Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, ύστερα από δεκαετίες πολιτικής εκμετάλλευσης, κρατικής παρέμβασης και ευνοιοκρατικού καπιταλισμού, είναι στα πρόθυρα κατάρρευσης. Το σύστημα μαστίζεται από μια μη βιώσιμη ποσόστωση εργαζομένων και συνταξιούχων, την ενδημική διαφθορά, καθώς και τις μεγάλες οικονομικές απώλειες από τις επενδύσεις στις ελληνικές τράπεζες και τα κρατικά ομόλογα. Για να διατηρήσει ένα μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, η ελληνική κυβέρνηση έχει καλύψει το κενό με 216 δισεκατομμύρια επιχορηγήσεων από το 2000.
Το καλοκαίρι του 2015, η «τρόικα» (που αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κομισιόν, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) ζήτησε επιπλέον μεταρρυθμίσεις στις ελληνικές συντάξεις, σε αντάλλαγμα για την συνεχή οικονομική της βοήθεια μέσω του προγράμματος διάσωσης. Η ελληνική κυβέρνηση έχει παρουσιάσει ένα πακέτο ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο εξετάζεται αυτή τη στιγμή από τους ευρωπαίους υπουργούς. Είναι πιθανό οι μεταρρυθμίσεις επί των συντάξεων να περάσουν από την ελληνική Βουλή αργότερα αυτόν τον μήνα, όμως τα υποκείμενα, βαθιά προβλήματα δε θα λυθούν. Οι μεταρρυθμίσεις, παρ’ ότι πολιτικά εξαιρετικά επώδυνες, δε θα κάνουν τίποτα για να ελαφρύνουν την ελληνική κρίση.
Η ελληνική ανεργία βρίσκεται κοντά στο 25% και η ανεργία των νέων σχεδόν στο 50%. Η τεράστια αύξηση της ανεργίας μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης έχει, εν μέρει, οδηγήσει σε μια κρίση στην αναλογία μεταξύ των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Σύμφωνα με την ελληνική στατιστική υπηρεσία ΕΛΣΤΑΣ, υπάρχουν μόλις 3,67 εκατομμύρια εργαζόμενοι για 2,66 εκατομμύρια συνταξιούχων στην Ελλάδα, αφήνοντας τη χώρα με έναν λόγο εργαζομένων προς συνταξιούχους μόλις 1,38. Για λόγους σύγκρισης, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει σχεδόν το διπλάσιου αυτού, στο 2,75, με 31,3 εκατομμύρια εργαζομένων και 11,4 εκατομμύρια συνταξιούχων.
Τα εγχώρια στοιχεία παρουσιάζουν επίσης μια διαφωτιστική εικόνα του παραφουσκωμένου συστήματος που κοντεύει να βγει εκτός ελέγχου. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν πως οι παρούσες πληρωμές των ελληνικών συντάξεων αγγίζουν τα 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ, που αντιστοιχεί σε 29 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, σε μια χώρα με ΑΕΠ περίπου 216 δισεκατομμυρίων ευρώ για το 2014. Υπολογίζεται επίσης πως η ελληνική κυβέρνηση έχει επιχορηγήσει το συνταξιοδοτικό σύστημα με 216 δισεκατομμύρια ευρώ χρηματοδότησης από το 2000, και περισσότεροι από 417.000 άνθρωποι στην Ελλάδα – ξεπερνώντας το 15% των ελλήνων συνταξιούχων – έχουν πρόσβαση σε τρεις ή περισσότερες συντάξεις.
Μεταξύ του 2010 και του 2014, οι έλληνες συνταξιούχοι δέχτηκαν μια μέση περικοπή 27% στις συντάξεις τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, παρ’ όλα αυτά, το 2012, η Ελλάδα εξακολουθούσε να δαπανά 17,7% του ΑΕΠ τις στο ασφαλιστικό σύστημα – το υψηλότερο μερίδιο σε ολόκληρη την ΕΕ. Επιπλέον, τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες συνεχίζουν να ζημιώνονται από το ασφαλιστικό σύστημα. Υπολογίζεται πως η υποχρεωτική ασφαλιστική εισφορά στοιχίζει περίπου το 40% του μισθολογικού κόστους ενός εργοδότη. Για παράδειγμα, για μια επιχείρηση που απασχολεί έναν μόνο υπάλληλο με τον βασικό μισθό των 517 ευρώ τον μήνα, η εταιρεία θα πρέπει να πληρώνει ασφαλιστικές παροχές 40%, που αντιστοιχούν σχεδόν σε 250 ευρώ τον μήνα.
