Σπύρος Στάλιας,
Οικονομολόγος Ph.D
Και όμως, αυτό ακριβώς ψηφίσαν οι Έλληνες στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου του 2015. Θέλουμε να ζούμε με ευρώ διακηρυξαν, χωρίς κοινωνικές παροχές και με τον φόβο μας.
Σύσσωμο το 50% του Ελληνικού Λαού, ψήφισε την αποδοχή μέτρων που οδηγούν σε δραματική ύφεση, στην ρευστοποίηση του ελληνικού κράτους, στην καταστροφή του πλέγματος προστασίας των ελλήνων πολιτών, στην διάλυση της παιδείας, της υγείας, των αμοιβών, των συντάξεων και στην αρπαγή της ιδιοκτησίας των Ελλήνων. Αποδέχτηκε ο λαός το μνημόνιο τέρας.
Επιβεβαίωσε επίσης με την ψήφο του την παραμονή της χώρας στο ευρώ, αφού τα κόμματα που κλήθηκε να ψηφίσει, ήσαν φιλο-ευρώ.
Αποδέχτηκε ακόμα την ομογενοποίηση των πολιτικών κομμάτων και της πολιτικής, λόγω ευρώ, αφού αυτό καθορίζει την πολιτική και δεν καθορίζεται από αυτή.
Τέλος και κατά συνέπεια, συμφώνησε ότι την πρωτοκαθεδρία στην πολιτική θα την έχουν οι τραπεζίτες και όχι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του στο Κοινοβούλιο. Η Δημοκρατία κετέστει φάρσα, κούκλο-θέατρο.
Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθώ με το θέμα των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών, που αποτελεί μαζί με την παιδεία, την υψίστη πολιτιστική έκφραση μιας κοινωνίας, για το πώς θεωρεί την μόρφωση και εκπαίδευση της νεότητας της, και πως παρέχει θαλπωρή σε αυτούς που αποχώρησαν από τον εργασιακό βιο, αλλά όχι από την ζωή και από το να είναι χρήσιμοι στις οικογένειες τους και στην κοινότητα τους.
Το θέμα των συντάξεων, ή αλλιώς το πρόβλημα των γενεών (intergenerational), άρχισε να συζητείται στις αρχές τις δεκαετίας του 1990, και ειδικότερα υπό το ερώτημα, στο κατά πόσο ένα κράτος, με μια γηράσκουσα κοινωνία, είναι δυνατόν να έχει την διαρκή ικανότητα να παρέχει υγεία και συντάξεις στους απόμαχους της εργασίας.
Με άλλα λόγια, αυτοί που έθεσαν το θέμα, που κατά σύμπτωση είναι νεοφιλελεύθεροι, οι ‘καθώς πρέπει’ κάθε κοινωνίας (αυτοί είναι πλέον από την άκρα δεξιά έως την άκρα αριστερά), ισχυρίστηκαν ότι οι δαπάνες του κράτους για συντάξεις, υγεία και παιδεία είναι ευαίσθητες σε σχέση με δημογραφικούς παράγοντες, καθώς η κοινωνία γηράσκει. Οι δαπάνες σε τέτοια προγράμματα δεν μπορούν να υποστηριχτούν από διαρκή ελλείμματα του προϋπολογισμού του κράτους.
Για την επικύρωση αυτών των συλλογισμών επιστρατεύτηκαν ορισμένοι δείκτες, που δείχνουν την σχέση εργαζομένων και μη εργαζομένων σε μια κοινωνία. Ο κυριότερος δείκτης από αυτούς, ονομάζεται δείκτης συνολικής ηλικιακής εξάρτησης, που ποσοτικοποιεί τους μη εργαζόμενους από τις ηλικίες από 1-14 ετών και από 65 ετών και πάνω, προς αυτούς που θεωρητικά μπορούν να εργαστούν και βρίσκονται στην ηλικία από 15 ετών έως 64 ετών. Όσο αυτός ο δείκτης είναι πιο μεγάλος τόσο πιο πολύ οι εργαζόμενοι δέχονται ένα μεγαλύτερο βάρος να συντηρήσουν τους μη εργαζόμενους, μέσω φόρων, αύξησης των εισφορών τους, μείωσης βεβαίως των μελλοντικών τους απολαβών και μέσω των ελλειμμάτων του κράτους.
