Της Δήμητρας Ν. Ρετσινά – Φωτεινίδου
Φιλόλογος Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
Φιλόλογος Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
Η παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες τον Οκτώβριο του 1912 και όχι στους Βουλγάρους οφείλεται, εν πολλοίς, στον Βορειοηπειρώτη Αρχιστράτηγο της 8ης Στρατιάς του οθωμανικού αυτοκρατορικού στρατού, Χασάν Ταχσίν Πασά (1845 – 1918). Γεννημένος στη Μεσσαριά της Βορείου Ηπείρου, εξ’ ου και το επίθετο των παιδιών και εγγονών του Μεσαρέ, ανελίχθηκε γρήγορα στις υψηλές διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε μια εποχή εμφύλιων σπαραγμών μεταξύ του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ και των Νεότουρκων, οι οποίοι με τη συνδρομή του στρατού εκθρόνισαν τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ το 1909. Ο αιμοσταγής σουλτάνος εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη στη Βίλλα Αλλατίνη. Ανάμεσα στους αξιωματικούς που υποστήριξαν τους Νεότουρκους ήταν και ο Χασάν Ταχσίν πασάς και ο μέντοράς του, Μαχμούτ Σεφκέτ πασάς. Από το νεοτουρκικό κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» ξεπήδησε και ο φιλόδοξος Θεσσαλονικιός αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ, ενώ ως το 1911 ήταν ακόμη υπό τις διαταγές του Χασάν Ταχσίν Πασά στο Καραμπουρνού!
Σύμφωνα με τον Στρατηγό Λεωνίδα Σπαή, ο Αρχιστράτηγος που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες, υπογράφοντας το επίσημο, δεσμευτικό πρωτόκολλο, ήταν Έλληνας στην καταγωγή. Προερχόταν από ελληνική οικογένεια που είχε εξισλαμισθεί από τον 18ο αιώνα. Διόλου απίθανο αν σκεφθούμε ότι πολλοί μουσουλμάνοι ακόμη και σήμερα στην Τουρκία έχουν ελληνική καταγωγή ή είναι πρώην χριστιανοί. Ένας από τους γιούς του Χασάν Ταχσίν ήταν ο φημισμένος ζωγράφος των Βαλκανικών Πολέμων Κενάν Μεσαρέ που έζησε στα Γιάννενα. Ο γιός του Κενάν, Ίνης Μεσαρέ υποστήριζε ότι η γιαγιά του, Χατιτζέ Ελμάζ, ήταν ελληνικής καταγωγής. Σίγουρο είναι ότι όλη η οικογένεια είχε λαμπρή μόρφωση και ο Ταχσίν πασάς είχε σπουδάσει στη Ζωσιμαία Ακαδημία Ιωαννίνων, η οποία καλλιέργησε το κοσμοπολίτικο και φιλελεύθερο πνεύμα του. Επίσης ανήκε στο τάγμα των Μπεχτασήδων – Αλεβιτών, που αποτελεί τη φιλελεύθερη, ανεκτική και προοδευτική πλευρά του ισλαμισμού.
Το σύνολο των Αλβανών αξιωματούχων της αυτοκρατορίας ήταν Αλεβί – Μπεχτασήδες. Οι μυστικιστικές αυτές παρατάξεις είναι κλαδιά του ίδιου δέντρου που ποτίζεται από πολλές πηγές γνώσης. Οι ηθικές αρχές του Μπεχτασισμού ανιχνεύονται στα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα άλλων λαών και εποχών, μεταξύ των οποίων οι Νεοπλατωνικοί και οι Ταλμουδιστές. Όλοι οι άμεσοι συνεργάτες του Χασάν Ταχσίν Πασά, οι φίλοι του, το περιβάλλον του, ο μέντοράς του Σεφκέτ Πασάς, οι Νεότουρκοι, το μεσαίο και ανώτερο προσωπικό του στρατεύματος, οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καταγράφονται από τους ιστορικούς ως Τέκτονες, Μπεχτασήδες ή Ντονμέ.
