Ισλαμιστικό παραλήρημα υπέρ της Τουρκίας σε όλους τους αναθεωρητικούς κύκλους προκάλεσε η στρατιωτική ενέργεια, ενώ στην κοινή γνώμη των απανταχού μουσουλμάνων, ενισχύεται κάθετα – σε επικίνδυνα μετρήσιμο βαθμό – η αποδοχή του Ερντογάν ως του προσώπου φύλακα-προστάτη-τιμωρού.
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος – Αμυντικός αναλυτής
Η ρήξη με το Ισραήλ προκάλεσε ρίγη συγκίνησης, η οποία πλέον τείνει να λάβει διαστάσεις φρενίτιδας, καθώς η Τουρκία κατέκτησε ένα τριπλό ρεκόρ: Είναι η πρώτη ΝΑΤΟϊκή δύναμη η αεράμυνα της οποίας καταρρίπτει ρωσικό αεροσκάφος, είναι η πρώτη συμβολικά ισλαμική δύναμη που καταρρίπτει ρωσικό/χριστιανικό μαχητικό και τέλος είναι η πρώτη στρατιωτική πρόκληση κατά της Ρωσίας η οποία μένει ατιμώρητη, καθώς η όποια απάντηση της Μόσχας δεν περιλαμβάνει στρατιωτική δράση κατά των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο Ερντογάν αισθάνεται ότι το άστρο του μεσουρανεί στον γεωπολιτικό χώρο όπως αυτός έχει επισημανθεί από τον Νταβούτογλου, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής νέο-οθωμανικής πολιτικής. Το γεγονός που συνεχίζει ωστόσο να προκαλεί έκπληξη είναι ότι παρά τους βρυχηθμούς της ρωσικής αρκούδας, η στρατιωτική μηχανή της Τουρκίας δεν αναμένεται ότι θα υποστεί κανενός είδους άμεσο αντίποινο, μια εξέλιξη η οποία θα ενισχύσει την στρεβλωμένη τουρκική γεωστρατηγική οπτική και την αίσθηση του περιφερειακής υπερδύναμης τόσο στην Συρία, όσο και αλλού. Εμείς θα επισημάνουμε ότι η κατάρριψη ήδη αποτελεί case study για τα επιτελεία στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ, ενώ στο Τελ Αβίβ θα πρέπει να συζητείται πλέον σενάριο όπου στη θέση του ρωσικού βρίσκεται ένα ισραηλινό αεροσκάφος ή uav…
Το παραϊσλαμιστικό καθεστώς Ερντογάν-Νταβούτογλου προχώρησε σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τα διαθέσιμα στοιχεία σε μια προσχεδιασμένη ενέργεια, η οποία φέρει την σφραγίδα προγενέστερης απόφασης του Τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ). Η κατάρριψη εκτελέστηκε υπό συνθήκες απόλυτης πολιτικο-διπλωματικής επίγνωσης και ψυχραιμίας, με σκοπό να προκαλέσει εσκεμμένη κλιμάκωση της συριακής κρίσης.
Το τουρκικό ΣΕΑ μετά από την ανάλυση των γεωστρατηγικών δεδομένων του τελευταίου διμήνου, τα οποία έδειχναν την επικείμενη υποχώρηση του Daesh (Ισλαμικό Κράτος) από την ζωτικής σημασίας βορειοδυτική εδαφική ζώνη, έλαβε αφού ζύγισε όλες τις πιθανές παραμέτρους, μια ιδιαίτερα τολμηρή – πλην όμως επιτυχή, καθώς δεν επέσυρε ρωσική στρατιωτική αντίδραση – απόφαση, η οποία συγκροτεί πολυεπίπεδο μήνυμα με πολλούς αποδέκτες στο εξωτερικό και στο εσωτερικό.
Στόχος της παρούσας ανάλυσης δεν είναι να επικροτήσει ή να καταδικάσει την τουρκική ενέργεια, αλλά να επιχειρήσει μια αποκωδικοποίηση της τουρκικής αναθεωρητικής δυναμικής. Παράλληλα καταδεικνύουμε την αξία της γεωγραφίας στην συριακή κρίση, η οποία δύναται από μόνη της να μας βοηθήσει στην ασφαλέστερη εξαγωγή συμπερασμάτων.