Στη βιβλιοθήκη όμως υπάρχει και η νεοφιλελεύθερη θεωρητική οικονομική συλλογιστική, που ισχυρίζεται τα εξής:
1) Ο προϋπολογισμός του κράτους δεν μπορεί να είναι ελλειμματικός, γιατί ωθούνται τα επιτόκια προς τα πάνω, με αποτέλεσμα οι παραγωγικές ιδιωτικές επενδύσεις να μην πραγματοποιούνται. Με άλλα λόγια τα ελλείμματα, που δημιουργούν τα προγράμματα συντάξεων και υγείας, πέραν των άλλων, αποκλείουν από την χρηματοδότηση την ιδιωτική πρωτοβουλία. Από την άλλη, αν ο προϋπολογισμός είναι πλεονασματικός τα περισσεύματα θα σωρευθούν και κάποτε μπορεί να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον.
2) Τα σημερινά μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού, συνεπάγονται υψηλότερους φόρους που θα επιβαρύνουν τις μέλλουσες γενεές, που με την σειρά τους μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα, πράγμα που υπονομεύει τις μελλοντικές θέσεις εργασίας.
3) Οι συντάξεις πρέπει να μειωθούν και η ηλικία συνταξιοδότησης να επιμηκυνθεί, έτσι ώστε, ο καθένας να σωρεύσει όσο πιο πολλά κεφάλαια μπορεί, για να χρηματοδοτήσει την μετά την εργασία ζωή του.
4) Τέλος, ορισμένες χώρες, αφού γηράσκει ο πληθυσμός τους, θα πρέπει να οργανώσουν την μεταναστευτική τους πολιτική, και να δεχτούν μετανάστες.
Αυτή είναι γενικώς η επιχειρηματολογία των νεοφιλελεύθερων, και των κομμάτων του ευρώ, που θα περικόψουν τις συντάξεις, τις δαπάνες για την παιδεία και την υγεία λίαν προσεχώς.
Πίσω όμως από όλα αυτά κρύβεται η αντίληψη που έχουν για το χρήμα, αντίληψη η οποία είναι ενσωματωμένη στο ευρώ από την οποία προκύπτει και όλη η συλλογιστική των νεοφιλελευθέρων και της ΕΕ.
Το ευρώ από την κατασκευή του θεωρείται ότι δεν έχει καμία σχέση με την παραγωγή και την απασχόληση, είναι απλά μέσο μέτρησης των τιμών και η αύξηση της προσφοράς του φέρνει μόνο πληθωρισμό. Κατά συνέπεια η δαπάνη του χρήματος δεν οδηγεί στην οικονομική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη της χώρας μακροχρονίως επαφίεται στην ελεύθερη αγορά, στη ρευστοποίηση του κράτους και στα χαμηλά μεροκάματα. Κατά συνέπεια κανένα σύστημα υγείας, παιδείας, συντάξεων και αμοιβών δεν είναι εγγυήμενο μέσα στο ευρώ όπως και η ανάπτυξη μέσω των προγραμμάτων λιτότητας.
Δεν έχει σημασία να ασχοληθούμε με τον δείκτη που προανέφερα, όσο με τα επιχειρήματα.
1) Οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούν ότι η οικονομία ενός κράτους είναι ίδια με την οικονομία μιας οικογένειας. Αυτός ο ισχυρισμός εμπεριέχει ‘σφάλμα σύνθεσης’ (fallacy of composition). ‘Σφάλμα σύνθεσης’ είναι να ισχυριστείς, ότι κάτι, επειδή είναι σωστό στο επί μέρους ενός συνόλου, είναι αληθές και για το σύνολο. Ο Α. Σμίθ εξέφρασε με ωραίο τρόπο αυτό το σφάλμα σύνθεσης, όταν ισχυρίστηκε ότι ‘ότι είναι σωστό για την οικονομία μιας οικογενείας, είναι σωστό για όλο το Βασίλειο’.