Μέχρι πρόσφατα, υπήρχαν περισσότερα από 200 υποχρεωτικά ασφαλιστικά προγράμματα, διαχωρισμένα κατά επάγγελμα ή δημοσιονομική δραστηριότητα, με διαφορετικά κόστη και οφέλη για τα μέλη τους. Από το 1997, τα ασφαλιστικά ταμεία ήταν υποχρεωμένα να επενδύουν 77% του χρηματοδοτούμενου τμήματος σε ένα κοινό κεφαλαιακό απόθεμα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτά στη συνέχεια επενδύονταν σε ομόλογα του ελληνικού κράτους, γνωστά ως έντοκα γραμμάτια.
Οι πολιτικών κινήτρων πιέσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία για να επενδύσουν σε ελληνικά κρατικά ομόλογα και σε ελληνικές τράπεζες οδήγησαν σε καταστροφικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένων:
· Οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι δέχτηκαν απώλειες περίπου 10 δισεκατομμυρίων ευρώ στην αναδιάρθρωση του χρέους τον Μάρτιο του 2012, όταν η αξία κάποιων ελληνικών ομολόγων περικόπηκε κατά 50%. Το ποσό αντιστοιχεί στο 4,6& του ΑΕΠ της χώρας το 2011.
· Τα ασφαλιστικά ταμεία δέχτηκαν επίσης απώλειες από την κατάρρευση των τραπεζικών μετοχών. Για παράδειγμα, το ασφαλιστικό ταμείο των πολιτικών μετοχών επένδυσε στην ανακεφαλαιοποίηση της Attica Bank με 374 εκατομμύρια ευρώ. Η μετοχή της Attica Bank έπεσε κατά σχεδόν 30% σε μία ημέρα του Αυγούστου του 2015. Επιπλέον, η τιμή των μετοχών των περισσότερων ελληνικών τραπεζών έχει επίσης καταρρεύσει: η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος έχει δει την τιμή της μετοχής της να πέφτει από τα 21,65 ευρώ που ήταν πριν από 12 μήνες, στα 0,29 cents σήμερα, ενώ αυτή της Πειραιώς έχει πέσει από τα 95,90 ευρώ στα 0,24 κατά την ίδια περίοδο.
Η διαφθορά και ο κρατισμός αποτελούν επίσης μεγάλο πρόβλημα για το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα. Για παράδειγμα, κατά την τελευταία δεκαετία, το ελληνικό κράτος έχει επιχορηγήσει τις συντάξεις του ταμείο των Δημόσιων Επιχειρήσεων Και Οργανισμών με 600 εκατομμύρια ευρώ για περίπου 22.000 συνταξιούχους, με αντίστοιχο κόστος 8% των ετήσιων φορολογικών εσόδων. Υπάρχει επίσης το παράδειγμα της δημόσιας εταιρείας τηλεπικοινωνιών ΟΤΕ – όπου η ελληνική κυβέρνηση απορρόφησε το κόστος της συνταξιοδότησης 5.500 εργαζομένων, από τους οποίους 2.500 συνταξιοδοτήθηκαν σε μέση ηλικία 48 ετών, έχοντας ως αποτέλεσμα μια απώλεια για το κρατικό ασφαλιστικό ταμείο ενός δισεκατομμυρίου ευρώ περίπου. Παρομοίως, το πλεόνασμα ενός μεγάλου αριθμού τραπεζικού προσωπικού που βγήκε στη σύνταξη ύστερα από πολιτικά επιβεβλημένες συγχωνεύσεις αντιμετωπίστηκε με το κράτος να αναλαμβάνει 3 δισεκατομμύρια ευρώ συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων.
