Τούτο
το άρθρο είναι μια επεξεργασία της
εισηγήσεως του αειμνήστου Δρ John
P.
Anton,
με τίτλο: ‘Ο Ελληνισμός ως μία πρόκληση―η
κουλτούρα και η παθολογία της τεχνολογίας:
από τον σοφό άνθρωπο στον τεχνικό
άνθρωπο’. Αν και στο παρελθόν συχνά
έχουμε δανειστεί ιδέες από τον Δρ
Αντωνόπουλο, ποτέ πριν δεν έχουμε
παρουσιάσει την εισήγησή του αυτή, ως
μία ελεύθερη ερμηνεία, από την αγγλική
στην ελληνική γλώσσα.
Βάσια
Ζαριφοπούλου • Νίκος Γεωργαντζάς
Τρεις
είναι οι τρόποι να προσεγγίσει κανείς
τον Ελληνισμό, που πιστεύω ότι είναι
σχετικές με το θέμα της εισήγησής μου:
ο ακαδημαϊκός,
ο αισθητικός
και ο πραγματιστικός.
Αλλά προτού προσπαθήσω να εξηγήσω τι
αντιπροσωπεύουν αυτοί οι τρεις
τρόποι, θα βοηθούσε να ασχοληθώ πρώτα
με την έννοια των δύο
όρων στον υπότιτλο: ‘Ελληνισμός’ και
‘πρόκληση’.
Η
έννοια ‘Ελληνισμός’ γίνεται υπερβολικά
πολύπλοκη, ιδίως αν λάβουμε υπόψη το
γεγονός ότι τα ήθη και τα ιδανικά, που
περικλείει στην μακραίωνη ιστορία του,
καλύπτουν μία μεγάλη ποικιλία εμπειριών
του πολιτισμού και του πνεύματος. Σε
τούτο τον πλούτο θα πρέπει να προσθέσουμε
τις διάφορες ερμηνείες της θέσης του
Ελληνισμού, μέσα στο φάσμα που καλύπτουν
οι πολλαπλές κουλτούρες και o πολιτισμός
των ανθρώπων.
Ο
Ελληνισμός δεν είναι μόνον ένας ξεχωριστός
πολιτισμός, που άφησε το στίγμα του στην
ιστορία της Δύσης, αλλά επίσης μια
κληρονομιά και μια παράδοση, που πολλές
μεταγενέστερες περίοδοι προσπάθησαν
να μιμηθούν, να αλλάξουν, να τροποποιήσουν
και να επιλέξουν, από τις δημιουργικές
του δυνατότητες, ό,τι φαινόταν κατάλληλο
και χρήσιμο σε διάφορες ομάδες ή έθνη.
Ήτοι όλες και όλα προσπάθησαν να
επωφεληθούν από τον πλούτο του Ελληνισμού.
Εκτός
τούτου, πριν εισαχθεί η κύρια υπόθεση
της εισηγήσεώς μου, πρέπει να επιστήσω
την προσοχή σε δύο εκδόσεις του Ελληνισμού.
Αυτές αφορούν άμεσα στην κατανόηση του
τι η λέξη ‘πρόκληση’ στον υπότιτλο
φαίνεται να προτάσσει.
Τα
δύο
πρόσωπα του Ελληνισμού
Ο
Ελληνισμός και ο Hellenismus,
η λατινική του μεταγλώττιση, δεν καλύπτουν
τα ίδια εδάφη. Όταν επισκέπτεσαι την
Ελλάδα, απλά ρώτησε κάποιους ελληνικούς
εκεί ανθρώπους για τον Ελληνισμό και
αναγκαστικά θα λάβεις χίλιες εκδοχές
της εννοίας, όλες γοητευτικές, αλλά που
δύσκολα συμφωνούν στο νόημά τους.
Όμως
ρώτησε ένα πεζό στην πόλη Carney
της Νεμπράσκα, και δεν θα λάβεις καμμία
απολύτως απάντηση. Μέσα σε ένα κολέγιο
μιας πανεπιστημιουπόλεως όμως, τα
πράγματα είναι διαφορετικά.
Ρώτησε
ένα καθηγητή πανεπιστημίου στο τμήμα
των ανθρωπιστικών σπουδών και είναι
πολύ πιθανόν να λάβεις κάτι πολύ κοντά
«στην δόξα που ήταν η Ελλάδα». Το χείριστο
σενάριο αφορά σε ένα παλαιού τοπίου
πολιτισμό, κάποτε πολύ πλούσιο, τώρα
όμως μεταλλαγμένο στην σκιά ενός κλασικού
ονείρου.
Ωστόσο,
ο Ελληνισμός, από ό,τι κι αν είναι αυτό
που οι ελληνικοί άνθρωποι, που ζουν
σήμερα, κρέμονται, αρνείται να πεθάνει.
Και ιδού ο λόγος, όπως μία αδιόρθωτη
Ελληνίδα μου τον εξήγησε πριν μερικά
χρόνια.