Με άλλα λόγια, χρησιμοποιώντας οι νεοφιλελεύθεροι του σύριζα αυτή την μεταφορά, λένε ότι το περίσσευμα του προϋπολογισμού, είναι κάτι που θα ‘αποθηκευθεί’ και θα χρησιμοποιηθεί κάποτε στο μέλλον, όπως ακριβώς οι αποταμιεύσεις μιας οικογένειας, που θέλει να αγοράσει ένα αυτοκίνητο.
Αλλά αν η Κυβέρνηση ισχυριστεί ότι έχει πλεόνασμα Χ ευρώ, τότε θα πρέπει να δεχθεί ότι μείωσε τον πλούτο των πολιτών του κατά Χ ευρώ επίσης. Δηλαδή, ο πλούτος των πολιτών καταστράφηκε κατά Χ ευρώ, με στόχο την αύξηση των περισσευμάτων της κυβέρνησης, που δεν πάνε πουθενά, γιατί αν πήγαιναν κάπου, αυτό θα συνιστούσε δαπανη.
Συνεπώς το περίσσευμα της Κυβέρνησης, σημαίνει μείωση του πλούτου των πολιτών, μείωση της συνολικής δαπάνης, μείωση της απασχόλησης, αρνητική ανάπτυξη και επιπροσθέτως αύξηση των χρεών του ιδιωτικού τομέα. Με άλλα λόγια ο πλεονασματικός προϋπολογισμός, που επι της ουσίας οδηγείται σε πληρωμή τοκοχρεολυσίων, δεν συνεισφέρει στο θέμα της ανάπτυξης, αντίθετα φέρνει ύφεση, λιγότερο εκπαίδευση, κακή υγεία, κινέζικες αμοιβές και εξευτελιστικές συντάξεις.
2) Το δεύτερο επιχείρημα είναι επίσης λανθασμένο. Η αντίληψη ότι οι φορολογούμαστε για να χρηματοδοτούμε το κράτος είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Το κράτος φορολογεί όχι για να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες του, αλλά για να διατηρεί την άξια του νομίσματος του σταθερή, και να αναδιανέμει τον παραχθέντα πλούτο σύμφωνα με τα πολιτικα κριτήρια των πολιτών του. Ο ισχυρισμός ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού συνδέει σαν ‘γέφυρα’ τις γενεές με χρέη προς αποπληρωμή, είναι εξ ολόκληρου λανθασμένος. Η ευθύνη κάθε κράτους και κυβέρνησης είναι να φορολογεί και να δαπανά τόσο, όσο διατηρεί την πλήρη απασχόληση ανθρωπίνων και υλικών πόρων, πράγμα που δίνει στις επόμενες γενεές καλύτερη παιδεία, υγεία, συντάξεις και πλούτο.
3) Το τρίτο επιχείρημα είναι άθλιο. Στους σκοπούς του κράτους είναι η παροχή υπηρεσιών υγείας πρώτης τάξεως, και υψηλό επίπεδο ζωής σε όλους τους πολίτες. Η ικανότητα ενός κράτους και μιας κυβέρνησης να πετύχει αυτούς τους στόχους εξαρτάται από το κατά πόσο έχει τα μέσα να διατηρεί υψηλή επίπεδα απασχόλησης και παραγωγικότητας. Αν έχουμε τα μέσα, την γνώση και την τεχνολογική υποστήριξη να παράγουμε για τις ανάγκες των 11 εκατ. Ελλήνων τότε ερώτημα είναι άλλο. Το ερώτημα είναι, στους συνταξιούχους τι επίπεδο ζωής θέλουμε να προσφέρουμε; Πόση υγεία; Πόσα τρόφιμα; Τι διασκέδαση; Να έχουν ένα αυτοκίνητο; Να πάνε διακοπές; Να έχουν φάρμακα; Να έχουν ένα σπίτι; Να υπάρχουν τα Καπή; Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα που θα πρέπει να απαντηθεί. Πράγματι, αυτά που θα προσφέρουμε στους συνταξιούχους, είναι το πραγματικό κόστος μας ως κοινωνία και όχι πως αυτά θα πληρωθούν, αν η παραγωγή επαρκεί για τα 11 εκατ. Έλληνες.
