μας, η πιο επικίνδυνη μορφή τρέλας, και η μία κατά της οποίας μια υγιής φιλοσοφία συμπλέουσα με την συλλογική μας πράξη πρέπει, από κοινού, να παρέχουν ένα δραστικό αντίδοτο.
★ Οδυσσέας Ελύτης: Ελλάδα-Ευρώπη:
Αναμφίβολα, ένας άνθρωπος ελληνικός είναι ο Οδυσσέας Ελύτης. Ευγενικά σκεπτόμενος, με κριτική σκέψη, γεμάτος αμφιβολία και αμφισβήτηση, ακόμη και για τις δικές του θέσεις.
Φαινομενικά μονολογεί, ουσιαστικά όμως ένα διάλογο με τον εαυτό του κάνει. Διότι δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου ελληνικού το να παριστάνει ένα γεμάτο απατηλή αυτοπεποίθηση και βεβαιότητα βάρβαρο σαλτιμπάγκο.
Στην διαλεκτικά επιστημονική προσέγγιση του Οδυσσέα Ελύτη,★ όπως η κάθε αιρετή και κληρωτή αρχή της ελληνικής πολιτείας, έτσι και η αρχή της επιστήμης προσεγγίζει με πολύ διαφορετικό τρόπο τα αντικείμενα προς εξέταση από τον ιδιαίτερα δογματικό τρόπο που τα προσεγγίζει, π.χ., η εκκλησιαστική εξουσία. Δεδομένου ότι η αρχή της επιστήμης είναι πνευματική, εξ ορισμού δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ιεραρχική.
Δεν υπάγεται σε ποινές κάποια ή κάποιος, επιστήμων ή μη, επειδή απορρίπτει μία αρχή της επιστήμης. Ούτε έχει την πρόθεση να επηρεάσει τούτη, με επιβλητικό λόγο, σοφιστικές τακτικές ή με την αρωγή προκαταλήψεων, τους ανθρώπους που την αποδέχονται.
Η κάθε αρχή της επιστήμης κυριαρχεί μόνον με την εγγενή έκκλησή της προς μία λογική εξήγηση των φαινομένων. Οι διακηρύξεις της επιστήμης γίνονται πάντοτε διστακτικά, συχνά βάσει πιθανοτήτων, και μπορούν άμεσα να τροποποιηθούν.
Ήτοι η επιστήμη δημιουργεί μια ιδιοσυγκρασία του ανθρωπίνου μυαλού και πνεύματος, που είναι κατά πολύ διαφορετική από εκείνη του μεσαιωνικού δογματισμού. Σε αντιδιαστολή με την αρχή της επιστήμης, η εκκλησιαστική εξουσία δηλώνει στις διακηρύξεις της την απόλυτη βεβαιότητά της, δίχως ίχνος δισταγμού, λες και οι θέσεις της είναι αιώνια αναλλοίωτες, μη επιδεχόμενες καμίας τροποποιήσεως ή βελτιώσεως.
Δυστυχώς, και η νεο-μετα-μοντέρνα φιλοσοφία διατηρεί σήμερα, ως επί το πλείστον, ένα ατομικιστικό και υποκειμενικό χαρακτήρα. Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ και το κίνημα του ρομαντισμού επέκτειναν τον ατομικισμό και την υποκειμενικότητα από μια θεωρία της γνώσης σε άλλα πεδία, ήτοι της ηθικής και της πολιτικής, καταλήγοντας στην πλήρη αναρχία, όπως αυτή του Μπακούνιν.
Αυτή η ακρότητα του ατομικισμού και του υποκειμενισμού είναι μια μορφή καθαρής τρέλας. Αυτό είναι το πόρισμα του Άγγλου φιλοσόφου και μαθηματικού, πρωτοπόρου του διεθνούς φιλειρηνικού κινήματος, Μπέρτραντ Ράσσελλ (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1950).
Ο Ελύτης και ο Ράσσελλ συμφωνούν ότι: ως τεχνογνωσία, η επιστήμη συσσωρεύει σε ‘πρακτικούς’ ανθρώπους ένα εντελώς μοναδικό απόθεμα προοπτικής. Στην πράξη, η τεχνογνωσία προσδίδει μια απατηλή αίσθηση δύναμης: ο νεο-μετα-μοντέρνος άνθρωπος είναι τώρα λιγότερο στο έλεος του φυσικού περιβάλλοντος από ό, τι ήταν σε προηγούμενες εποχές.
Εκείνο που διαφεύγει της στενής κοσμοθεωρίας των ‘πρακτικών’ ανθρώπων είναι πως η δύναμη που παρέχει η επιστημονική τεχνογνωσία προορίζεται να φέρνει θετικά αποτελέσματα μόνο μέσω συλλογικά κοινωνικών και όχι μεμονωμένα ατομικιστικών δράσεων. Π.χ., ένα μέσο άτομο, που ναυαγεί σ’ ένα ερημονήσι, θα μπορούσε να πετύχει πολλά περισσότερα στον 17ο αιώνα, άνευ του εργαλείου της τεχνογνωσίας, από ό, τι θα μπορούσε να καταφέρει σήμερα.
Η επιστημονική τεχνογνωσία απαιτεί την συνεργασία μιας συλλογικότητος ανθρώπων, που αυτο-οργανώνονται και αυτο-διαχειρίζονται τις κοινές σκοπιμότητές τους. ΄Ολες οι ατομικιστικές δήθεν ‘φιλοσοφίες’, που έχουν εμπνευστεί, όχι από την τεχνολογία, αλλά από την τεχνογνωσία, είναι φιλοσοφίες της απατηλής αυτής δύναμης.
΄Εχουν δε την τάση να θεωρούν το κάθε τι, ανθρώπινο και μη, απλώς ως μια πρώτη ύλη. Το κοινό καλό του ανθρωπίνου είδους δεν λαμβάνεται καν υπ’ όψιν, μόνον η δεξιοτεχνία της παραγωγικής διαδικασίας αποτιμάται, και μάλιστα αποκλειστικά και μόνον υπό όρους χρηματιστικής.
Αυτό επίσης είναι μια μορφή τρέλας. Είναι, στις μέρες μας, η πιο επικίνδυνη μορφή τρέλας, και η μία κατά της οποίας μια υγιής φιλοσοφία συμπλέουσα με την συλλογική μας πράξη πρέπει, από κοινού, να παρέχουν ένα δραστικό αντίδοτο.
★ Οδυσσέας Ελύτης: Ελλάδα-Ευρώπη: