Της Δήμητρας Ρετσινά– Φωτεινίδου
φιλολόγου – ΜΑ. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
φιλολόγου – ΜΑ. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
Οι τρεις αιώνες 8ος, 9ος και 10ος της Βυζαντινής Χιλιετίας αποτελούν μια από τις πιο ταραγμένες και ένδοξες περιόδους της βυζαντινής ιστορίας, κατά την οποία ο βυζαντινός πολιτισμός ανέπτυξε την ιδιοπροσωπία του. Τα ειδικά γνωρίσματα της πνευματικής κίνησης αυτής της εποχής διαμορφώθηκαν έπειτα από τη διαμάχη των Εικονομάχων εναντίον των Εικονολατρών και τη νίκη των τελευταίων, από τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγαν οι αυτοκράτορες Ίσαυροι στο Δίκαιο (Εκλογή λέγεται το νομοθετικό έργο αυτών) με μετατροπές προς το «φιλανθρωπότερον» και τη στροφή στην πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία, που εισάγονται στη χριστιανική θεολογία από τους λογίους της εποχής. Εκτός από τις εσωτερικές έριδες, οι εξωτερικοί εχθροί του Βυζαντίου, Άραβες, Βούλγαροι, Σλάβοι κ.ά. συνέχιζαν απτόητοι τις επιθέσεις των, γεγονός που ενίσχυσε τους δεσμούς των Βυζαντινών με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και τους κατέστησε θεματοφύλακες της κληρονομιάς αυτής.
Ο αγώνας κατά των αιρέσεων και των εικονοκλαστών έκανε ολοένα και περισσότερο επιτακτική την ανάγκη της συστηματικής έκφρασης της ορθόδοξης πίστης. Κυριότερος εκφραστής του βυζαντινού σχολαστικισμού υπήρξε ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Η ορθοδοξία, σταθερά συγκροτημένη, κατακτά τη βυζαντινή ψυχή, καθώς συνδέει τα λαϊκά με τα θρησκευτικά στοιχεία. Στη θεολογία η βυζαντινή σκέψη επιχειρεί τη συμμαχία με τον πλατωνισμό και τον αριστοτελισμό, τους οποίους εισάγει στον χριστιανισμό. Ο συνδυασμός αυτός δεν περιορίζεται στον τομέα της θεολογίας αλλά επεκτείνεται στην επίσημη εκπαίδευση. Στην Ανώτερη Σχολή της Κωνσταντινούπολης, που αναδιοργάνωσε ο Καίσαρ Βάρδας (9ος αιών), διδάσκονταν οι επτά κύριες επιστήμες – τέχνες σύμφωνα με το εθνικό σύστημα της τριάδος και της τετρακτύος. Διδάσκονταν επίσης η φιλοσοφία και οι κλασικοί συγγραφείς, κάτι που αποτελεί ένα νέο στοιχείο του βυζαντινού ανθρωπισμού, με την αρχική έννοια του όρου, στροφή δηλαδή προς τους κλασικούς συγγραφείς. Η αγάπη αυτή έκανε πιο έντονη την προσπάθεια να διατηρηθούν οι θησαυροί των αρχαίων με νέες εκδόσεις, δηλαδή αντιγραφές, τις οποίες ανέλαβαν τα μοναστήρια. Μεταξύ των ασχολιών των μοναχών του περίφημου μοναστηριού της Κωνσταντινούπολης, της «Μονής του Στουδίου», περιλαμβανόταν, σύμφωνα με τον αυστηρό κανονισμό του Θεόδωρου Στουδίτη (9ος αι.), η αντιγραφή των χειρογράφων. Ο Θεόδωρος, από τους κύριους υπερασπιστές της ορθοδοξίας, υπήρξε ο πρώτος που οργάνωσε τη βιβλιοθήκη της μονής συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό χειρογράφων χριστιανών και εθνικών συγγραφέων. Ο βυζαντινός ανθρωπισμός στράφηκε στους κλασικούς και καλλιέργησε γενικές και εγκυκλοπαιδικές γνώσεις τον 9ο αιώνα, κατά τον οποίο κυριαρχεί η μορφή του λόγιου Πατριάρχη Φωτίου. Ο επόμενος 10ος αιώνας, είναι η εποχή των ανθολογιών (τότε γράφηκε το Λεξικό της «Σούδας») και κυρίαρχος των γραμμάτων είναι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, γιός του Λέοντος ΣΤ’ Σοφού.