Όπως αναφέρει ο ερευνητής και συγγραφέας Χρίστος Χριστοδούλου στο βιβλίο του για τον Χασάν Ταχσίν, ο στρατηγός ήταν διαποτισμένος από την ελληνική παιδεία και τη γαλλική κουλτούρα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Εμφορούνταν από τα ιδανικά του εκσυγχρονισμού και της ανύψωσης της κοινωνίας στην οποία ζούσε και την οποία υπηρετούσε από τις θέσεις εξουσίας που κατείχε. Η φιλία του με σημαντικά πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα στάση του. Από τις «Αναμνήσεις» του Αλέξανδρου Ζάννα συνάγεται ότι ο Ταχσίν Πασάς ήταν από παλιά αδελφικός φίλος με τον πατέρα του, ιατρό Δημήτριο Ζάννα, ο οποίος ήταν βλάχικης καταγωγής από το Λιβάδι του Ολύμπου, με βαθιά ριζωμένη ελληνική εθνική συνείδηση και μεγάλη πατριωτική δράση. Οι δυό τους παρέμειναν φίλοι μέχρι τέλους, σχέση που διατήρησαν επίσης και τα παιδιά τους. Αργότερα ο Κενάν Μεσαρέ δημιούργησε αδελφική φιλία με το Γιώργο Λυκίδη, εξαίρετο φωτογράφο της Θεσσαλονίκης του μεσοπολέμου και μετέπειτα.
Ο Αρχιστράτηγος του οθωμανικού στρατού υπηρέτησε σε πολλές καίριες, για την αυτοκρατορία, θέσεις: Κρήτη, Κύπρο, Υεμένη, Συρία, Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη. Το 1895, στις ανασκαφές που έγιναν στην πεδιάδα της Μεσαράς της Κρήτης, όπου και ανακαλύφθηκαν οι μαρμάρινες πλάκες με τους Νόμους της Γόρτυνας, η γνωστή Δωδεκάδελτος, η συμβολή του Διοικητή Ηρακλείου Χασάν Ταχσίν πασά στη διάσωση και αποκατάστασή τους ήταν καθοριστική. Στην ολέθρια για τους Έλληνες πολεμική αναμέτρηση με τους Τούρκους στην Ελασσόνα και στο Δομοκό το 1897, επικεφαλής του τουρκικού στρατού ήταν ο Χασάν Ταχσίν πασάς. Ο ίδιος ήταν κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο (1912) ο Αρχιστράτηγος της 8ης τουρκικής στρατιάς που ηττήθηκε από τους Έλληνες κατά την αστραπιαία και νικηφόρο προέλασή τους στο Σαραντάπορο και στα Γιαννιτσά. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ήταν προ των πυλών…
Στις 27 Οκτωβρίου 1912, στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης, ο Χασάν Ταχσίν πασάς συμφωνούσε με τους όρους παράδοσης που είχαν θέσει οι απεσταλμένοι αξιωματικοί του Διαδόχου Κωνσταντίνου, Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς. Στη σύνταξη του Πρωτοκόλλου παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό, εργάστηκαν ο γιος και υπασπιστής του λοχαγός Κενάν, ο Ίων Δραγούμης και ο Τζελάλ Μπέης. Στο Διοικητήριο ήρθαν και Βούλγαροι …απρόσκλητοι, για να διεκδικήσουν κομμάτι της Θεσσαλονίκης. Ο Χασάν Ταχσίν όμως τους απάντησε: «Μία Θεσσαλονίκη υπάρχει κύριοι και αυτήν την παρέδωσα στους Έλληνες που ήταν αντίπαλοί μου σε όλα τα πεδία της μάχης από το Σαραντάπορο και τα Γιαννιτσά ως εδώ. Εσάς δεν σας είδα πουθενά. Δεύτερη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει για να την παραδώσω και σε εσάς».
Στο Πρωτόκολλο γράφτηκε ως ημέρα παράδοσης η 26η Οκτωβρίου, η ημέρα του πολιούχου Αγίου Δημητρίου. Επιδόθηκε την επόμενη μέρα στον διάδοχο βασιλιά Κωνσταντίνο στην έπαυλη Τόπσιν, ιδιοκτησίας Μοδιάνο, στο χωριό Γέφυρα με απεσταλμένους του Χασάν πασά και με παρουσία εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Τούρκοι κατηγόρησαν τον στρατηγό τους ότι παρέδωσε την πόλη αμαχητί. Μάλιστα καταδικάστηκε ερήμην από τουρκικό δικαστήριο εις θάνατον με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου έδωσε στον ίδιο και στην οικογένειά του την ελληνική υπηκοότητα. Τα παιδιά του έζησαν στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στην Αλβανία. Εγγόνια του ζουν σήμερα στην Αθήνα. Ο Χασάν Ταχσίν Πασάς πέθανε στην Ελβετία, όπου και ετάφη στο νεκροταφείο των ετερόδοξων της Λωζάννης. Στη συνέχεια τα οστά του ίδιου και των παιδιών του μεταφέρθηκαν στο Μπεχτασικό Κοιμητήριο Τριανδρίας Θεσσαλονίκης και τα τελευταία χρόνια στο Τόψιν, στον αύλειο χώρο του σημερινού Μουσείου Βαλκανικών Πολέμων.