του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Το κείμενό μου αυτό έχει μια «ιδιαιτερότητα»! Έχει κατά το κοινώς λεγόμενο «ρεπορταζιακό» χαρακτήρα! Ας μου επιτραπούν λοιπόν τα εξής:
Το ραντεβού κλείστηκε από κορυφαίο Καθηγητή (εν ενεργεία) της Δημόσιας Οικονομίας-Μακροοικονομίας, και κορυφαίο, επίσης, Δικαστικό Λειτουργό, ανωτάτου επιπέδου (συνταξιούχο και ήδη Eπίτιμο) του οποίου η σταδιοδρομία στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δημοσιονομικό Δικαστήριο της Χώρας (Ελεγκτικό Συνέδριο) ήταν υποδειγματική.
Ο συγκεκριμένος Δικαστικός Λειτουργός (φορέας και της αντίστοιχης επιστήμης του γαλλικού δημοσίου δικαίου), με τις εισηγήσεις και αποφάσεις του υποστηρίζω ότι λειτούργησε στη δογματική της απόλυτης ισορροπίας ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις, στην ευθύνη του υπολόγου διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και στα δικαιώματά του. Κυρίως όμως απένειμε δικαιοσύνη, δηλαδή δικαστική προστασία και δεν παραγνώριζε περιπτώσεις αδικιών ή εξωνομικών εκδοχών, τις οποίες και δεν αποδεχόταν. Υπερασπίσθηκε δε τόσο το δημόσιο συμφέρον όσο και τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών (π.χ. συνταξιοδοτικά δικαιώματα).
- η συνάντηση
Το ραντεβού κλείστηκε το περασμένο Σάββατο σε κεντρικό Ξενοδοχείο της πλατείας Συντάγματος. Η χαρά μου ήταν δεδομένη γιατί θα συναντούσα μετά από πολύ καιρό το συγκεκριμένο Δικαστικό Λειτουργό -με τον Καθηγητή έχω τακτικότερη επαφή.
Η συνάντησή μας αφορούσε σε πρωτοβουλία και των δύο που προαναφέρω προκειμένου να ανταλλάξουμε απόψεις για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση. Επειδή δε είναι αδύνατον μια τέτοια συνάντηση να μην παρέχει και ευκαιρίες για διεύρυνση εμπειριών, η συζήτησή μας εστίασε σε κρίσιμα ζητήματα όχι μόνο όσον αφορά στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, αλλά και σε «τεχνικά ζητήματα» που αφορούν στα δημόσια οικονομικά του κράτους, τη φορολογία, το φορολογικό δίκαιο και το δημοσιονομικό δίκαιο.
- η Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης
Στη συζήτηση αυτή κοινός τόπος ήταν ότι στη Διεύθυνση Γενικής Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών, ανήκει η αρμοδιότητα ώστε στο όνομα του Υπουργού των Οικονομικών η Υπηρεσία αυτή να ασκεί διαχειριστικό έλεγχο και έρευνα στις παντός είδους κρατικές επιχειρήσεις, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου εν γένει, στους δήμους, στους αυτόνομους οργανισμούς και στα ειδικά ταμεία.
Επίσης στα Όργανα του Υπουργείου Οικονομικών ανήκει η αρμοδιότητα να προβαίνουν σε έλεγχο κατά προτεραιότητα των επιχειρήσεων εκείνων με τις οποίες το Δημόσιο συνδέεται με συμβατική σχέση –κατά το μέρος κυρίως που αφορά στην εκτέλεση και στα συνομολογηθέντα της συμβατικής αυτής σχέσης. Ο έλεγχος δε αυτός των Οργάνων του Υπουργείου Οικονομικών μπορεί να εκτείνεται και σε ευρύτερης σημασίας διαχειριστικό έργο, δηλαδή μπορεί να γίνει έλεγχος που αφορά πράξεις αγαθοέργειας, κοινωφελή ιδρύματα, σωματεία, συλλόγους ή και άλλα μορφώματα ιδιωτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι ο έλεγχος αυτός αφορά επιχορηγήσεις του κρατικού προϋπολογισμού.
Τέλος επιβαλλόμενος είναι ο οικονομικός και διαχειριστικός έλεγχος στον οποιοδήποτε διαχειρίζεται με τον οποιοδήποτε τρόπο χρήματα, τίτλους ή υλικό του Δημοσίου.
- το δημόσιο χρήμα υπό τη στενή και ευρύτερη άποψη
Στη συζήτηση αυτή προδήλως υποστηρίχθηκε ότι το δημόσιο χρήμα δεν λαμβάνεται μόνο υπ’ όψιν με τη στενή του έννοια, δηλαδή δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ως χρήμα που διατίθεται στα διάφορα Όργανα που ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του κράτους. Το δημόσιο χρήμα λαμβάνεται υπ’ όψιν και με την ευρύτερη του έννοια και αφορά το χρήμα εκείνο που διατίθεται από τον κρατικό προϋπολογισμό εκτός του νομικού προσώπου του κράτους και των Υπηρεσιών που ανήκουν κατ’ ευθείαν σ’ αυτό και αφορά πιστώσεις, επιχορηγήσεις και άλλες δαπάνες σε εκτός του κράτους μορφώματα. Οι επιχορηγήσεις και οι δαπάνες αυτές ασφαλώς αφορούν (πρέπει να αφορούν) στοχευμένους κρατικούς σκοπούς ή άλλως να εξυπηρετούν ρυθμιστικές παρεμβάσεις του κράτους.