Στην τέχνη, επίσης, επιτυγχάνεται ο συνδυασμός του ελληνικού ιδεώδους της αρμονίας με το χριστιανικό αίτημα της θρησκευτικής συγκίνησης, κάτι που εμπόδισε τον απόλυτο εξανατολισμό της βυζαντινής τέχνης. Η βυζαντινή ψυχή ψάχνει στο ελληνικό βάθος της να βρει τα μέσα να λύσει τα προβλήματα που την απασχολούν, προβλήματα θεολογικά ή καλλιτεχνικά. Η μεγάλη εποχή για τη βυζαντινή ζωγραφική και αρχιτεκτονική αρχίζει με τη Μακεδονική Δυναστεία (9ος- 11ος αι.) Χωρίς να αποτελεί τέχνη μονότονη και στατική, η βυζαντινή τέχνη με τον πλούτο των παραλλαγών της κατόρθωσε να εκφράσει όλη την κλίμακα του θρησκευτικού αισθήματος των Βυζαντινών. Θεολογία και τέχνη αποτελούν δύο συμπληρωματικές μεταξύ τους εκφράσεις ενός κοινού βάθους, της στάσης της βυζαντινή ψυχής απέναντι στη θρησκεία. Βαθιά αίσθηση του μυστηρίου, υπερβατικότητα, πνευματικότητα, θεωρητική ζωή (vita contemplative) συνδέουν την τέχνη με τη φιλοσοφία. Η λατρεία των εικόνων προδίδει ακόμη τον εξανθρωπισμό του υπερφυσικού σε αντίθεση με τη συμβολική διακοσμητική – μεταφυσική γλώσσα των ισλαμιστών. Σημαντική ήταν η εξάπλωση του βυζαντινού πολιτισμού στους Άραβες. Ο ιστορικός Gelzer αναφέρει πως «χωρίς το Βυζάντιο οι Άραβες, παρά τα φυσικά τους χαρίσματα, θα έμεναν βάρβαροι όπως στην εποχή του Μωάμεθ. Βρήκαν όμως στην Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Έδεσσα τα ελληνικά βιβλία».
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός (674 – 749) καταγόταν από τη Δαμασκό της Συρίας και επονομάστηκε για την ευφράδειά του Χρυσορρόας. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα κοντά στην Ιερουσαλήμ. Μαζί με τον Θεόδωρο Στουδίτη υπήρξε ο πιο θαρραλέος υπέρμαχος της εικονολατρείας, της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας και γενικότερα της Ορθοδοξίας. Το μεγαλόπνοο έργο του για την συστηματική έκθεση του ορθόδοξου δόγματος, το «Πηγή Γνώσεως», γίνεται πρότυπο και για τους Δυτικούς λόγω της πνευματικής διαύγειας, της σχολαστικής διευκρίνησης των όρων, της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα. Ως γνήσιος θεολόγος, ο Δαμασκηνός, θεωρεί πως η αλήθεια μας δίνεται από την αποκάλυψη και εκφράζεται λογικά με τα ανθρώπινα μέσα της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Η πίστη είναι το θεμέλιο της γνώσης. Αν πλησιάζουμε την αλήθεια με τη λογική, η λογική αυτή δεν ενεργοποιείται παρά με την πίστη, η οποία αποτελεί «απολυπραγμόνητον συγκατάθεσιν». Μοναδική πηγή της αλήθειας και της γνώσης παραμένει η πίστη. Η γνώση των φυσικών και θεϊκών πραγμάτων είναι γνώση ψυχική και «δαιμονιώδης».
Την εποχή του Φωτίου (820 – 891) η θεολογία και τα προβλήματα της Εκκλησίας δεν μονοπωλούν τα ενδιαφέροντα των διανοουμένων. Η αυτοκρατορική αυλή και το Πατριαρχείο, με πρωτοπόρο διάκονο και διδάσκαλο τον Φώτιο, ενθάρρυναν το ενδιαφέρον για τις τέχνες, τα γράμματα, τις επιστήμες. Το περιβάλλον του Φωτίου ήταν υψηλής παιδείας και με την πολυμερή του μόρφωση γύρω από θεολογία, φιλοσοφία, ιατρική, δίκαιο κ.ά. αποτελούσε ο ίδιος το πρότυπο για τους νέους που διψούσαν για μάθηση. Στο γραπτό του έργο «Βιβλιοθήκη» περιλαμβάνονται περιλήψεις των διδασκαλιών του και κείμενα άλλων φιλοσόφων. Χάρις τον Φώτιο διασώθηκαν οι «Πυρρώνειοι Λόγοι» του φιλοσόφου Αινεσιδήμου. Με τη διαλεκτική και τη λογική ξεκινά ο Φώτιος τη μελέτη της θεολογίας. Οι Βυζαντινοί θυμούνται ότι ανήκουν στο «τίμιον γένος» των Ελλήνων. Ο Φώτιος είχε και υπερασπίστηκε αυτό που λέμε σήμερα, ελληνορθόδοξη εθνική συνείδηση!