4) Τέλος το τέταρτο επιχείρημα πάσχει υπό την έννοια ότι δεν μπορείς να στηρίξεις ένα σύστημα κοινωνικών παροχών στους χαμηλούς μισθούς μεταναστών και ότι εν πάση περιπτώσει αναζητάς την ξένη εργασία όταν η παραγωγή της οικονομίας τους έχει ανάγκη, οι δε ξένοι θα έλθουν, αφού ικανοποιήσουν τα κριτήρια που η κοινωνία θα θέσει.
Συνοψίζοντας μια χώρα που έχει το δικό της νόμισμα, η Κυβέρνηση της, έχει στη διάθεση της όλες εκείνες τις πολιτικές που την καθιστούν επικυρίαρχη και που μπορεί να οδηγήσει τον λαό στη ανάπτυξη, στην εργασία, να παράσχει εγγυημένα υψηλή παιδεία και υγεία, αξιοπρεπείς αμοιβές και συντάξεις και τέλος να διαγράψει κόκκινα δάνεια και να προστατεύει την περιουσία των πολιτών.
Μπορεί να ασκήσει πλήρη Δημοσιονομική Πολιτική, Νομισματική Πολιτική, Συναλλαγματική Πολιτική, Εμπορική-Δασμολογική Πολιτική και Εισοδηματική Πολιτική. Δεν είναι δυνατόν μόνο με την εισοδηματική πολιτική, που μονό αυτή την πολιτική ασκεί η κυβέρνηση
του σύριζα, όλους τους στόχους της ανάπτυξης να τους επιτύχει. Ιστορικά δεν έγινε ποτέ, γιατί επιστημονικά δεν στέκει.
Δυστυχώς οι Έλληνες υπό το κράτος του φόβου και χάριν του ευρώ, ψηφίσαν ενάντια στα συμφέροντα τους και ενάντια στην ευθύνη που τους αναλογεί να δώσουν στη νέα γενιά μα χώρα ευημερούσα και πολιτισμένη.
Φυσικά η ‘ανάγκη’ έρχεται πολύ γρήγορα, θα αναγκάσει πολλούς να αλλάξουν άποψη και εύχομαι η μετάβαση στη νέα μέρα της ελπίδας και της προόδου να μην γίνει με βίαιο τρόπο αλλά με σύνεση και σιγουριά.
Οικονομολόγος Ph.D
Και όμως, αυτό ακριβώς ψηφίσαν οι Έλληνες στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου του 2015. Θέλουμε να ζούμε με ευρώ διακηρυξαν, χωρίς κοινωνικές παροχές και με τον φόβο μας.
Σύσσωμο το 50% του Ελληνικού Λαού, ψήφισε την αποδοχή μέτρων που οδηγούν σε δραματική ύφεση, στην ρευστοποίηση του ελληνικού κράτους, στην καταστροφή του πλέγματος προστασίας των ελλήνων πολιτών, στην διάλυση της παιδείας, της υγείας, των αμοιβών, των συντάξεων και στην αρπαγή της ιδιοκτησίας των Ελλήνων. Αποδέχτηκε ο λαός το μνημόνιο τέρας.
Επιβεβαίωσε επίσης με την ψήφο του την παραμονή της χώρας στο ευρώ, αφού τα κόμματα που κλήθηκε να ψηφίσει, ήσαν φιλο-ευρώ.
Αποδέχτηκε ακόμα την ομογενοποίηση των πολιτικών κομμάτων και της πολιτικής, λόγω ευρώ, αφού αυτό καθορίζει την πολιτική και δεν καθορίζεται από αυτή.
Τέλος και κατά συνέπεια, συμφώνησε ότι την πρωτοκαθεδρία στην πολιτική θα την έχουν οι τραπεζίτες και όχι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του στο Κοινοβούλιο. Η Δημοκρατία κετέστει φάρσα, κούκλο-θέατρο.
Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθώ με το θέμα των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών, που αποτελεί μαζί με την παιδεία, την υψίστη πολιτιστική έκφραση μιας κοινωνίας, για το πώς θεωρεί την μόρφωση και εκπαίδευση της νεότητας της, και πως παρέχει θαλπωρή σε αυτούς που αποχώρησαν από τον εργασιακό βιο, αλλά όχι από την ζωή και από το να είναι χρήσιμοι στις οικογένειες τους και στην κοινότητα τους.