«Εμείς
οι Έλληνες είμαστε ακόμα εδώ, παρόλο
που πλέον δεν ντυνόμαστε με χιτώνες
ούτε στέφουμε τα κεφάλια μας με δάφνες».
Νομίζω ότι την κατανοώ.
Είμαστε,
είπε, ό,τι έχουμε ως Έλληνες, ίσως χωρίς
ίσιες μύτες ή έχοντας άμεση ομοιότητα
με τους γιους του Απόλλωνα ή τις κόρες
της Αφροδίτης. Ακόμη είμαστε οι απόγονοί
τους, αν και με μικρή ποσότητα του
μίγματος των σταγόνων αίματος από
διάφορες φυλές, κυρίως του δυτικού και
όχι του ανατολικού είδους.
Και
βέβαια μιλούμε την ελληνική γλώσσα,
αλλά με μια ιδιόμορφη προφορά, την οποία
ο Δημοσθένης θα έβρισκε λίγο χυδαία και
ο Όμηρος πολύ λαϊκή, χωρίς καμμία
αμφιβολία πασπαλισμένη με αγγλικές
απρέπειες και τουρκικές διεισδύσεις.
Με βοήθησε να κατανοήσω ότι ο Ελληνισμός
είναι ακόμα εδώ, διατηρώντας την κυριαρχία
του σε μια δύσκολη κατάσταση, ενώ
αντιστέκεται στις δυνάμεις της
παγκοσμιοποίησης, όπως και στην απειλητική
ρητορική των επεκτατικών σχεδίων των
γειτόνων του.
Πώς
γίνεται αυτός ο Ελληνισμός να είναι
ακόμα εδώ, ευλογημένος όπως είναι, με
τους κεραυνούς του Δία και τις εντολές
του Αποστόλου Παύλου; Θα πρέπει να
αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που τον κρατά
ζωντανό και διατηρεί το σθένος του.
Πρώτα
απ’ όλα, είναι η ασυνήθιστη ομορφιά της
γης, με τους ρυθμούς του Αιγαίου και του
Ιονίου πελάγους, που η μαγεία της θέσης
της την κάνει ένα από τα πιο εκπληκτικά
σημεία σε τούτο τον πλανήτη. Οι άνθρωποι
που έχουν κατοικήσει αυτήν την γη, από
τους αυτόχθονες Πελασγούς, τους Αρκάδες
και τους Κρήτες, και από τους Αχαιούς
στους Δωριείς και τους Ίωνες, τους
Αιολείς, Μακεδόνες και Αιτωλούς, με ένα
δαιμόνιο γεννήθηκαν δικό τους, με ένα
δικό τους πνεύμα πολιτισμού. Τελικά
αυτό είναι που ονομάσθηκε ‘Ελληνισμός’.
Όταν
άρχισα να γράφω την εισήγησή μου, σκέφτηκα
να οργανώσω για το κοινό μου, μια περιήγηση
στα κεντρικά γραφεία του Ελληνισμού,
όμως άφησα τον πειρασμό να περάσει και
αποφάσισα να φυλάξω το τρανό σχέδιό μου
για μία άλλη περίσταση. Γι’ αυτό θα
περιοριστώ σε ό,τι έχει συμβεί και
εξακολουθεί να συμβαίνει στον Ελληνισμό,
μετά από τόσες περιπέτειες και
μεταμορφώσεις διά μέσου των αιώνων, τα
τελευταία δύο
χιλιάδες
χρόνια.
Θα
αναφέρω μερικές μόνον, ειδικές μετατροπές
του Ελληνισμού ως Hellenism,
πέραν από εκείνες του ρωμαϊκού τύπου.
Δεδομένου ότι υπάρχουν τόσες πολλές
από αυτές, θα αναφέρω μόνον τον Ελληνισμό
της ιταλικής Αναγέννησης, τον γαλλικό
από την νεο-κλασική αρχαιότητα, τον
γερμανικό Ελληνισμό των ρομαντικών
Γκαίτε και Νίτσε, και στη συνέχεια τον
όχι και τόσο γοητευτικό Ελληνισμό των
Άγγλων, από τον Λόρδο Βύρωνα, τον Λόρδο
Έλγιν και τον Ουίνστον Τσόρτσιλ.
Ίσως
θα πρέπει να αναφέρω εδώ τον χωρίς
ενθουσιασμό Ελληνισμό των Ισπανών, από
τον Θερβάντες στον Miguel
de
Unamuno,
που τελικά έβαλε ένα πιο κατάλληλο
φόρεμα όταν ο George
Santayana
έγραψε το βιβλίο του ‘The
Life
of
Reason’
ή ‘Η Ζωή του Λόγου’, ως ένας Αμερικανός
καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Χάρβαρντ.
Ίσως κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει
εδώ την ιδιαίτερη εκδοχή του Ελληνισμού
του Τζέιμς Τζόις, αν και ως Ιρλανδού δεν
θα του χρειαζόταν.
