του
Πέτρου Ι. Μηλιαράκη
Όσοι
δεν είναι «διχασμένοι», αλλά βλέπουν
την αυτή αυστηρή συγκρότηση σκέψης στο
αρχαίο ελληνικό κείμενο και στα
μαθηματικά, είναι οι τυχεροί που
ιδιαιτέρως έχουν ωφεληθεί από τη εγκύκλια
τους παιδεία.
Πρόδηλο
είναι ότι τα μαθηματικά, στη σωστή τους
εκδοχή, δεν
είναι τίποτα άλλο παρά συμβολικές
γλώσσες
για την περιεκτική, ακριβή και αδιάβλητη
περιγραφή προβλημάτων επί των οποίων
επιδιώκονται και επιτυγχάνονται λύσεις.
- μια αρχική προσέγγιση
Προσφάτως με
αναφορά στα μαθηματικά, γίνεται μια
εκτεταμένη προσφυγή στη θεωρία
παιγνίων (game
theory).
Η θεωρία αυτή έχει εισβάλει σε μια σειρά
από επιστήμες, όπως είναι η οικονομία,
η κοινωνιολογία, η πολιτική επιστήμη,
αλλά και η νομική!... Ομολογώ δε ότι έχω
αρκετά ασχοληθεί ως νομικός που λατρεύει
τα μαθηματικά με το συγκεκριμένο
αντικείμενο. Στο παρόν κείμενο επιχειρώ
να καταγράψω τα παρακάτω:
Η θεωρία
παιγνίων
είναι ουσιαστικά μια μαθηματική
μελέτη
που επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας
πετυχημένης στρατηγικής. Η στρατηγική
αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα
«παιχνίδι»,
όπου ο παίκτης δεν μπορεί να γνωρίζει
τις επιλογές των υπόλοιπων ανταγωνιστών
του, αλλά ασφαλώς επηρεάζεται από αυτές.
Επίσης στη θεωρία
περί των παιγνίων
θέση «παίκτη» μπορεί
να έχει ένα άτομο, μια συλλογικότητα
ατόμων, ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου ή
Ιδιωτικού Δικαίου και τέλος ένα Κράτος.
Δηλαδή, στις δύο πλευρές του «παιχνιδιού»
υφίστανται και δρουν φυσικά υποκείμενα
ή οργανωμένες οντότητες με αντιτιθέμενα
συμφέροντα. Είναι
σαφές δε ότι η κάθε πλευρά υπερασπίζεται
τα συμφέροντα της.
Βεβαίως η πρώτη
παρατήρηση που μπορεί να γίνει στο
ζήτημα της πολιτικής,
είναι ότι η θεωρία των παιγνίων δεν
μπορεί να αποτελεί ασφαλές «μοντέλο»,
καθόσον κατά κανόνα η μια πλευρά γνωρίζει
περίπου ή ακριβώς τις προθέσεις της
άλλης. Και αυτό με αποστασιοποιεί κατ’
αρχήν
στο κατά πόσο η θεωρία αυτή μπορεί να
επηρεάζει την πολιτική ή να εφαρμόζεται
στην πολιτική. Ωστόσο, είναι πολλοί
αυτοί που υποστηρίζουν την εισαγωγή
της «θεωρίας παιγνίων» και στην πολιτική.
Βεβαίως η θεωρία
παιγνίων
ξεκίνησε ως κλάδος της οικονομικής
επιστήμης (που
επηρεάζει την πολιτική)
με το ιστορικό βιβλίο των John
von Neumann
και Oskar
Morgenstern
με τίτλο «Theory
of Games and Economic Behaviour»
(1).
Υπ’ όψιν βεβαίως ότι η θεωρία αυτή έχει
επιβραβευθεί στο επίπεδο της
Σουηδικής
Ακαδημίας Επιστημών,
με το βραβείο Alfred
Bernhard
Nobel.
- η στρατηγική στο πλαίσιο της θεωρίας παιγνίων
Κατά
τη γνώμη μου η βασικότερη «αναπαράσταση»
ενός τέτοιου παιγνιδιού αφορά τη
στρατηγική (strategic)
που πρέπει να ακολουθήσει ο κάθε παίκτης.
Έτσι,
με βάση τη «στρατηγική» οι συμμετέχοντες
κάνουν την επιλογή τους μία
μόνο φορά
και ο κάθε «παίκτης» επιλέγει την
ενέργειά του «ταυτοχρόνως» με τους
υπολοίπους. Ένα τέτοιο μοντέλο μελέτης
γνωρίζει εκτεταμένη εφαρμογή την
τελευταία δεκαετία κυρίως στη βιομηχανική
οργάνωση (industrial
organisation)
και στο σχεδιασμό μηχανισμών (mechanism
design).
- κρατική διαπραγμάτευση και θεωρία παιγνίων
Ας
προσεγγίσουμε τώρα το ζήτημα της θεωρίας
παιγνίων με τη διαπραγμάτευση που
γίνεται σε κάποια ιστορική φάση σε
διακρατικό επίπεδο. Ήτοι, ας δούμε τη
διαπραγμάτευση μεταξύ δύο Κρατών ή
μεταξύ Κράτους και Διεθνούς Οργανισμού.
Στην
περίπτωση αυτή έχουμε παίγνιο δύο
παικτών (two-players-games).
Με πολύ δυσκολία θα μπορούσε κάποιος
να θεωρήσει ότι η θεωρία παιγνίων μπορεί
ad
hoc
να εφαρμοσθεί ως «μοντέλο»
στην περίπτωση αυτή.