Το θέμα των συντάξεων, ή αλλιώς το πρόβλημα των γενεών (intergenerational), άρχισε να συζητείται στις αρχές τις δεκαετίας του 1990, και ειδικότερα υπό το ερώτημα, στο κατά πόσο ένα κράτος, με μια γηράσκουσα κοινωνία, είναι δυνατόν να έχει την διαρκή ικανότητα να παρέχει υγεία και συντάξεις στους απόμαχους της εργασίας.
Με άλλα λόγια, αυτοί που έθεσαν το θέμα, που κατά σύμπτωση είναι νεοφιλελεύθεροι, οι ‘καθώς πρέπει’ κάθε κοινωνίας (αυτοί είναι πλέον από την άκρα δεξιά έως την άκρα αριστερά), ισχυρίστηκαν ότι οι δαπάνες του κράτους για συντάξεις, υγεία και παιδεία είναι ευαίσθητες σε σχέση με δημογραφικούς παράγοντες, καθώς η κοινωνία γηράσκει. Οι δαπάνες σε τέτοια προγράμματα δεν μπορούν να υποστηριχτούν από διαρκή ελλείμματα του προϋπολογισμού του κράτους.
Για την επικύρωση αυτών των συλλογισμών επιστρατεύτηκαν ορισμένοι δείκτες, που δείχνουν την σχέση εργαζομένων και μη εργαζομένων σε μια κοινωνία. Ο κυριότερος δείκτης από αυτούς, ονομάζεται δείκτης συνολικής ηλικιακής εξάρτησης, που ποσοτικοποιεί τους μη εργαζόμενους από τις ηλικίες από 1-14 ετών και από 65 ετών και πάνω, προς αυτούς που θεωρητικά μπορούν να εργαστούν και βρίσκονται στην ηλικία από 15 ετών έως 64 ετών. Όσο αυτός ο δείκτης είναι πιο μεγάλος τόσο πιο πολύ οι εργαζόμενοι δέχονται ένα μεγαλύτερο βάρος να συντηρήσουν τους μη εργαζόμενους, μέσω φόρων, αύξησης των εισφορών τους, μείωσης βεβαίως των μελλοντικών τους απολαβών και μέσω των ελλειμμάτων του κράτους.
Στη βιβλιοθήκη όμως υπάρχει και η νεοφιλελεύθερη θεωρητική οικονομική συλλογιστική, που ισχυρίζεται τα εξής:
1) Ο προϋπολογισμός του κράτους δεν μπορεί να είναι ελλειμματικός, γιατί ωθούνται τα επιτόκια προς τα πάνω, με αποτέλεσμα οι παραγωγικές ιδιωτικές επενδύσεις να μην πραγματοποιούνται. Με άλλα λόγια τα ελλείμματα, που δημιουργούν τα προγράμματα συντάξεων και υγείας, πέραν των άλλων, αποκλείουν από την χρηματοδότηση την ιδιωτική πρωτοβουλία. Από την άλλη, αν ο προϋπολογισμός είναι πλεονασματικός τα περισσεύματα θα σωρευθούν και κάποτε μπορεί να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον.
2) Τα σημερινά μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού, συνεπάγονται υψηλότερους φόρους που θα επιβαρύνουν τις μέλλουσες γενεές, που με την σειρά τους μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα, πράγμα που υπονομεύει τις μελλοντικές θέσεις εργασίας.
3) Οι συντάξεις πρέπει να μειωθούν και η ηλικία συνταξιοδότησης να επιμηκυνθεί, έτσι ώστε, ο καθένας να σωρεύσει όσο πιο πολλά κεφάλαια μπορεί, για να χρηματοδοτήσει την μετά την εργασία ζωή του.
4) Τέλος, ορισμένες χώρες, αφού γηράσκει ο πληθυσμός τους, θα πρέπει να οργανώσουν την μεταναστευτική τους πολιτική, και να δεχτούν μετανάστες.
Αυτή είναι γενικώς η επιχειρηματολογία των νεοφιλελεύθερων, και των κομμάτων του ευρώ, που θα περικόψουν τις συντάξεις, τις δαπάνες για την παιδεία και την υγεία λίαν προσεχώς.