Παρά τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, παραμένει σχετικά εύκολο να βγει κανείς πρόωρα στη σύνταξη. Το σχεδιάγραμμα 3 δείχνει πώς το ποσοστό των ανθρώπων ηλικιών 55 έως 64 ετών που εργάζονται στην Ελλάδα ήταν μόλις 36% το 2013. Αυτό αντιστοιχεί περίπου στο μισό του επιπέδου που παρατηρείται στη Σουηδία.
Σε ότι αφορά τις μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού, η τρόικα απαίτησε τα ασφαλιστικά ταμεία να μην έχουν ελλείμματα μεγαλύτερα των 750 εκατομμυρίων ευρώ το 2015, και μηδενικό έλλειμμα για το 2016. Ωστόσο, το ασφαλιστικό έλλειμμα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στα 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2015 και προβλέπεται να φτάσει τα 2,19 δισεκατομμύρια ευρώ το 2016. Η αποτυχία της ελληνικής κυβέρνησης να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της τρόικας για τις συντάξεις ακολουθεί μια σειρά άλλων αποτυχιών. Για παράδειγμα, η τρόικα έχει θέσει έναν στόχο 50 δισεκατομμυρίων ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις, όμως η πρόοδος προς την επίτευξη αυτού του στόχου είναι επώδυνα αργή. Μέχρι το πρώτο τετράμηνο του 2015, οι απολαβές αυτού του ταμείου μετρούσαν μόλις 3,2 δισεκατομμύρια, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Με βάση αυτόν τον ρυθμό προόδου, θα χρειαστούν 100 χρόνια για να συλλεχθούν 50 δισεκατομμύρια ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις.
Η μεταρρύθμιση του συστήματος συλλογής φόρων της Ελλάδας ήταν επίσης ελλιπής. Υπολογιζόταν το 2009 πως διαφεύγοντα φορολογικά έσοδα είχαν ύψος 36,8 δισεκατομμυρίων ευρώ ή 15,9% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την ετήσια αναφορά του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου. Η ελληνική κυβέρνηση υποσχέθηκε να λύσει αυτό το πρόβλημα ξεκινώντας μιαν απλοποίηση του φορολογικού κώδικα. Από τότε, ωστόσο, η φορολογική περιπλοκότητα έχει αυξηθεί σημαντικά, και όχι μειωθεί. Στην εργασία «Πέντε χρόνια ελληνικής κρίσης», το Greek Liberties Monitor επισημαίνει πως οι λογιστές έπρεπε να εφαρμόζουν μία νέα οδηγία από το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών κάθε εργάσιμη ημέρα από το 2011.
Όπως μπορούμε να δούμε παραπάνω, το ελληνικό ασφαλιστικό πρόγραμμα είναι στην πράξη χρεοκοπημένο, πολύ ακριβό και παρ’ όλα αυτά πληρώνει όλο και λιγότερα σε αυτούς που αναγκάστηκαν να συμβάλουν σημαντικά για πολλά χρόνια. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι που θα πρέπει να εξεταστούν οι μεταρρυθμίσεις της τρόικας.
Ως προϋπόθεση του Μνημονίου, η Ελλάδα υποχρεούται να περάσει ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις για να μειώσει τις κρατικές δαπάνες κατά επιπλέον 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ. οι προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης έχουν υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εξετάζονται αυτή τη στιγμή.
Αυτές είναι αρχικές προτάσεις από την ελληνική κυβέρνηση, με τον έλληνα υπουργό Οικονομικών να έχει πραγματοποιήσει συναντήσεις με τους ευρωπαίους ομολόγους του πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup της Πέμπτης, 14 Ιανουαρίου. Η ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να θέσει τις μεταρρυθμίσεις στη Βουλή μεταξύ 20 και 24 Ιανουαρίου.
Διαρροές των προτάσεων υποδεικνύουν πως θα υπάρξουν σοβαρά προβλήματα. Αυτές συμπεριλαμβάνουν υπερβολικές επιβαρύνσεις για τους αυτοαπασχολούμενους, τεράστιες αυξήσεις στις εισφορές των αγροτών και την απουσία ανάλυσης κόστους και οφέλους των προτάσεων. Είναι κατά συνέπεια πιθανό οι προτάσεις αυτές να αραιωθούν σημαντικά προτού φτάσουν επίσημα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Επιπλέον, νέες λαϊκές αντιδράσεις ενάντια σε επιπλέον περικοπές έχουν ήδη ξεκινήσει, και αναμένεται να χειροτερεύσουν.