Στην προαναφερόμενη διαδικασία κυρίαρχη είναι η θέση του κύριου και δευτερεύοντος διατάκτη και του υπολόγου, καθόσον αφορά δημόσιους λειτουργούς εντεταλμένους για τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος.
Ειδικότερα ο δημόσιος υπόλογος ως δημόσιος λειτουργός είναι εντεταλμένος για την είσπραξη των εσόδων ή πληρωμή εξόδων του κράτους. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι υπόλογος θεωρείται και εκείνος ο οποίος χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση διαχειρίστηκε ή διαχειρίζεται χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκει στο κράτος (αφορά τον de facto υπόλογο).
Η διαφορά ανάμεσα στη φορολογία και στο δημόσιο λογιστικό είναι ότι το ιδιωτικό χρήμα μέσω του φόρου μετατρέπεται σε δημόσιο, ενώ όταν το δημόσιο χρήμα κατασπαταλάται παρανόμως λόγω παράβασης καθήκοντος για εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών, τότε το χρήμα αυτό από δημόσιο μετατρέπεται σε ιδιωτικό με καταδολίευση του δημοσίου συμφέροντος.
- οι πρόνοιες του δημοσιονομικού δικαίου
Σύμφωνα ακόμη και με τους κανόνες της κοινής πείρας είναι πλέον κοινή παραδοχή ότι έχει εξαντληθεί η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων, ιδιαιτέρως της μεσαίας τάξης, ενώ για τα κατώτερα στρώματα ούτε λόγος να γίνεται.
Ζήτημα επίσης εγείρεται και στο ότι: αν και υπάρχουν πρόνοιες μέσω των κανόνων της έννομης τάξης, εν τούτοις δεν φαίνεται να ασκείται σε βάθος και πλάτος έλεγχος της τύχης του δημοσίου χρήματος στα πλαίσια της δημοσιολογιστικής πρακτικής και κουλτούρας στην έκταση που επιβάλλεται! Και όμως ο τομέας των δημόσιων οικονομικών είναι ακριβώς ο κρίσιμος τομέας για τη συγκρότηση και λειτουργία του κράτους.
Η συζήτηση που προαναφέρω ήταν πολύ χρήσιμη γιατί κατέληξε και σε ορισμένα συμπεράσματα, όπως ότι: υπό την αιγίδα του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιβάλλεται η διενέργεια οικονομικού ελέγχου σε βάθος χρόνου τουλάχιστον δεκαετίας σε όλους τους διοικητικούς λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου αλλά και του ευρύτερου Δημόσιου τομέα που διαχειρίστηκαν ή διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Επίσης πρέπει να λάβει χώρα διαχειριστικός έλεγχος σε βάθος χρόνου με επίκεντρο και τις συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί. Δηλαδή θα πρέπει να ελεγχθούν οι «ποικιλόμορφοι φορείς» που αφορούν κρατικές επιχειρήσεις, οργανισμούς, ιδρύματα, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ, ΝΠΙΔ κλπ. με στοχευμένη έρευνα επί των συμβάσεων που αφορούν κυρίως έργα ή προμήθειες.
Συγκεκριμένα, θα πρέπει να υπάρξει σε βάθος έρευνα με απόλυτη προτεραιότητα ελέγχου των συμβάσεων εκείνων στις οποίες δόθηκαν εγγυητικές επιστολές του Ελληνικού Δημοσίου είτε αυτές έχουν καταπέσει, είτε όχι.
Το κρίσιμο όμως ζήτημα που εντόποισε η συζήτηση είναι ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις, εξ αιτίας των οποίων ο έλεγχος αυτός δεν είναι δυνατόν να λάβει χώρα. Εδώ η συμβολή του επίτιμου ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού ήταν καταλυτική. Υποστήριξε την άμεση εφαρμογή του Συντάγματος, δηλαδή ότι ο εν λόγω διαχειριστικός έλεγχος του δημοσίου χρήματος κατοχυρώνεται και επιβάλλεται από τη συνταγματική τάξη πρωτογενώς, σύμφωνα με το άρθρο 98 του Συντάγματος.
Τούτου δοθέντος υπέβαλα σχετικό ερώτημα για το εάν τούτα όλα τέθηκαν από τον συνομιλητή μου υπ’ όψιν των κρατικών λειτουργών κατά τη διάρκεια της θητείας του και έλαβα την απάντηση ότι τα προαναφερόμενα έχει θέσει (ματαίως όμως) υπ’ όψιν του Υπουργού Οικονομικών και συγκεκριμένα με το από 4/3/2010 υπ’ αριθμ. ΓΕΕ: 134 Αρ.Δ. 57 έγγραφό του υπό την ιδιότητά του ως του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αναφέρομαι στον Επίτιμο (σήμερα) Γενικό Επίτροπο Επικρατείας κ.Γεώργιο Σχοινιωτάκη. Το έγγραφο τούτο αξίζει να το εντοπίσει ο νυν Υπουργός Οικονομικών –εάν δεν έχει καταστραφεί!...
--------------------------------------------
*Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (E.C.H.R. & GC-EU) –βλ.: www.miliarakispetros.gr.