Όλα
αυτά τα είδη, τόσο ποικίλα σε ποιότητα
και στα πεδία εφαρμογής τους, εξακολουθούν
να διαφέρουν από τον αμερικανικό τύπο
του Ελληνισμού, τον οποίο τόσο χρήσιμο
βρήκαν για τα σχέδιά τους οι ιδρυτές
των ΗΠΑ.
Όποια
και αν είναι η μητρική ρύθμιση του
Ελληνισμού, ο Ισοκράτης την συνοψίζει
στην πολύ γνωστή φράση του:
«καὶ
τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι
τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν
εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι
τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ή
τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας»
(‘Πανηγυρικός’, εδάφιο 50). Ήτοι: καὶ τὸ
ὂνομα τῶν Ἑλλήνων δημιούργησε τὴν
πεποιημένη, πλαστὴ ὲντύπωση του νὰ
φαίνεται, χωρίς ὃμως νὰ εἶναι,
χαρακτηριστικὸ, ὂχι πιὰ τοῦ γένους,
ἀλλὰ τῆς διανοίας καὶ νὰ αυτοἀποκαλοῦνται
Ἓλληνες μᾶλλον οἱ μετέχοντες τής δικής
μας ἀγωγής καὶ παιδείας, παρὰ οἱ
μετέχοντες τῆς κοινῆς μας φύσεως ή
γεννήσεως και καταγωγῆς.
Πρέπει
λοιπόν να βλέπουμε τον Ελληνισμό ως δύο
διαφορετικές ιστορίες, μία
για τους Έλληνες στην πατρίδα τους και
μία
για τα υπόλοιπα έθνη του κόσμου, τα οποία
τόσο πολύ έλκονται από το ελληνικό
πνεύμα. Αμφότερες υποβλήθηκαν σε ειδικές
και διαφορετικές αλλαγές, τραγικές και
οδυνηρές στην περίπτωση των Ελλήνων,
παιχνιδιάρικες και πειραματικές στην
περίπτωση των φιλελλήνων, που πήγαν στη
γη των Ολυμπίων θεών, είτε για να την
κατακτήσουν ή να βρουν εκεί αυτό που
ταιριάζει στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντά
τους.
Οποιαδήποτε
όμως απόπειρα να βρεθεί κάτι ανάμεσα
στα όσα δανείστηκαν, που θα μπορούσε να
ονομαστεί ‘ατόφιος Ελληνισμός’, στην
αρχική δημιουργία της Ελλάδος, απλά
είναι παραπλανητική. Ως μία περίπτωση
μιμήσεως κουλτούρας τούτη εξηγείται,
με δύο διαφορετικές νοοτροπίες, οι
οποίες είναι:
α΄) μία
συγκαλυμμένη εχθρότητα προς τον ελληνικό
τρόπο ζωής, και
β΄) μία
εσκεμμένα εκλεκτική έλξη σε ορισμένα
μόνον από τα χαρακτηριστικά του.
Σκέψου,
για παράδειγμα, τα χαρακτηριστικά που
το μεσαιωνικό μυαλό επέλεξε, ώστε κυρίως
να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα ή,
για παράδειγμα, ό,τι ιδέες και θέματα
οι ποιητές και οι φιλόσοφοι της Αναγέννησης
βρήκαν της προτιμήσεώς τους, και αργότερα
όλα όσα οι στοχαστές του Διαφωτισμού
προσπάθησαν να αντικαταστήσουν με τα
δικά τους δόγματα. Όμως, ούτε οι οπαδοί
του ρομαντισμού ούτε οι μετα-ρομαντικοί
σοφοί πορεύθηκαν καλύτερα, αν κρίνουμε
από τα γραπτά των οπαδών του Kant,
του Hegel,
του Spenser
και του Nietzsche,
συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των
Αμερικανικών πραγματιστών.
Ένα
πράγμα είναι σαφές: ο Hellenism
ποτέ δεν κατόρθωσε να φέρει πίσω τον
Ελληνισμό ως τρόπο ζωής. Ίσως ήταν
αδύνατο να το πράξει.
Όμως
είναι άλλο πράγμα να επιλέγει κανείς
ό,τι χρειάζεται και εντελώς άλλο να
καυχιέται διότι πραγματικά έφερε πίσω
ένα νέο, υψηλότερο επίπεδο ζωής. Δεδομένου
ότι οι διάφοροι Hellenisms
δεν θα μπορούσαν να έχουν πράξει το
αδύνατο, θα έπρεπε να έχουν τουλάχιστον
σεβαστεί τα εις το διηνεκές ιδανικά του
Ελληνισμού, ιδιαίτερα την αξιόλογη
φιλοσοφική διορατικότητά του για τη
φύση της ανθρώπινης φύσης.
Η
ώρα έχει πλέον έρθει να δούμε τον άλλο
ειδικό όρο στον τίτλο του άρθρου:
‘πρόκληση’. Είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί
η χρήση αυτού του όρου, έστω και μόνον
επειδή μια πρόκληση σημαίνει ότι
βρίσκεται σε εξέλιξη κάποιο είδος
ανταγωνισμού μεταξύ δύο
ενεργών ανταγωνιστών.
