Της Δήμητρας Ρετσινά Φωτεινίδου
Φιλόλογος – Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
Θέμα ειδικού βάρους για το Ελληνικό Κοινοβούλιο, την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και το Δήμο Θεσσαλονίκης είναι τα περιβόητα γλυπτά που άλλοτε κοσμούσαν την Αρχαία Αγορά της πόλης και σήμερα κοσμούν το Λούβρο. Ονομάζονται LAS INCANTADAS: ΟΙ ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ, θα προσθέταμε και Πετρωμένες Ψυχές των Θεσσαλονικέων! Εννοείται ότι ως φιλοπολίτες και νοήμονες Θεσσαλονικείς διεκδικούμε τα αυθεντικά αγάλματα από το Λούβρο, το οποίο, όπως και πολλά άλλα μουσεία της Ευρώπης, θησαυρίζει από τα δικά μας αρχαία γλυπτά! Στη φετινή 80η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης εκτέθηκαν τα πιστά αντίγραφα των οχτώ γλυπτών, έπειτα από παραγγελία του ελληνικού υπουργείου πολιτισμού στο μουσείο του Λούβρου. Ο αριθμός των επισκεπτών στη Δ.Ε.Θ. ξεπέρασε τους 200.000, γεγονός που οφείλεται εν πολλοίς στη γοητεία των «Μαγεμένων»!
Είδωλα μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, οι Μαγεμένες ή las Incantadas, σύμφωνα με το καστιλιάνικο ιδίωμα των Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αποτελούσαν ως τα μέσα του 19ου αιώνα το κατεξοχήν μνημειακό σύμβολο της πόλης των Θεσσαλονικέων. Μαζί με τόσες αρχαιότητες αλλά και τόσες παραδόσεις που χάθηκαν από την άλλοτε πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη των χριστιανών, των μουσουλμάνων και των εβραίων, ήρθε να προστεθεί στα 1864 και η βίαιη απομάκρυνση των υπέροχων αγαλμάτων από τον Γάλλο παλαιογράφο Emmanuel Miller, τον νέο Ελγιν, όπως τον αποκάλεσε ο ιστορικός ερευνητής Απόστολος Βακαλόπουλος.
Σήμερα που έχουμε ανάγκη να στραφούμε στον πολιτισμό μας για να ανακτήσουμε την αυτοπεποίθησή μας, διαπιστώνουμε ότι τα πιο όμορφα κομμάτια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς έγιναν βορά αρπακτικών – όπως ακριβώς εικονίζει και η φιγούρα του αγάλματος του Γανυμήδη, τον οποίο αρπάζει με τα νύχια του ο Αετός/ Δίας – και κοσμούν σήμερα το μουσείο του Λούβρου. Το χρονικό της αρπαγής των Καρυάτιδων της Θεσσαλονίκης είναι πράγματι συγκλονιστικό: ο Miller γράφει σε επιστολή στη γυναίκα του στο Παρίσι ότι ο μεγάλος βεζύρης Φουάτ πασάς του ανακοίνωσε με τηλεγράφημα ότι ο σουλτάνος του επιτρέπει να αφαιρέσει και να πάρει μαζί του στο Παρίσι τις οκτώ μορφές των Incantadas της Θεσσαλονίκης που τόσο πολύ τις επιθυμούσε. Γράφει ακόμη: « ο εβραϊκός και ο ελληνικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης θα εκμανεί όταν μάθει ότι θα του πάρουν αυτά τα αγάλματα. Θα θυμάστε τη γελοία ιστορία του περασμένου χρόνου με εκείνο τον θεό Πάνα. Θα πρέπει ο πασάς να στείλει στρατιωτική δύναμη, γιατί όσο και αν είμαστε εχέμυθοι, το νέο θα διαδοθεί πολύ γρήγορα. Τώρα που η τουρκική κυβέρνηση έχει δώσει το λόγο της, δεν θα ξαναρχόταν πάλι το ζήτημα αυτό και θα είναι ανάγκη να το τελειώσουν». Ο Miller προκειμένου να ευχαριστήσει τον αυτοκράτορά του, Ναπολέοντα Γ΄, αποφασίζει να ξεσηκώσει όλο το μνημείο. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «θα δω αν υπάρχει τρόπος να πριονίσω το θριγκό, επάνω στον οποίο τοποθετούν τα αγάλματα και ο οποίος αποτελείται από φοβερούς όγκους. Αφού όμως έκανα τόσες θυσίες θα προχωρήσω ως τα άκρα... Υπάρχει στη Θεσσαλονίκη ένα μεγάλο θριαμβικό τόξο του Κωνσταντίνου (εννοεί του Γαλερίου, την Καμάρα! ) με περίεργα ανάγλυφα. Όλος ο κόσμος φαντάζεται ότι θα αρπάξω και αυτό το θριαμβικό τόξο. Ο πασάς είναι πράγματι θαυμάσιος για την αφοσίωση που μου δείχνει. Δεν έχω παρά να του πω μια λέξη και αμέσως μου στέλνει βοϊδάμαξες»! Στα τέλη του 1864, Νοέμβριο και Δεκέμβριο, το μνημείο είχε αποσυντεθεί και τα αγάλματα μαζί και με άλλα μέλη (κορινθιακά κιονόκρανα και μέρη του επιστυλίου) φορτώθηκαν στο πλοίο Truette, με το οποίο ταξίδεψαν για τη Γαλλία.