Η μεθοδευμένη πρόκληση κατά της Ρωσίας εντάσσεται σε μια αλληλουχία αρνητικών προς τα τουρκικά ζωτικά συμφέροντα γεγονότων, τα οποία τείνουν να δημιουργήσουν μη αναστρέψιμα αποτελέσματα στην βόρεια και την βορειοδυτική Συρία, ένα γεωγραφικό σύμπλοκο περιοχών εντός του οποίου υφίστανται κουρδικές, συριακές, τζιχαντιστικές, καθώς και άλλων οργανώσεων (Al Nusra, Τουρκομάνοι) πολιτικοστρατιωτικές δομές.
Η ρωσική εμπλοκή σε συνδυασμό με τις δράσεις που έχουν ανακοινώσει κατά του Daesh οι ΗΠΑ και σχετικά πρόσφατα η Γαλλία και άλλες δυτικές χώρες, δημιούργησαν ένα «ασφυκτικό» περιβάλλον, από το οποίο αποκλείσθηκε κατηγορηματικά, η όποια τουρκική στρατιωτική επέμβαση. Οι Ρώσοι υποστηρίζουν την συριακή κυβέρνηση, ενώ οι ΗΠΑ και οι άλλοι δυτικοί σύμμαχοι ενισχύουν τους Κούρδους, τους Γιεζιντί εφοδιάζοντάς τους με όπλα και πυρομαχικά, ενώ αμφότερες (Ρωσία, ΗΠΑ) προσβάλλουν επιλεγμένους στόχους εντός μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης στην ΒΔ Συρία (βλ. χάρτης 1).
Η περιοχή μεταξύ της Jarabulus (δυτικά του Ευφράτη και της κουρδικής συμπαγούς εδαφικής ζώνης) έως τον ΒΔ απομονωμένο επίσης κουρδικό θύλακα πέριξ του Afrin, αποτελεί τον κύριο στόχο των επιθετικών ενεργειών των Κούρδων (YPG) όσο και της συριακής κυβέρνησης από την μια και συναντά την λυσσώδη άμυνα των μαχητών του Daesh της Al Nusra, των Τουρκομάνων από την άλλη. Η Τουρκία θεωρεί ορθώς ότι στην περίπτωση που η περιοχή πλάτους 100 km, την οποία ελέγχει ακόμη το Daesh και η Al Nusra, περάσει υπό τον έλεγχο των Κούρδων ή και των δυνάμεων που παραμένουν πιστοί στον Ασσαντ, τότε θα αποκοπεί κάθε κύρια οδός επικοινωνίας με τους τζιχαντιστές και το χειρότερο θα έχει αποτυπωθεί επί χάρτου μια νέα ευρύτατη γεωγραφική ζώνη υπό την πλήρη κυριαρχία των Κούρδων του YPG.
Η Άγκυρα σχεδίαζε από το 2014 στρατιωτική επέμβαση, η οποία παρά τη συγκέντρωση δυνάμεων και τις πομπώδεις προειδοποιητικές ανακοινώσεις ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Η αποκρυστάλλωση της στάσης των ΗΠΑ, η οποία έγινε με οδυνηρό τρόπο αντιληπτή από την Τουρκία, κατά τη διάρκεια της μεγάλης και νικηφόρας για τους Κούρδους μάχη στο Kombani (13/09/2014-15/03/2015), έδειξε ότι η νέα γεωστρατηγική παράμετρος που απορρέει από τη συνένωση των κουρδικών εδαφών και θυλάκων στην βόρεια Συρία, αποτελεί ευθεία και μείζονα απειλή για τα εθνικά της συμφέροντα.
Δεν θα πρέπει συνεπώς να προκαλεί μεγάλα ερωτηματικά η στήριξη την οποία συνεχίζει να παρέχει το παραϊσλαμιστικό καθεστώς των Ερντογάν-Νταβούτογλου στο Daesh, το οποίο μεταξύ άλλων λειτουργεί και ως ο χερσαίος στρατιωτικός βραχίονας των τουρκικών συμφερόντων κατά των Κούρδων της Συρίας και των εδαφικών προσαρτήσεών τους.