Το
πρόβλημα εδώ είναι να εντοπιστεί ένας
ανταγωνιστής ο οποίος προκαλείται. Πώς
όμως μπορεί ο Ελληνισμός να τεθεί στη
θέση ενός διεκδικητού, όταν δεν είναι
πλέον παρών στην αρχική του ρύθμιση;
Μεταξύ
των τρόπων που μπορούμε να δούμε τον
Ελληνισμό είναι: ως ένα είδος ζωής, ως
παιδεία, προοπτική, μία διαρκή νοοτροπία
πολιτισμού, ένα οργανικό σύστημα, ήτοι
μία ‘ενότητα’, από δεοντολογικά, ηθικά
και πολιτικά, ανθρωποκεντρικά ιδανικά
και κοινωνιοκεντρικά ιδεώδη, που
παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του
χρόνου, σε αντίθεση με τις αξίες και τις
αρχές μας, που συνεχώς μεταβάλλονται
κατά το δοκούν. Οι άνθρωποι που μπορούν
να διεκδικήσουν τον Ελληνισμό ως την
πολιτιστική τους κληρονομιά θα είναι
η γενιά που τον βιώνει.
Αυτό,
ωστόσο, μάλλον είναι δύσκολο. Πολλά
γλωσσικά, ιστορικά, θρησκευτικά, κοινωνικά
και άλλα στοιχεία έχουν παρέμβει στο
κλασικό πνευματικό τοπίο, τόσους αιώνες
από την ρωμαϊκή κατάκτηση της γης, μετά
την πτώση της Κορίνθου το 146 π.Χ.
Προτιμώ
να αφήσουμε αυτό το ευαίσθητο θέμα σε
εκείνους που έχουν περισσότερα προσόντα
για να το συζητήσουν. Όμως, δεν πρέπει
να βγάζουμε συμπεράσματα και να επιμένουμε
ότι η γενιά των Ελλήνων που ζει είναι
τάχα εντελώς διαφορετική από τους
αρχαίους, όπως συχνά έχει προταθεί από
ορισμένους ιστορικούς στο πρόσφατο
παρελθόν. Διότι ίσως αυτό να άνοιγε το
κουτί της Πανδώρας.
Ας
πούμε όμως ότι, αν οι Ελληνίδες και οι
Έλληνες του σήμερα δεν έχουν πολλά κοινά
με τους αρχαίους, τότε θα ακολουθήσει
το εύλογο συμπέρασμα ότι καμία άλλη
ομάδα ανθρώπων δεν μπορεί ποτέ να
ισχυριστεί μία συγκρίσιμη σχέση για
τον εαυτό της. Όποια και αν είναι η
περίπτωση, οι παρούσες Ελληνίδες και
οι παρόντες Έλληνες είναι τόσο κοντά
σε εκείνες και εκείνους της κλασικής
Ελλάδος, όσο οι συνθήκες και τα ‘ατυχήματα’
της ιστορίας το επιτρέπουν.
Τι
όμως μπορεί να ειπωθεί για τον Ελληνισμό;
Τι είναι αυτός ως μία νοοτροπία πολιτισμού
και πώς μπορεί να λεχθεί ότι είναι μία
πρόκληση, προφανώς στην παρούσα κατάσταση;
Έχω
προσπαθήσει να δώσω έμφαση στην σχέση
μεταξύ του Ελληνισμού και των Ελλήνων
σήμερα, κυρίως για να φανεί η διαφορά
μεταξύ αυτής και των ποικίλων Hellenisms,
ως ειδικές χρήσεις και παραλλαγές της
κλασικής παράδοσης. Ελπίζω να έχει γίνει
ήδη σαφές ότι ο κόσμος των συγχρόνων
Ελλήνων, ο Ελληνισμός τους, δεν είχε
κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους
Ευρωπαίους ή ακόμα και τους Ασιάτες.
Ωστόσο,
ο αυθεντικός Ελληνισμός είναι μία
πρόκληση, και θα παραμείνει μία πρόκληση,
πρώτα απ’ όλα για τους Έλληνες του
σήμερα, τουλάχιστον όσο αντιτίθεται
στην επικρατούσα κατάσταση των υποθέσεων
κουλτούρας και των τρεχόντων αξιών στον
κόσμο. Αλλά εάν είναι μία πρόκληση, τότε
δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να
συμπεράνουμε ότι υπάρχει κάποιος
ανταγωνισμός μεταξύ του τι σημαίνει
Ελληνισμός και του σχεδίου των σημερινών
καθιερωμένων και σε λειτουργία αξιών.
Τελικά,
εάν οι δύο
αυτές αντιλήψεις δεν διαφέρουν, τότε
δεν θα υπήρχε λόγος να συζητηθεί το
ενδεχόμενο της πρόκλησης. Εν συντομία
όμως, πρόκειται για μια σύγκρουση μεταξύ
του σοφού ανθρώπου ή homo
sapiens
και του τεχνικού ανθρώπου ή homo
technicus.