Το μνημείο των Μαγεμένων βρισκόταν στη στοά των Ειδώλων και ήταν τμήμα του περιστυλίου που περιέκλειε κάποιο σημαντικό μνημείο του αυτοκρατορικού συγκροτήματος της Ρωμαϊκής Αγοράς. Το αυτοκρατορικό συγκρότημα της Αγοράς αρχίζει να κατασκευάζεται γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. και συσχετίζεται με την αγάπη του αυτοκράτορα Αδριανού και των διαδόχων του προς τα επιτεύγματα του ελληνικού πνεύματος. Στην εποχή των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, δηλαδή της Pax Romana, το μεγαλόπρεπο αυτό συγκρότημα εντάχθηκε σε ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα, το οποίο ολοκληρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αι. Τα κτίσματα της Αγοράς και το μνημείο των Ειδώλων χρονολογούνται την εποχή των τελευταίων Αντωνίνων και των Σεβήρων. Μάλιστα η δεκαετία 220-230μ.Χ. θεωρείται η πιο πιθανή περίοδος ολοκλήρωσης του έργου. Σύμφωνα με τον μελετητή του έργου Άρη Παπάζογλου, το μνημείο των Ειδώλων ή Μαγεμένων ήταν τμήμα ενός από τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης, ίσως του Capitolium ή ενός ναού. Είναι πολύ πιθανό ότι αποτελούσε την κεντρική είσοδο από τα ανατολικά του περιβόλου του ιερού των Καβείρων (ο Κάβειρος ήταν πολιούχος της Θεσσαλονίκης) και των θεοποιημένων αυτοκρατόρων (αυτοκρατορική λατρεία) και η κατασκευή του περαιώθηκε την εποχή του Αλέξανδρου Σεβήρου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Α. Μέντζο, «καθώς η κιονοστοιχία των Μαγεμένων έχει δύο ισότιμες όψεις, ταιριάζει πολύ καλά να αποτελούσε ένα διάφραγμα, ένα πολυτελές και ευδιάκριτο χώρισμα, ανάμεσα στην παλαίστρα και σε μια εξέδρα, σχετιζόμενη με την αυτοκρατορική λατρεία, στο νότιο τμήμα του συγκροτήματος». Την εποχή που ο Miller πραγματοποίησε το ληστρικό του έργο, το μνημείο βρισκόταν στην εβραϊκή συνοικία Rogos, στην αυλή του σπιτιού ενός πλούσιου Εβραίου υφασματέμπορα, για τον οποίο λεγόταν ότι κατά καιρούς έσπαζε κομμάτια από τα μάρμαρα και τα πουλούσε σε ταξιδιώτες.
Οι Μαγεμένες μορφές έχουν μεταξύ τους δεσμό μυθολογικού περιεχομένου: Τέσσερα από τα οκτώ πρόσωπα, ο Διόνυσος, η Μαινάδα, η Αριάδνη και η Αύρα ανήκουν στον διονυσιακό μυθολογικό κύκλο. Η Λήδα, ο Γανυμήδης και ο Διόσκουρος ανήκουν στο μυθολογικό κύκλο του Δία. Αυτοί οι δύο θεοί του Ολύμπου έχουν σχέση με τους Καβείρους, από τους οποίους ο μεν μεγαλύτερος θεός λεγόταν Ζευς, ο δε νεότερος Διόνυσος. Τα μυστήρια των Καβείρων ήταν δημοφιλή κατά την ελληνιστική εποχή και στη Θεσσαλονίκη η λατρεία τους θεωρείται συνέχεια της διονυσιακής λατρείας.