Συνεπώς οι ΗΠΑ στήριζαν και στηρίζουν ακόμη πιο έντονα τις κουρδικές γεωστρατηγικές βλέψεις σε ολόκληρη την βόρεια Συρία, στο πλαίσιο της εφαρμογής της δικής τους βραχυ-ιστορικής γεωστρατηγικής που αποσκοπεί στην τελική κατάτμηση του συριακού χώρου σε τρεις τουλάχιστον διαφορετικές εθνικο-θρησκευτικές επικράτειες. Η ανωτέρω εικόνα κατέστη ακόμη πιο δυσμενής όταν με αμερικανική συνεννόηση, επετράπη η ρωσική εμπλοκή.
Σε αυτό το σημείο φαίνεται πως το τουρκικό ΣΕΑ έκρινε πως τα χρονικά περιθώρια είχαν στενέψει σημαντικά και δεδομένου της έλευσης του Φθινοπώρου (συν την επί μηνιαίας βάσης αύξηση της κουρδικής ισχύος σε όπλα, εμπειρία, εκπαίδευση και την από αέρος βοήθεια των αμερικανικών κ.α. δυτικών μαχητικών), ένα μαζικό καίριο πλήγμα κατά της πλάτους 100 km «εξέχουσας» του Daesh, θα έπρεπε να αναμένεται με ολέθρια αποτελέσματα για τους «φυσικούς» συμμάχους των παραϊσλαμιστών της Άγκυρας.
Η επιτυχία του AKP στις εκλογές επιτάχυνε τις εξελίξεις και λειτούργησε ως καταλύτης. Η πρόκληση σοβαρής κρίσης ήταν μονόδρομος και απέμενε η μεθόδευση συν την κατάλληλη συγκυρία. Είχαν προηγηθεί εμπρηστικές δηλώσεις Ερντογάν μετά από την κατάρριψη του ρωσικού πολιτικού αεροσκάφους στο Σινά και η ομολογουμένως «βολική» επίθεση των τζιχαντιστών στο Παρίσι (βλ. http://www.defence-point.gr/news/?p=141233).
Γιατί όμως επελέγη ο συγκεκριμένος τρόπος (κατάρριψη) και ειδικά ένας ρωσικός στρατιωτικός στόχος; Χρησιμοποιώντας «το ξυράφι του Γουλιέλμου Όκαμ» είναι προφανές ότι τα μόνα μαχητικά που μπορούσαν να στοχοποιηθούν και να προσβληθούν ήταν εκείνα που δεν ανήκουν σε ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις (ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία κ.α.), επίσης δεν ανήκουν σε αραβικές χώρες που εμπλέκονται στον αγώνα κατά του Daesh (πλην Συρίας). Απέμειναν μόνο τα ρωσικά, καθώς τα ισραηλινά δεν έχουν – ακόμη – λόγο να εμφανιστούν.
Η Τουρκία αναζητούσε απεγνωσμένα ευκαιρία να δείξει τα δόντια της και να κάνει ισχυρή την παρουσία της στην Συρία, καθώς απαιτεί τη δημιουργία ζώνης ελέγχου/απαγόρευσης πτήσεων και επίσης μιας ζώνης ασφαλείας στο έδαφος. Απομένει ένα βασικό ερώτημα να απαντηθεί γιατί επελέγη η πρόκληση κατά της Ρωσίας, όταν είναι τοις πάσι γνωστό ότι οι σχέσεις Μόσχας-Αγκυρας είναι σκανδαλωδώς στενές κυρίως επί της γεωπολιτικής σκακιέρας με επίκεντρο την ενέργεια (διέλευση αγωγών, κατασκευή του πρώτου τουρκικού πυρηνικού εργοστασίου κ.α.) αλλά και τις ανθηρότατες διμερείς σχέσεις (τουρισμός, εμπόριο κλπ).