Μία
από τις ερωτήσεις μου είναι αν Ελληνισμός,
ως ένα πρόγραμμα παιδείας, που μάλλον
πρέπει να αποκαλούμε με το ελληνικό του
όνομα: ‘παιδαγωγική’, μπορεί να κάνει
τη διαφορά στη ζωή και το μέλλον του
αμερικανικού και των άλλων λαών. Εάν το
πούμε όμως αυτό, επίσης σημαίνει ότι
πρέπει να παραδεχτούμε πως η σημερινή
κατάσταση των εκπαιδευτικών πραγμάτων
είναι σε σοβαρό βαθμό ελλιπής.
Ας
δούμε το θέμα με διαφορετικό τρόπο: με
την υποστήριξη της παρουσίας του κλασικού
Ελληνισμού στα τρέχοντα εκπαιδευτικά
προγράμματα, υποθέτουμε ότι κάτι δραστικό
πρέπει να γίνει, ώστε να αντιμετωπιστεί
το αυξανόμενο κύμα του επαγγελματισμού
του τεχνικού ανθρώπου ή homo
technicus,
αφ’ ενός, και την ενίσχυση των ανθρωπιστικών
επιστημών, αφ’ ετέρου. Αυτό με φέρνει
πίσω στους τρεις τρόπους προβολής του
Ελληνισμού.
Η
ακαδημαϊκή μορφή του Ελληνισμού
Δεν
είναι τούτη η κατάλληλη στιγμή για να
ανιχνευθεί η ιστορία της θέσης του στα
κολεγιακά προγράμματα σπουδών. Αρκεί
να πούμε ότι η μελέτη της ιστορίας, του
πολιτισμού, της λογοτεχνίας και της
φιλοσοφίας του κλασικού κόσμου, τελικά
βρήκε την θέση της στα προγράμματα των
ανθρωπιστικών επιστημών των κολεγίων
και πανεπιστημίων μας, αν και πολλές
φορές αυτές οι επιστήμες αντιμετωπίζονται
ως πολύτιμα μουσειακά κομμάτια,
περισσότερο σαν περίφημα αγάλματα, παρά
ως μία ζωντανή κληρονομιά, που μπορεί
να ρίξει φως στα σκοτεινά σημεία της
συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Ως
εκ τούτου, ο Ελληνισμός, ήτοι ό,τι είχε
επιλεγεί από τον αρχικό του πλούτο, είχε
ενσωματωθεί στο περιεχόμενο ειδικών
μαθημάτων των ανθρωπιστικών επιστημών,
με στόχο να προετοιμάσει τους φοιτητές
για ένα επιτυχημένο μέλλον. Έτσι
καθιερώθηκε ο ακαδημαϊκός Hellenism.
Αλλά
ως μία πηγή με προοπτικές πολιτισμού,
σχεδόν ποτέ δεν συγκλόνισε το πλοίο των
αμερικανικών μας αξιών, παρά το ότι οι
ιδρυτές των ΗΠΑ ήταν σε θέση να εμβαθύνουν
από μόνοι τους σε αυτόν. Ούτε οι
οικονομολόγοι, ούτε οι επίδοξοι
‘πολιτικοί’ πήραν στα σοβαρά τα
διδάγματα από την ιστορία του Ελληνισμού.
Τουλάχιστον
μπορούμε να είμαστε ευχαριστημένοι ότι
το ελληνικό αλφάβητο επέζησε στα αρχικά
που χρησιμοποιούν οι αδελφότητες των
κολεγίων μας. Στα σοβαρά όμως, το ζήτημα
έχει πάρει τις διαστάσεις μιας εθνικά
δύσκολης καταστάσεως.
Δεν
μπορούμε να προβλέψουμε πόσο καιρό
αυτός ο ακαδημαϊκός Ελληνισμός θα
διαρκέσει ή μάλλον θα επιβιώσει, με
δεδομένες τις πιέσεις που αντιμετωπίζουν
τα πανεπιστήμια σήμερα, ώστε να αλλάξουν
την αποστολή τους και να υποταχθούν
στις αυτοκρατορικές εντολές της
τεχνοκρατίας. Μόνο πριν από λίγους μήνες
η εφημερίδα New
York
Times
(τμήμα Γ1) δημοσίευσε ένα εκτενές άρθρο
με τίτλο: «Οι ανθρωπιστικές σπουδές
πρέπει να δικαιολογήσουν την αξία τους
στην πανεπιστημιούπολη» ή «Humanities
must
justify
their
worth
on
campus»,
που αναφέρει:
«Καθώς
τα ποσοστά ανεργίας αυξάνονται και τα
πανεπιστημιακά κληροδοτήματα
συρρικνώνονται, οι μελετητές ανησυχούν
ότι οι ακαδημαϊκοί κλάδοι που εμπίπτουν
κάτω από την ομπρέλα των ‘ανθρωπιστικών
σπουδών’ ―όπως η θρησκεία, οι τέχνες,
οι σπουδές κουλτούρας και η φιλοσοφία―
θα πληγούν σκληρά, μιας και η σημασία
τους είναι υπό αμφισβήτηση».