Και
τούτο γιατί, κατά τρόπο αδιστάκτως
βέβαιον,
σ’ αυτές τις διαδικασίες υπεισέρχονται
διαφόρων τύπων παρεμβάσεις, ενώ κατά
κανόνα είναι γνωστές οι διεθνείς σχέσεις,
όπου υπεισέρχονται και άλλου «τύπου
παρεμβάσεις».
Ωστόσο,
για να μην απομακρυνόμαστε από τη «θεωρία
παιγνίων», ως αναλογική εφαρμογή στις
διεθνείς σχέσεις, ας δεχτούμε ότι και
οι δύο παίκτες είναι ορθολογιστές και
επιλέγουν στρατηγικές με σκοπό την
επίτευξη του μεγαλύτερου οφέλους-χρησιμότητας
(utility).
Με
βάση την προδιάθεση αυτή, αν και αμφότερα
τα μέρη του παιγνιδιού επιδιώκουν τη
μεγαλύτερη δυνατή υπέρ αυτών
αποτελεσματικότητα, εν
τούτοις
η θεωρία παιγνίων επιβάλει την εξασφάλιση
σημείου ισορροπίας
(saddle
point!...
κατά την κρατούσα ορολογία).
- η «θεωρία παιγνίων» ως ad hoc μοντέλο μεταξύ Κυβέρνησης και Θεσμών
Ασφαλώς
στις διεθνείς σχέσεις το σημείο ισορροπίας
είναι ευκταίο, όχι πάντοτε όμως, όταν
ένας λαός (όπως
ο Ελληνικός Λαός στην παρούσα ιστορική
φάση),
δέχεται από καθέδρας οικονομική
επιτήρηση.
Έτσι
εάν θεωρηθεί ότι το Δημοψήφισμα
του Ιουλίου 2015,
αφορούσε ένα παίγνιο (two-players-games),
είναι αντικείμενο ιδιαίτερης κριτικής
στο κατά πόσο από πλευράς του Ελληνικού
Κράτους ήταν γνωστές ή κατά προσέγγιση
γνωστές οι προθέσεις της άλλης πλευράς.
Επίσης άξιο επισημείωσης είναι κατά
πόσο με ορθολογικό τρόπο επελέγη η ορθή
στρατηγική του συγκεκριμένου παιγνίου
και κατά πόσο έγινε κατανομή πιθανοτήτων.
Κρίσιμη
παρατήρηση εν προκειμένω είναι ότι ένα
Δημοψήφισμα ή μια εκλογική διαδικασία
σε μια εσωτερική έννομη τάξη που αφορά
άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, δεν
μπορεί να είναι αντικείμενο παιγνίου
ή άλλως δεν μπορεί να είναι « μοντέλο»
εφαρμογής της «θεωρίας παιγνίων».
Ας
επανέλθουμε όμως στη «θεωρία παιγνίων»
και ας προσπαθήσουμε (με
όλες τις επιφυλάξεις κατά πόσο η θεωρία
αυτή αρμόζει ως ad
hoc
μοντέλο
που μπορεί να τύχει εφαρμογής σε μια
διακρατική διαπραγμάτευση)
να αναφέρουμε ως παράδειγμα τη
διαπραγμάτευση που λαμβάνει χώρα σήμερα
μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και
των εταίρων δανειστών.
Ας
δεχθούμε, με βάση τη «θεωρία παιγνίων»,
ότι αντικειμενικός σκοπός της κάθε
πλευράς είναι να μεγιστοποιήσει τα
κέρδη της, και της άλλης πλευράς να
ελαχιστοποιήσει τη ζημία της. Οι αυτές
αντιτιθέμενες θέσεις θα ισορροπήσουν
εκεί όπου αυτός που επιδιώκει μεγιστοποίηση
κερδών, θα συναντηθεί με αυτόν που
επιδιώκει ελαχιστοποίηση της μέγιστης
ζημίας του. Ουσιαστικά δηλαδή θα πρέπει
να εξισορροπήσουν
οι δύο αντιτιθέμενες πλευρές εκεί όπου
και οι δύο ελαχιστοποιούν τη μέγιστη
ζημία που μπορεί να υποστούν. Ο ακριβής
νομικός όρος αφορά την ισορροπία που
επιδιώκει η Αρχή
της Αναλογικότητας.
Στη
διαδικασία αυτή κάθε «παίχτης» (ή
άλλως το κάθε μέρος)
ακολουθεί με βάση κάποια κατανομή
πιθανοτήτων τις στρατηγικές του, ώστε
να μεγιστοποιήσει το ελάχιστο προσδοκώμενο
κέρδος του και να ελαχιστοποιήσει τη
μέγιστη προσδοκώμενη ζημία του. Αυτό
δε λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως των επιλογών
της άλλης πλευράς. Η κατανομή πιθανοτήτων
με βάση την οποία επιλέγεται αυτή η
στρατηγική, ονομάζεται μεικτή ή τυχαία.
Αναφέρομαι στην maximin-minimax
στρατηγική.
Και
για να καταλήξουμε στο σήμερα της
διαρκούς διαπραγμάτευσης της Κυβέρνησης
με τους Θεσμούς, με βάση την Αρχή της
Αναλογικότητας και τη στρατηγική
maximin-minimax,
αναζητώντας
την
μεγιστοποίηση
κερδών από την μια και την ελαχιστοποίηση
ζημίας από την άλλη, αβίαστο είναι το
συμπέρασμα ότι η ισορροπία
επιτυγχάνεται μόνο με τη διαγραφή
σημαντικού μέρους του χρέους!
Και ο
...νοών νοείτω!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
(1)
Βλ.
John
von Neumann και
Oskar Morgenstern,
Theory
of Games and Economic Behavior,
Princeton University Press, 1944.
Δημοσιεύθηκε στα "ΕΠΙΚΑΙΡΑ"