Φιλόλογος – Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
Θέμα ειδικού βάρους για το Ελληνικό Κοινοβούλιο, την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και το Δήμο Θεσσαλονίκης είναι τα περιβόητα γλυπτά που άλλοτε κοσμούσαν την Αρχαία Αγορά της πόλης και σήμερα κοσμούν το Λούβρο. Ονομάζονται LAS INCANTADAS: ΟΙ ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ, θα προσθέταμε και Πετρωμένες Ψυχές των Θεσσαλονικέων! Εννοείται ότι ως φιλοπολίτες και νοήμονες Θεσσαλονικείς διεκδικούμε τα αυθεντικά αγάλματα από το Λούβρο, το οποίο, όπως και πολλά άλλα μουσεία της Ευρώπης, θησαυρίζει από τα δικά μας αρχαία γλυπτά! Στη φετινή 80η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης εκτέθηκαν τα πιστά αντίγραφα των οχτώ γλυπτών, έπειτα από παραγγελία του ελληνικού υπουργείου πολιτισμού στο μουσείο του Λούβρου. Ο αριθμός των επισκεπτών στη Δ.Ε.Θ. ξεπέρασε τους 200.000, γεγονός που οφείλεται εν πολλοίς στη γοητεία των «Μαγεμένων»!
Είδωλα μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, οι Μαγεμένες ή las Incantadas, σύμφωνα με το καστιλιάνικο ιδίωμα των Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αποτελούσαν ως τα μέσα του 19ου αιώνα το κατεξοχήν μνημειακό σύμβολο της πόλης των Θεσσαλονικέων. Μαζί με τόσες αρχαιότητες αλλά και τόσες παραδόσεις που χάθηκαν από την άλλοτε πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη των χριστιανών, των μουσουλμάνων και των εβραίων, ήρθε να προστεθεί στα 1864 και η βίαιη απομάκρυνση των υπέροχων αγαλμάτων από τον Γάλλο παλαιογράφο Emmanuel Miller, τον νέο Ελγιν, όπως τον αποκάλεσε ο ιστορικός ερευνητής Απόστολος Βακαλόπουλος.
Σήμερα που έχουμε ανάγκη να στραφούμε στον πολιτισμό μας για να ανακτήσουμε την αυτοπεποίθησή μας, διαπιστώνουμε ότι τα πιο όμορφα κομμάτια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς έγιναν βορά αρπακτικών – όπως ακριβώς εικονίζει και η φιγούρα του αγάλματος του Γανυμήδη, τον οποίο αρπάζει με τα νύχια του ο Αετός/ Δίας – και κοσμούν σήμερα το μουσείο του Λούβρου. Το χρονικό της αρπαγής των Καρυάτιδων της Θεσσαλονίκης είναι πράγματι συγκλονιστικό: ο Miller γράφει σε επιστολή στη γυναίκα του στο Παρίσι ότι ο μεγάλος βεζύρης Φουάτ πασάς του ανακοίνωσε με τηλεγράφημα ότι ο σουλτάνος του επιτρέπει να αφαιρέσει και να πάρει μαζί του στο Παρίσι τις οκτώ μορφές των Incantadas της Θεσσαλονίκης που τόσο πολύ τις επιθυμούσε. Γράφει ακόμη: « ο εβραϊκός και ο ελληνικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης θα εκμανεί όταν μάθει ότι θα του πάρουν αυτά τα αγάλματα. Θα θυμάστε τη γελοία ιστορία του περασμένου χρόνου με εκείνο τον θεό Πάνα. Θα πρέπει ο πασάς να στείλει στρατιωτική δύναμη, γιατί όσο και αν είμαστε εχέμυθοι, το νέο θα διαδοθεί πολύ γρήγορα. Τώρα που η τουρκική κυβέρνηση έχει δώσει το λόγο της, δεν θα ξαναρχόταν πάλι το ζήτημα αυτό και θα είναι ανάγκη να το τελειώσουν». Ο Miller προκειμένου να ευχαριστήσει τον αυτοκράτορά του, Ναπολέοντα Γ΄, αποφασίζει να ξεσηκώσει όλο το μνημείο. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «θα δω αν υπάρχει τρόπος να πριονίσω το θριγκό, επάνω στον οποίο τοποθετούν τα αγάλματα και ο οποίος αποτελείται από φοβερούς όγκους. Αφού όμως έκανα τόσες θυσίες θα προχωρήσω ως τα άκρα... Υπάρχει στη Θεσσαλονίκη ένα μεγάλο θριαμβικό τόξο του Κωνσταντίνου (εννοεί του Γαλερίου, την Καμάρα! ) με περίεργα ανάγλυφα. Όλος ο κόσμος φαντάζεται ότι θα αρπάξω και αυτό το θριαμβικό τόξο. Ο πασάς είναι πράγματι θαυμάσιος για την αφοσίωση που μου δείχνει. Δεν έχω παρά να του πω μια λέξη και αμέσως μου στέλνει βοϊδάμαξες»! Στα τέλη του 1864, Νοέμβριο και Δεκέμβριο, το μνημείο είχε αποσυντεθεί και τα αγάλματα μαζί και με άλλα μέλη (κορινθιακά κιονόκρανα και μέρη του επιστυλίου) φορτώθηκαν στο πλοίο Truette, με το οποίο ταξίδεψαν για τη Γαλλία.