Μήπως
αυτό προαναγγέλλει το τέλος των μελετών
του Ελληνισμού; Ελπίζω όχι, αλλά οι
επικίνδυνες απειλές που ανακοινώνουν
μία σοβαρή ύφεση δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Διότι
πράττοντας τούτο θα ισοδυναμούσε με
τίποτα λιγότερο από την άνευ όρων υποταγή
μας υπό την σιδηρά ράβδο εξουσίας της
τεχνοκρατίας. Τουλάχιστον οι Ευρωπαίοι
τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα στην παιδεία
τους από τους Αμερικανούς, ήτοι έχουν
μία μεγαλύτερη και πιο επιφανή παράδοση,
όπως δείχνει το επόμενο είδος του
Ελληνισμού.
Η
αισθητική μορφή του Ελληνισμού
Εύκολα
θα μπορούσαμε να δούμε την πορεία της
ομορφιάς στην ζωή των λαών της Ευρώπης,
μια τάση που τελικά προορίζονταν να
διασχίσει τον Ατλαντικό, ώστε να βρει
κάποια φιλοξενία και στην Αμερική.
Κάποιος μπορεί να προσφύγει σε τέτοια
θαύματα, όπως είναι ο Παρθενώνας στην
αρχιτεκτονική, ο Ηνίοχος των Δελφών και
η Αφροδίτη της Μήλου στη γλυπτική, τα
υπέροχα θέατρα στην Επίδαυρο και αλλού,
τα έπη του Ομήρου, οι τραγωδίες του
Αισχύλου, οι στίχοι της Σαπφούς, η ιστορία
του Ηροδότου και του Θουκυδίδου,
συμπεριλαμβανομένων των αθλητικών
θαυμάτων της Ολυμπίας και της Νεμέας.
Πρόσθεσε
σε αυτά τα συγκρίσιμα κατορθώματα της
ελληνικής ιδιοφυΐας, συμπεριλαμβανομένων
των φιλοσοφικών της έργων, ιδιαίτερα
την μεταχείριση της ομορφιάς στο
‘Συμπόσιο’ του Πλάτωνος και την
‘Ποιητική’ του Αριστοτέλους, και μπορεί
κανείς εύκολα να δεις γιατί οι Ευρωπαίοι
προσπάθησαν να μιμηθούν την χάρη της
κλασικής Ελλάδος, ώστε να εμπλουτίσουν
την ζωή τους με την αισθητική πλευρά
του Ελληνισμού. Όταν η ανία και η κατάθλιψη
κυριεύει τους καλλιτέχνες και τους
ποιητές, η πίεση να διαφύγουν, συχνά
τους οδηγεί πίσω σε μια Ελλάδα της δικής
τους φαντασίας, ένα ειδυλλιακό τοπίο ή
μια θαλασσογραφία, που άπλετα στολίζουν
Νηρηίδες και νύμφες, οι οποίες μαζί με
τον Πάνα ξεφαντώνουν στα λιμανάκια της
Αρκαδίας.
Ενώ
ξαναβρίσκει την Ελλάδα, η αισθητική
τούτη διαδρομή συλλαμβάνεται στην
γοητευτική ζωγραφιά του Nicolas
Poussin
‘Et
in
Arcadia
Ego’
ή ‘Κι εγώ [πήγα] στην Αρκαδία’, σε
ορισμένα έργα του Σαίξπηρ ή στον ‘Φάουστ’
του Γκαίτε, που τον άφησε να παντρευτεί
την Ελένη για το καλό του, έως και τις
διάφορες σύγχρονες εκδοχές του θέματος
της ‘Οδυσσείας’. Όταν όμως φτάνουμε
στην ζωή, πέρα από την αισθητική και την
τέχνη, σύντομα ο Ελληνισμός σταδιακά
εγκαταλείπεται από τους επιστήμονες
και τους νέους φιλοσόφους, που είναι
περισσότερο από πρόθυμοι να αλλάξουν
την εικόνα του κόσμου, αντικαθιστώντας
την Ελληνική άποψη της ανθρώπινης φύσης
με μία δική τους.
Το
είχε ήδη κάνει αυτό ο Xριστιανισμός,
μέσω των Πατέρων της Εκκλησίας στην
Ανατολή και του Αγίου Αυγουστίνου στη
Δύση. Ο δανεισμός όμως στον τομέα της
εξουσιαστικά καθεστωτικής κουλτούρας
έκανε ένα σημαντικό βήμα προς μια νέα
κατεύθυνση με τον Μακιαβέλι στην Ιταλία,
και τους Sir
Robert
Filmer
και Τόμας Χομπς στην Αγγλία, εκθέτοντας
όλα όσα αυτοί νόμιζαν πως είναι δήθεν
οι αδυναμίες των Ελλήνων.