Ωστόσο, θα δεχτεί η τρόικα αραίωση των μεταρρυθμίσεις. Εικάζεται πως η τρόικα είναι, λογικά, ανήσυχη με την απουσία έρευνας εφαρμοσιμότητας που να συνοδεύει τις προτάσεις. Οι ουσιαστικές ανησυχίες της συμπεριλαμβάνουν τις επιβαρύνσεις που προτείνονται για τους νέους συνταξιούχους, τη συνέχιση της επικουρικής σύνταξης που θεωρείται μια μη βιώσιμη πολυτέλεια, την προστασία ειδικών ομάδων συμφερόντων, και κατά πόσο τα 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ αποταμιεύσεων θα αναγνωριστούν. Την ίδια στιγμή, ένας βαθμός έλλειψης ρεαλισμού διατρέχει αυτές τις συζητήσεις: η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει πως οι αντιδράσεις της τρόικας ήταν θετικές.
Το κατά πόσο τα ελληνικά συνταξιοδοτικά προγράμματα θα επανέλθουν ποτέ σε οτιδήποτε που να θυμίζει βιωσιμότητα είναι αμφισβητήσιμο – και ένας από τους λόγους είναι η απουσία πολιτικής ηγεσίας για την ανάγκη και την κατεύθυνση της μεταρρύθμισης, μαζί με την εξαιρετική λαϊκή αντίθεση στις προτάσεις περί νέων περικοπών σε σημερινές ή μελλοντικές πληρωμές.
Τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της Ελλάδας συνεχίζουν να οδηγούν σε δυσάρεστα συμπεράσματα. Μαζί με την κρίση του ασφαλιστικού, ο όγκος του χρέους βρίσκεται σχεδόν στο 180% του ΑΕΠ, οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν πέσει στο μισό από το 2008 και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών αντιστοιχούν περίπου στο 50%. Οι κοινωνικές συνέπειες της επιμονής της ανεργίας κοντά στο 25% και της ανεργίας των νέων στο 50% κάνουν την εικόνα ακόμη πιο ζοφερή. Οι επιχειρήσεις βρίσκονται επίσης σε φυγή – υπολογίζεται πως 60.000 ελληνικές επιχειρήσεις έχουν ανοίξει στη Βουλγαρία μετά τον Ιούνιο του περασμένου έτους.
Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει πλειοψηφία μόλις τριών εδρών και τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντιτίθενται στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι αναλυτές πιστεύουν πως ένα συμβιβαστικό νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό είναι πιθανό να περάσει από την ελληνική Βουλή. Ωστόσο, τα θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία και η καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα σημαίνει πως η κρίση είναι πολύ μακριά από τέλος της και πως το μέλλον της χώρας στην ευρωζώνη παραμένει υπό αμφισβήτηση.
Η Ελλάδα παραμένει παγιδευμένη μεταξύ της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Η λογική θα υποδείκνυε πως η Ελλάδα θα έπρεπε να βγει από το ευρώ, με μια ταυτόχρονη, μεγάλη υποτίμηση. Ωστόσο, οι άμεσες συνέπειες της εξόδου από το ευρώ θα ήταν καταστροφικές. Για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει μια τεράστια εξάρτηση από την εισαγωγή πρώτων υλών και ένα εμπορικό έλλειμμα 27 δισεκατομμυρίων δολαρίων – κάτι που δύσκολα θα αντέξει με ένα υποτιμημένο νόμισμα που θα έκανε τις εισαγωγές πιο ακριβές.
Υπάρχει επίσης το ερώτημα ποιον εμπιστεύεται λιγότερο ο ελληνικός λαός: τους δικούς του πολιτικούς ή την τρόικα. Το τελικό ερώτημα θα πρέπει να είναι πώς θα επιλυθεί ένα οικονομικά μη βιώσιμο status quo που είναι πολιτικά αδύνατον να μεταρρυθμιστεί. Αυτό θα είναι το υποκείμενο μοτίβο της τελευταίας πράξης της σημερινής ελληνικής τραγωδίας.