Του Γεωργίου Μάτσου
* Γεώργιος Ι. Μάτσος - Δ.Ν., Δικηγόρος
capital.gr
Η εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων από το ασφαλιστικό νομοσχέδιο ως δήθεν "ταφόπλακα" κλπ. της κυβέρνησης είναι κοινός τόπος, όμως θα αποδειχθεί μάλλον βεβιασμένη. Από την ακόλουθη ανάλυση καταδεικνύεται ότι οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί είναι μάλλον ευμενείς για μεγάλες κατηγορίες ασφαλισμένων, ιδίως, εκ πρώτης όψεως, για τους αυτοαπασχολουμένους.
Σύμφωνα με το δοθέν στη δημοσιότητα κυβερνητικό σχέδιο, οι εισφορές των αυτοαπασχολουμένων θα υπολογίζονται πλέον με βάση το μηνιαίο εισόδημα του ασφαλισμένου σε ποσοστό 20% επί του εισοδήματος για την κύρια ασφάλιση και 7,5% επί του εισοδήματος για την επικουρική ασφάλιση. Συνολικά δηλαδή οι αυτοαπασχολούμενοι θα πληρώνουν 27,5% του εισοδήματός τους ως ασφαλιστικές εισφορές. Ελάχιστο όριο μηνιαίου εισοδήματος επί του οποίου θα υπολογίζονται οι εισφορές, θα είναι ο βασικός μισθός των 586 ευρώ.
Το κυβερνητικό σχέδιο φέρνει πλήρη ανατροπή στον τρόπο ασφάλισης των αυτοαπασχολουμένων, που σήμερα υπάγονται στην ασφάλιση των ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ και ΟΓΑ: Αντικαθιστά το έως σήμερα ισχύον σύστημα των σταθερών και ανεξάρτητων από το εισόδημα ασφαλιστικών εισφορών, με σχεδόν απόλυτα μεταβλητές ασφαλιστικών εισφορών. Παράλληλα, ενισχύεται ο αναδιανεμητικός του χαρακτήρας και δημιουργούνται ερωτηματικά ως προς τη δυνατότητα διατήρησης των ανταποδοτικών στοιχείων που ενυπήρχαν έως σήμερα στην κοινωνική ασφάλιση των αυτοαπασχολουμένων.
Το πρώτο και κύριο άμεσο συμπέρασμα είναι ότι η μεγάλη μάζα των αυτοαπασχολούμενων ασφαλισμένων μάλλον ευνοείται από το νέο σύστημα, καθώς θα οδηγηθεί σε μείωση των καταβλητέων ασφαλιστικών εισφορών. Έστω ως παράδειγμα οι υποχρεώσεις ενός δικηγόρου (όπως ο γράφων) ασφαλισμένου μετά το 1993. Οι συνολικές ασφαλιστικές εισφορές του γράφοντος για το έτος 2015 ανέρχονταν σε 4.201,80 ευρώ. Υπολογιζόμενες αντιστρόφως με συντελεστή 27,5%, οι εισφορές αυτές αντιστοιχούν σε εισόδημα ύψους 15.279,27. Όσοι δικηγόροι έχουν εισόδημα χαμηλότερο από αυτό το όριο θα ωφεληθούν, ενώ όσοι έχουν υψηλότερο θα βλαφθούν από το νέο σύστημα.
Το δεύτερο άμεσο συμπέρασμα είναι ότι η σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα αποτελεί υπέρογκη επιπλέον επιβάρυνση κάθε εσόδου, ίση σχεδόν με τη φορολογία με συντελεστή 29%. Σε σύνολο 100 ευρώ που θα εισπράττει ένας ελεύθερος επαγγελματίας, τα 18,70 ευρώ θα είναι ο αναλογών ΦΠΑ, το 27,5% αυτού του ποσού (ήτοι, 22,36 ευρώ) θα είναι η ασφαλιστική εισφορά, εν συνεχεία το 29% του απομένοντος ποσού (ήτοι, 17,09 ευρώ) θα είναι ο φόρος εισοδήματος. Και εάν ο φορολογούμενος πρέπει να πληρώσει και προκαταβολή φόρου ύψους 100%, θα επιβαρύνεται με άλλα 17,09 ευρώ φόρου εισοδήματος. Σύνολο φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων ανά 100 ευρώ εσόδων: 75,24 ευρώ. Απομένον καθαρό ποσό για τον αυτοαπασχολούμενο: 24,76 ευρώ!
Για να φθάσει δηλαδή ένας ελεύθερος επαγγελματίας να του απομένουν τα περίπου 494 ευρώ του ισχύοντος καθαρού κατώτατου μισθού, θα πρέπει να εισπράττει 1.995,13 ευρώ το μήνα. Ας μην συνυπολογισθούν καν τα έξοδα διατήρησης γραφείου και οι λοιπές δαπάνες ενός ελεύθερου επαγγελματία.