Πίσω όμως από όλα αυτά κρύβεται η αντίληψη που έχουν για το χρήμα, αντίληψη η οποία είναι ενσωματωμένη στο ευρώ από την οποία προκύπτει και όλη η συλλογιστική των νεοφιλελευθέρων και της ΕΕ.
Το ευρώ από την κατασκευή του θεωρείται ότι δεν έχει καμία σχέση με την παραγωγή και την απασχόληση, είναι απλά μέσο μέτρησης των τιμών και η αύξηση της προσφοράς του φέρνει μόνο πληθωρισμό. Κατά συνέπεια η δαπάνη του χρήματος δεν οδηγεί στην οικονομική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη της χώρας μακροχρονίως επαφίεται στην ελεύθερη αγορά, στη ρευστοποίηση του κράτους και στα χαμηλά μεροκάματα. Κατά συνέπεια κανένα σύστημα υγείας, παιδείας, συντάξεων και αμοιβών δεν είναι εγγυήμενο μέσα στο ευρώ όπως και η ανάπτυξη μέσω των προγραμμάτων λιτότητας.
Δεν έχει σημασία να ασχοληθούμε με τον δείκτη που προανέφερα, όσο με τα επιχειρήματα.
1) Οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούν ότι η οικονομία ενός κράτους είναι ίδια με την οικονομία μιας οικογένειας. Αυτός ο ισχυρισμός εμπεριέχει ‘σφάλμα σύνθεσης’ (fallacy of composition). ‘Σφάλμα σύνθεσης’ είναι να ισχυριστείς, ότι κάτι, επειδή είναι σωστό στο επί μέρους ενός συνόλου, είναι αληθές και για το σύνολο. Ο Α. Σμίθ εξέφρασε με ωραίο τρόπο αυτό το σφάλμα σύνθεσης, όταν ισχυρίστηκε ότι ‘ότι είναι σωστό για την οικονομία μιας οικογενείας, είναι σωστό για όλο το Βασίλειο’.
Με άλλα λόγια, χρησιμοποιώντας οι νεοφιλελεύθεροι του σύριζα αυτή την μεταφορά, λένε ότι το περίσσευμα του προϋπολογισμού, είναι κάτι που θα ‘αποθηκευθεί’ και θα χρησιμοποιηθεί κάποτε στο μέλλον, όπως ακριβώς οι αποταμιεύσεις μιας οικογένειας, που θέλει να αγοράσει ένα αυτοκίνητο.
Αλλά αν η Κυβέρνηση ισχυριστεί ότι έχει πλεόνασμα Χ ευρώ, τότε θα πρέπει να δεχθεί ότι μείωσε τον πλούτο των πολιτών του κατά Χ ευρώ επίσης. Δηλαδή, ο πλούτος των πολιτών καταστράφηκε κατά Χ ευρώ, με στόχο την αύξηση των περισσευμάτων της κυβέρνησης, που δεν πάνε πουθενά, γιατί αν πήγαιναν κάπου, αυτό θα συνιστούσε δαπανη.
Συνεπώς το περίσσευμα της Κυβέρνησης, σημαίνει μείωση του πλούτου των πολιτών, μείωση της συνολικής δαπάνης, μείωση της απασχόλησης, αρνητική ανάπτυξη και επιπροσθέτως αύξηση των χρεών του ιδιωτικού τομέα. Με άλλα λόγια ο πλεονασματικός προϋπολογισμός, που επι της ουσίας οδηγείται σε πληρωμή τοκοχρεολυσίων, δεν συνεισφέρει στο θέμα της ανάπτυξης, αντίθετα φέρνει ύφεση, λιγότερο εκπαίδευση, κακή υγεία, κινέζικες αμοιβές και εξευτελιστικές συντάξεις.
2) Το δεύτερο επιχείρημα είναι επίσης λανθασμένο. Η αντίληψη ότι οι φορολογούμαστε για να χρηματοδοτούμε το κράτος είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Το κράτος φορολογεί όχι για να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες του, αλλά για να διατηρεί την άξια του νομίσματος του σταθερή, και να αναδιανέμει τον παραχθέντα πλούτο σύμφωνα με τα πολιτικα κριτήρια των πολιτών του. Ο ισχυρισμός ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού συνδέει σαν ‘γέφυρα’ τις γενεές με χρέη προς αποπληρωμή, είναι εξ ολόκληρου λανθασμένος. Η ευθύνη κάθε κράτους και κυβέρνησης είναι να φορολογεί και να δαπανά τόσο, όσο διατηρεί την πλήρη απασχόληση ανθρωπίνων και υλικών πόρων, πράγμα που δίνει στις επόμενες γενεές καλύτερη παιδεία, υγεία, συντάξεις και πλούτο.