Την απάντηση δίνει η «γεωπολιτική ψυχολογία» που έχει αποκτήσει με την ανοχή όλων των δρώντων τα τελευταία 15 έτη η τουρκική ηγεσία. Όταν οι νέο-οθωμανοί παραϊσλαμιστές αναζητούν τρόπους να ανακαταλάβουν την Παλαιστίνη και να απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ βάζοντας απέναντί τους τον μοναδικό γεωστρατηγικό πρώην στενά συμμαχικό τους παράγοντα και όταν καταγγέλλουν συλλήβδην την Δύση στην ΕΕ της οποίας θέλουν να ενταχθούν (σ.σ. και από την οποία λαμβάνουν συνεχώς πολύμορφη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια και πολιτική υποστήριξη), ότι δρα μονομερώς κατά της ορθής πίστης και συμπεριφέρεται αντιμουσουλμανικά, αποκαλύπτεται ότι απαιτείται να ασχοληθεί επειγόντως ένας «γεωστρατηγικός ψυχολόγος» με το θέμα τους.
Η Μόσχα η οποία έχει νουθετήσει την Άγκυρα πως η Δύση επιθυμεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην Τουρκία μέσω του Κούρδων και πως συμμερίζεται τους φόβους και τις καχυποψίες του Ερντογάν, διέπραξε ένα σοβαρό σφάλμα στην μεταξύ τους σχέση, θεωρώντας πως οι παραϊσλαμιστές αντιλαμβάνονταν την στάση του προέδρου Πούτιν ως εκπορευόμενη από υψηλότερο γεωπολιτικό βάθρο. Ο ίδιος ο Πούτιν αναγνώρισε την εσφαλμένη εκτίμηση της τουρκικής συνεργασίας δηλώνοντας πως η κατάρριψη συνιστά: «Αδικαιολόγητη πισώπλατη μαχαιριά από αυτούς που θεωρούσαμε φίλους και εταίρους στον αντιτρομοκρατικό αγώνα».
Αντιθέτως οι Τούρκοι μάλλον υποτιμούν τις ρωσικές ικανότητες ενώ εκνευρίστηκαν όταν οι Ρώσοι ξεπέρασαν τα όρια της δράσης στην βόρεια Συρία, αποφασίζοντας να αντιδράσουν στρατιωτικά, γνωρίζοντας ότι η Μόσχα αν απαντούσε θα βρισκόταν αμέσως σε πιο δυσχερή θέση από την Άγκυρα. Η Ρωσία λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας και της συνεπακόλουθης αναγκαιότητας χρήσης της χερσονήσου της Ανατολίας, όπως και της Ανατολικής Θράκης, των Δαρδανελίων και των Στενών του Βοσπόρου, για την επικοινωνία (θαλάσσια, χερσαία, εναέρια) και ιδίως για την μεταφορά των ενεργειακών αγαθών, αναγκάζεται να «πληρώνει» διόδια στην δύναμη που ελέγχει τα προαναφερόμενα περάσματα.
Ο Πούτιν προσπαθεί να κατασκευάσει μια υπερδύναμη, όμως υπολείπεται σημαντικά των ΗΠΑ και έχει προκρίνει να συνάψει μια σχέση (σ.σ. εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε) με την Τουρκία, η οποία να υπακούει σε κανόνες ρεαλισμού και αναγκαίας συνύπαρξης. Αυτή είναι η ρωσική αχίλλειος πτέρνα, την οποία γνωρίζουν οι παραϊσλαμιστές (εξαρτώμενοι και εκείνοι…) και επέλεξαν να δοκιμάσουν την αντοχή μιας ειδικής σχέσης, η οποία θα αποτελέσει αιτία για την έναρξη ενός νέου αναγκαστικού αυτή την φορά διαλόγου με αντικείμενο, τον ρεαλιστικό επανακαθορισμό της.
Ήδη μπορεί μεν η Άγκυρα να πληρώνει κάποια penalties (εμπορικά, τουριστικά), αλλά η Μόσχα δεν ανακάλεσε τον πρέσβη της, ούτε και επέλεξε να προχωρήσει σε άλλη εμφανή ρήξη (π.χ. αναγνωρίζοντας και ενισχύοντας επίσημα οργανώσεις που η Άγκυρα θεωρεί τρομοκρατικές π.χ. ΡΚΚ), ενώ ουδέποτε σκέφθηκε σοβαρά την λήψη στρατιωτικών μέτρων. Η γεωγραφία θα κρατά πάντα τα κλειδιά της ρεαλιστικής επικοινωνίας μεταξύ των δύο ιστορικών αντιπάλων, την οποία και θα επιβάλλει, ακόμη και αν υπάρχει σοβαρή τριβή σε περιφερειακά ζητήματα.