Εν
τω μεταξύ, ο Κοπέρνικος, χωρίς την δέουσα
πίστωση στον Αρίσταρχο τον Σάμιο, έσιαξε
τους πλανήτες σε ένα ηλιοκεντρικό
σύστημα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε
ότι οι επιστήμες και, στη συνέχεια, η
βιομηχανική επανάσταση έκαναν τον
Ελληνισμό, είτε αισθητικά ή διαφορετικά,
μια αμελητέα οντότητα κουλτούρας, καλή
για να την έχουμε, αλλά όχι πια για να
την μιμούμαστε.
Ωστόσο,
ένα σημαντικό τμήμα του Ευρωπαϊκού
Ελληνισμού κατάφερε να βρει τον δρόμο
του σε πανεπιστήμια της Αγγλίας, της
Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας.
Είναι ακόμα εκεί ως μία πηγή εμπνεύσεως
και μαθήσεως.
Η
πραγματιστική μορφή του Ελληνισμού
Θα
προσπαθήσω τώρα να εξηγήσω με διαφορετικό
τρόπο την σημασία του Ελληνισμού ως
πρόκληση, όπως ανακοινώθηκε στην αρχή
της εισήγησής μου. Εάν όντως είναι μία
πρόκληση, τότε πρέπει να σχετίζεται με
μια ειδική σειρά προβλημάτων, κυρίως
κουλτούρας και ‘πολιτικής’, που έχουν
προκύψει στην εποχή μας.
Το
τι κάνει αυτή την πρόκληση πραγματιστική
είναι οι ‘πολιτικές’ και οικονομικές
εξελίξεις, που απαιτούν μια τόσο μεγάλη
προσοχή. Τελικά, ακόμη και αν οι ηγέτιδες
δυνάμεις του κόσμου καταφέρουν να
διαχειριστούν την κρίση, μακροπρόθεσμα,
όλα τα άλλα μας προβλήματα περιμένουν
την σειρά τους.
Η
παρούσα κατάσταση είναι τόσο σοβαρή,
ώστε απαιτεί μια ειδική επανεξέταση
του ρόλου και της θέσης του Ελληνισμού
σήμερα. Ίσως πρέπει να επικεντρώσουμε
την προσοχή μας, πέρα από τους τρεις
τύπους του Ελληνισμού, στην ουσία του.
Πραγματική
καλώ αυτή την μορφή του Ελληνισμού
Αν
δεν έχει ευεργετικές, θετικές συνέπειες
στην πραγματική μας ζωή, τότε μπορεί
εύκολα να ολισθαίνει σε ένα είδος
αισθητικού Ελληνισμού. Στη συνέχεια
όμως, δύσκολα θα αρκούσε για να μας
εξυπηρετήσει, δεδομένης της σημερινής
μας πραγματικότητος.
Αυτός
είναι ο λόγος για τον οποίο η έννοια της
προκλήσεως είναι απολύτως πραγματική
και σχετική. Τώρα όμως πρέπει να γίνει
η διάκριση μεταξύ μιας ευρείας και μιας
στενής χρήσης των θεμελίων του Ελληνισμού.
Η
στενή έννοια αφορά κυρίως στην επιβίωση
των Ελλήνων, υπό τους όρους που
αντιμετωπίζουν ως ένα έθνος που συνεχώς
απειλείται με εξαφάνιση, ήδη από την
ρωμαϊκή κατάκτηση της γης του. Η ευρύτερη
έννοια αναφέρεται στην πολιτική τέχνη,
που ανέπτυξαν και ανέλιξαν οι κλασικοί
στοχαστές, προκειμένου να βοηθήσουν
στην εξασφάλιση του ευ ζην για όλους
τους πολίτες της πόλης.
Μπορεί
να ακούγεται εκτός θέματος η αναφορά
μου στην ευρύτερη έννοια του Ελληνισμού.
Όμως φέρω την ευθύνη που αίρω το ζήτημα
τούτο.
Ως
εκ τούτου, θα ολοκληρώσω την εδώ εργασία
μου με μια
απάντηση. Ενώ η στενή έννοια του
Ελληνισμού, για να κυριολεκτήσουμε,
αφορά στην δραστηριότητα των Ελλήνων
που ζουν στην Ελλάδα, η ευρύτερη έννοια
περιλαμβάνει όλη την ανθρωπότητα,
ειδικότερα τις ΗΠΑ και την Ρωσία, ως
παγκόσμιες ηγετικές δυνάμεις.
Είμαστε
τώρα πέρα από το πρόβλημα των ανθρωπιστικών
ή το μέλλον των κλασικών σπουδών. Είμαστε
ακόμη πιο πέρα και από την τρέχουσα
διαμάχη της δημιουργίας έναντι της
εξέλιξης και, μέσω αυτής, της επιστήμης
έναντι της θρησκείας.
Μας
ζητείται να επανεξετάσουμε ένα διττό
κρίσιμο θέμα: Ποια είναι η φύση της
ανθρώπινης φύσης και τι μπορούν οι
Έλληνες ακόμη να μας πουν επ’ αυτής;
Σημειωτέον ότι οι ποιητές και οι
φιλόσοφοι, οι ιστορικοί και οι καλλιτέχνες,
όλοι ανταποκρίθηκαν στο ίδιο αυτό θέμα,
και μάλιστα μίλησαν και με τον ίδιο
τρόπο επ’ αυτού.