3) Το τρίτο επιχείρημα είναι άθλιο. Στους σκοπούς του κράτους είναι η παροχή υπηρεσιών υγείας πρώτης τάξεως, και υψηλό επίπεδο ζωής σε όλους τους πολίτες. Η ικανότητα ενός κράτους και μιας κυβέρνησης να πετύχει αυτούς τους στόχους εξαρτάται από το κατά πόσο έχει τα μέσα να διατηρεί υψηλή επίπεδα απασχόλησης και παραγωγικότητας. Αν έχουμε τα μέσα, την γνώση και την τεχνολογική υποστήριξη να παράγουμε για τις ανάγκες των 11 εκατ. Ελλήνων τότε ερώτημα είναι άλλο. Το ερώτημα είναι, στους συνταξιούχους τι επίπεδο ζωής θέλουμε να προσφέρουμε; Πόση υγεία; Πόσα τρόφιμα; Τι διασκέδαση; Να έχουν ένα αυτοκίνητο; Να πάνε διακοπές; Να έχουν φάρμακα; Να έχουν ένα σπίτι; Να υπάρχουν τα Καπή; Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα που θα πρέπει να απαντηθεί. Πράγματι, αυτά που θα προσφέρουμε στους συνταξιούχους, είναι το πραγματικό κόστος μας ως κοινωνία και όχι πως αυτά θα πληρωθούν, αν η παραγωγή επαρκεί για τα 11 εκατ. Έλληνες.
4) Τέλος το τέταρτο επιχείρημα πάσχει υπό την έννοια ότι δεν μπορείς να στηρίξεις ένα σύστημα κοινωνικών παροχών στους χαμηλούς μισθούς μεταναστών και ότι εν πάση περιπτώσει αναζητάς την ξένη εργασία όταν η παραγωγή της οικονομίας τους έχει ανάγκη, οι δε ξένοι θα έλθουν, αφού ικανοποιήσουν τα κριτήρια που η κοινωνία θα θέσει.
Συνοψίζοντας μια χώρα που έχει το δικό της νόμισμα, η Κυβέρνηση της, έχει στη διάθεση της όλες εκείνες τις πολιτικές που την καθιστούν επικυρίαρχη και που μπορεί να οδηγήσει τον λαό στη ανάπτυξη, στην εργασία, να παράσχει εγγυημένα υψηλή παιδεία και υγεία, αξιοπρεπείς αμοιβές και συντάξεις και τέλος να διαγράψει κόκκινα δάνεια και να προστατεύει την περιουσία των πολιτών.
Μπορεί να ασκήσει πλήρη Δημοσιονομική Πολιτική, Νομισματική Πολιτική, Συναλλαγματική Πολιτική, Εμπορική-Δασμολογική Πολιτική και Εισοδηματική Πολιτική. Δεν είναι δυνατόν μόνο με την εισοδηματική πολιτική, που μονό αυτή την πολιτική ασκεί η κυβέρνηση
του σύριζα, όλους τους στόχους της ανάπτυξης να τους επιτύχει. Ιστορικά δεν έγινε ποτέ, γιατί επιστημονικά δεν στέκει.
Δυστυχώς οι Έλληνες υπό το κράτος του φόβου και χάριν του ευρώ, ψηφίσαν ενάντια στα συμφέροντα τους και ενάντια στην ευθύνη που τους αναλογεί να δώσουν στη νέα γενιά μα χώρα ευημερούσα και πολιτισμένη.
Φυσικά η ‘ανάγκη’ έρχεται πολύ γρήγορα, θα αναγκάσει πολλούς να αλλάξουν άποψη και εύχομαι η μετάβαση στη νέα μέρα της ελπίδας και της προόδου να μην γίνει με βίαιο τρόπο αλλά με σύνεση και σιγουριά.