Το μήνυμα της κατάρριψης έχει αποδέκτη επίσης την Αθήνα. Είναι σαφές ότι παρά την… έμμεση παρότρυνση του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ – ο οποίος αναφέρθηκε με συμπάθεια στις συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου από τουρκικά μαχητικά – να δράσουμε όπως οι Τούρκοι, η Αθήνα – και όσοι γνωρίζουν – πρέπει να αισθάνθηκε μια ανατριχίλα, σκεπτόμενη πως τον χορό των καταρρίψεων όπως και τα σκήπτρα στον ακήρυκτο πόλεμο στο Αιγαίο, άνοιξε κα τα κρατά αδιαφιλονίκητα η ΠΑ με τις καταρρίψεις των F-102 της THK το 1974 όσο και με το «ατυχές» συμβάν του Οκτωβρίου του 1996 κατά το οποίο απωλέσθη F-16 της THK.
Σημειώνεται. ότι η τουρκική πλευρά έχει κατηγορήσει επανειλημμένως την ελληνική, ότι μαχητικά μας παραβιάζουν τον εναέριο χώρο, αλλά – και εδώ είναι η λεπτομέρεια – δεν έχουν εξ όσων γνωρίζουμε ενεργοποιηθεί και ρητώς διαβιβασθεί ότι ισχύουν κανόνες εμπλοκής, κάτι που η τουρκική έπραξε από τις αρχές Οκτωβρίου και διεμήνυσε προειδοποιώντας όποιο άγνωστο ίχνος προερχόμενο από το συριακό FIR παραβιάσει τον τουρκικό εναέριο χώρο.
Δέκα έτη μετά από το επεισόδιο του Mavi Marmara η Άγκυρα αισθάνεται αυξημένη γεωπολιτική αυτοπεποίθηση και γεωστρατηγικά τόσο ισχυροποιημένη ώστε να αναλαμβάνει υπολογισμένα υψηλά ρίσκα. Η κατάρριψη του Su-24Μ έρχεται να προστεθεί στην κατάρριψη του τουρκικού F-4, δύο συμβάντα που ενισχύουν τη δυναμική και άλλων αντίστοιχων μελλοντικών στρατιωτικών ενεργειών. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι και τα δύο απολεσθέντα μαχητικά ανήκαν στη δεύτερη γενιά αεροσκαφών, δηλαδή στα αναβαθμισμένα απομεινάρια της δεκαετίας του 70 της εποχής του Ψυχρού Πολέμου (σ.σ. Cold και όχι… Frozen War).
Η Τουρκία απέδειξε για μια ακόμη φορά με τον πλέον επιτυχή όσο και άμεσο τρόπο ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις της χρησιμοποιούνται ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής και ότι γνωρίζει άριστα να πραγματοποιεί προβολή ισχύος όποτε κρίνεται αναγκαίο για την προάσπιση των ζωτικών της συμφερόντων.
Οφείλουμε να θυμίσουμε σε όσους τείνουν να ξεχνούν ότι η Τουρκία διαθέτει βαλλιστικούς πυραύλους εμβέλειας 900 km και ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα για την κατασκευή MRBM της τάξης των 2.500 Km. Όπως επίσης οι ανησυχίες ειδικών και ερευνητών για το πόσο κοντά βρίσκεται η Άγκυρα και αν ενδεχομένως κατέχει πυρηνικά όπλα από τρίτη ισλαμική χώρα.
Ας σκεφθούμε άπαντες – τόσο οι ευρισκόμενοι στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού – ότι η παραϊσλαμιστική Τουρκία θεωρεί τον εαυτό της ως εργαλείο του Θεού για την προώθηση του Ισλάμ στον κόσμο. Μήπως τότε είναι πιο εύκολο να κατανοήσουμε ότι τα όρια των ενδεχόμενων όπως και των δυνητικών στρατιωτικών δράσεων του αναθεωρητικού κράτους που δημιούργησαν, ενδυναμώνουν και ελέγχουν οι Ερντογάν-Νταβούτογλου, όχι απλά είναι ασαφή αλλά μάλλον δεν υφίστανται;…
defence-point.gr