Οπωσδήποτε,
αν η ανθρώπινη φύση δεν είναι σταθερή
και έχει αλλάξει από την εποχή των
αρχαίων, τότε ο Ελληνισμός δεν έχει
τίποτε πια να συνεισφέρει στις σημερινές
ανάγκες και τους τρόπους της εκπαίδευσης
του τεχνικού ανθρώπου ή homo
technicus.
Εάν όμως όχι, τότε θα ήμασταν ανόητοι
να μην επανεξετάσουμε και να αξιολογήσουμε,
μία
ακόμη φορά, αυτό που μας προσφέρει με
την σοφία του.
Αυτό
με φέρνει στην μεγάλη ανακάλυψη της
γενικής ιδέας για την πολιτική φύση του
ανθρώπου, ως βάση για την αρετή και την
αριστεία στη ζωή, που είμαστε σε θέση
να επιτύχουμε. Είναι αυτή η σοφία που
έχει παραμεληθεί μέχρι σήμερα, ακόμη
και από τους Ρωμαίους, οι οποίοι δεν
μιλούν για τον ενάρετο άνθρωπο ή homo
viritus/virtuous.
Είναι
σε τούτο το πλαίσιο που θέλω να καταλήξω,
με την ιδέα της ‘πολιτικής’ ηγεσίας
και την Αρετή ή αριστεία, που απαιτεί
από τους πολίτες από κοινού να αποφασίζουν
για την ενότητα που είναι η πολιτεία
τους. Αυτή η πολιτειακή ευθύνη είναι
που κάνει τον Ελληνισμό την πιο πολύτιμη
κληρονομιά, ιδιαίτερα σήμερα που η
άνοδος των ατομικών δικαιωμάτων και η
επιτυχία της τεχνοκρατίας, άνωθεν
επιβάλλει την κατεύθυνση της κάθε
ψευδο-δημοκρατικής δικτατορίας.
Επίτρεψέ
μου εν συντομία να αναφερθώ στο ιδανικό
της ομονοίας στην δημόσια ζωή. Ο ρόλος
του ανθρωπίνου νου είναι αξιόπιστος
για να κάνει το ήθος ορθολογικό, ήτοι
να δομήσει τον ανθρώπινο χαρακτήρα,
έτσι ώστε οι δυνάμεις της ανθρωπίνης
ψυχής, τα πάθη μας, να εκπαιδεύονται για
να επιλέγουν τις δράσεις που προωθούν
το κοινό καλό, με ένα ενιαίο, νοήμονα
τρόπο.
Ενώ
οι φιλόσοφοι, ιδιαίτερα ο Πλάτων και ο
Αριστοτέλης, ιδρύουν την πολιτική
θεωρία, οι τραγικοί ποιητές διδάσκουν
την ανθρώπινη πράξη επί σκηνής, ώστε να
την δουν όλες και όλοι, όπως ακριβώς οι
πολίτες είδαν στον Παρθενώνα την αρμονία
και το μέτρο της αρχιτεκτονικής,
αφιερώματα στην Αθηνά, την θεά της
σοφίας. Με διαφάνεια φέρνοντας την σοφία
σε όλους τους τομείς της δημοσίας ζωής
είναι αυτό που κάνει τον Ελληνισμό το
πρότυπο της πολιτισμένης ζωής.
Αυτή
είναι η ιδέα που είχε περιθωριοποιηθεί
από την κρίση στην Ελλάδα, στο τέλος της
ελληνιστικής περιόδου. Αντικαταστάθηκε
από άλλες, δεσποτικές απόψεις και από
εξουσιαστικά δόγματα.
Προτίθεται
να επιστρέψει ποτέ;
Αυτή
είναι η ευθύνη του έργου, πολιτικού στην
ουσία του, ενός έργου που πηγαίνει πέρα
από τη στενή έννοια του Ελληνισμού, ως
ένας τομέας ανθρωπισμού στο πλαίσιο
των ανθρωπιστικών επιστημών. Έχει ήδη
γίνει μία παγκόσμια ευθύνη.
Αυτή
η από κοινού ευθύνη νομίζω δίνει στον
ευρύτερο Eλληνισμό
το νόημα μιας πρόκλησης, που είθε να
οδηγήσει σε κοινωνικές και πολιτικές
μεταρρυθμίσεις. Αυτός είναι η Ελληνισμός
που μας περιμένει, όχι μόνον για να
μελετηθεί ως ένα παρελθόν, αλλά ως μία
ζωντανή υπόσχεση για το μέλλον μας.
Πηγή:
Anton
JP.
2010β. Ο Ελληνισμός ως μία πρόκληση―η
κουλτούρα και η παθολογία της τεχνολογίας:
από τον σοφό άνθρωπο στον τεχνικό
άνθρωπο. Διαθέσιμο διαδικτυακά στην
αγγλική γλώσσα (2016/1/13):
http://diotimablog.blogspot.com