Το τρίτο συμπέρασμα από τον παραπάνω υπολογισμό είναι ότι ο φοροδιαφεύγων αμειφθήσεται με τετραπλασιασμό του διαθέσιμου εισοδήματός του, ενώ ο φορολογικά συνεπής θα βλαφθεί αντιστρόφως εξίσου. Η φοροδιαφυγή δεν θα είναι πια απλώς συμφέρουσα, αλλά όρος επιβίωσης των αυτοαπασχολουμένων. Νέες μέθοδοι φοροδιαφυγής θα εξευρεθούν, η διαφθορά των ελεγκτικών υπηρεσιών με (πραγματικό πλέον) άλλοθι την επιβίωση των ελεγχομένων θα εκτοξευθεί, ενώ και η συμμετοχή των καταναλωτών στις πράξεις φοροδιαφυγής θα καταστεί ένα είδος επιβεβλημένου κοινωνικού καθήκοντος, όσο και εάν προσπαθήσει ο κ. Αλεξιάδης να καθιερώσει το πλαστικό χρήμα στις συναλλαγές.
Το τέταρτο συμπέρασμα είναι πολιτικής φύσεως και σχετίζεται με την αρχική τοποθέτηση του παρόντος άρθρου: Η μεγάλη μάζα των αυτοαπασχολουμένων εισπράττει σήμερα έσοδα τόσο χαμηλά, που το νέο σύστημα θα οδηγήσει σε μείωση των ασφαλιστικών τους επιβαρύνσεων, ανερχόμενη σε πολλές περιπτώσεις σε χιλιάδες ευρώ. Αυτό θα καταστήσει μια μεγάλη μάζα εκλογέων ιδιαίτερα ευχαριστημένη με τη σημερινή κυβέρνηση. Αλλά και όσοι έχουν μεσαία εισοδήματα, εάν εντέλει κατορθώσουν την φοροδιαφυγή ή φοροαποφυγή, θα οδηγηθούν και αυτοί σε μείωση των ασφαλιστικών τους επιβαρύνσεων.
Το πέμπτο συμπέρασμα είναι οικονομικής φύσεως: Με δεδομένα τα παραπάνω περί σχεδιαζόμενης νομοθετικής μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των περισσότερων αυτοαπασχολουμένων, αλλά και την επιπλέον μείωση των ασφαλιστικών (και φορολογικών) εσόδων που θα προκαλέσει η επιπλέον φοροδιαφυγή (που θα είναι πλέον ταυτόχρονα και εισφοροδιαφυγή), είναι απορίας άξιο πώς σχεδιάζει να στηρίξει η κυβέρνηση το καταρρέον (κατά τον πρωθυπουργό) ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Υπολογίζει η κυβέρνηση να εισπράξει επιπλέον έσοδα λόγω της αύξησης της δυνατότητας πληρωμής εκ μέρους των αυτοαπασχολουμένων που θα επιφέρει η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών; Ενδέχεται, αντιθέτως, η μείωση των εκκρεμών υποχρεώσεων μέχρι και να ενισχύσει τη νοοτροπία "δεν πληρώνω".
Η σχεδιαζόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με την ολοσχερή ποινική και σχεδόν ολοσχερή διοικητική αποποινικοποίηση της "μικρής" φοροδιαφυγής, μπορεί να δώσει στην κυβέρνηση μια ανορθόδοξη διέξοδο στην πολιτική πίεση που δέχεται από τους επίσημους δανειστές της χώρας για επίλυση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας. Τούτο βέβαια θα συμβεί, μόνον εάν προηγουμένως μπορέσει να πείσει τους δανειστές για την ορθή κοστολόγηση της προτεινόμενης μεταρρύθμισης. Αυτό, εκ πρώτης όψεως, κάθε άλλο παρά βέβαιο μπορεί να θεωρηθεί.
Βέβαιο είναι ότι η δραστική ανατροπή των κανόνων του παιχνιδιού της ιδιωτικής οικονομίας θα έχει συνέπειες εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθούν. Πέρα από όσες επισημαίνονται αναλυτικώς παραπάνω, η σημαντικότερη συνέπεια σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο θα είναι η ολοσχερής οικονομική ποινικοποίηση της ατομικής προόδου των πολιτών εντός του νόμιμου οικονομικού συστήματος. Αν και τούτο ευχερώς συμβιβάζεται με τη μαρξιστική προσέγγιση των πραγμάτων, που εμφανώς διέπει τον κυβερνητικό σχεδιασμό στο ασφαλιστικό, δεν είναι εντούτοις καθόλου βέβαιο ότι συμβιβάζεται με τις βαθύτερες προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας.
* Γεώργιος Ι. Μάτσος - Δ.Ν., Δικηγόρος
capital.gr