Το μνημείο των Μαγεμένων βρισκόταν στη στοά των Ειδώλων και ήταν τμήμα του περιστυλίου που περιέκλειε κάποιο σημαντικό μνημείο του αυτοκρατορικού συγκροτήματος της Ρωμαϊκής Αγοράς. Το αυτοκρατορικό συγκρότημα της Αγοράς αρχίζει να κατασκευάζεται γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. και συσχετίζεται με την αγάπη του αυτοκράτορα Αδριανού και των διαδόχων του προς τα επιτεύγματα του ελληνικού πνεύματος. Στην εποχή των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, δηλαδή της Pax Romana, το μεγαλόπρεπο αυτό συγκρότημα εντάχθηκε σε ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα, το οποίο ολοκληρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αι. Τα κτίσματα της Αγοράς και το μνημείο των Ειδώλων χρονολογούνται την εποχή των τελευταίων Αντωνίνων και των Σεβήρων. Μάλιστα η δεκαετία 220-230μ.Χ. θεωρείται η πιο πιθανή περίοδος ολοκλήρωσης του έργου. Σύμφωνα με τον μελετητή του έργου Άρη Παπάζογλου, το μνημείο των Ειδώλων ή Μαγεμένων ήταν τμήμα ενός από τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης, ίσως του Capitolium ή ενός ναού. Είναι πολύ πιθανό ότι αποτελούσε την κεντρική είσοδο από τα ανατολικά του περιβόλου του ιερού των Καβείρων (ο Κάβειρος ήταν πολιούχος της Θεσσαλονίκης) και των θεοποιημένων αυτοκρατόρων (αυτοκρατορική λατρεία) και η κατασκευή του περαιώθηκε την εποχή του Αλέξανδρου Σεβήρου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Α. Μέντζο, «καθώς η κιονοστοιχία των Μαγεμένων έχει δύο ισότιμες όψεις, ταιριάζει πολύ καλά να αποτελούσε ένα διάφραγμα, ένα πολυτελές και ευδιάκριτο χώρισμα, ανάμεσα στην παλαίστρα και σε μια εξέδρα, σχετιζόμενη με την αυτοκρατορική λατρεία, στο νότιο τμήμα του συγκροτήματος». Την εποχή που ο Miller πραγματοποίησε το ληστρικό του έργο, το μνημείο βρισκόταν στην εβραϊκή συνοικία Rogos, στην αυλή του σπιτιού ενός πλούσιου Εβραίου υφασματέμπορα, για τον οποίο λεγόταν ότι κατά καιρούς έσπαζε κομμάτια από τα μάρμαρα και τα πουλούσε σε ταξιδιώτες.
Οι Μαγεμένες μορφές έχουν μεταξύ τους δεσμό μυθολογικού περιεχομένου: Τέσσερα από τα οκτώ πρόσωπα, ο Διόνυσος, η Μαινάδα, η Αριάδνη και η Αύρα ανήκουν στον διονυσιακό μυθολογικό κύκλο. Η Λήδα, ο Γανυμήδης και ο Διόσκουρος ανήκουν στο μυθολογικό κύκλο του Δία. Αυτοί οι δύο θεοί του Ολύμπου έχουν σχέση με τους Καβείρους, από τους οποίους ο μεν μεγαλύτερος θεός λεγόταν Ζευς, ο δε νεότερος Διόνυσος. Τα μυστήρια των Καβείρων ήταν δημοφιλή κατά την ελληνιστική εποχή και στη Θεσσαλονίκη η λατρεία τους θεωρείται συνέχεια της διονυσιακής λατρείας.