Τα αδιέξοδα της στρατηγικής του Ταγίπ Ερντογάν για σταδιακή μετατροπή της Τουρκίας σε ένα νεοθωμανικο μόρφωμα, όπου ο ίδιος ως σύγχρονος Σουλτάνος θα ελέγχει έστω και εμμέσως μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής, της Κεντρικής Ασίας και των Βαλκανίων, οδηγούν την Άγκυρα σε έναν γενικευμένο αναθεωρητισμό, σε απερίσκεπτες συγκρούσεις με γειτονικές χώρες, περιφερειακές αλλά και παγκόσμιες δυνάμεις, ενώ την βουλιάζει σε μια επικίνδυνη χωρίς επιστροφή εσωτερική σύγκρουση, με το Κουρδικό στοιχείο.
Η Τουρκία από το success story των προηγούμενων ετών της εκρηκτικής οικονομικής ανάπτυξης, της επέκτασης της πολιτικής, οικονομικής και διπλωματικής επιρροής, έχει μετατραπεί σε "μέρος" όλων των περιφερειακών προβλημάτων: της Συρίας, του Ιράκ, του Κυπριακού, της Γάζας, της Κριμαίας, της σύγκρουσης Σιϊτών –Σουνιτών στην Μέση Ανατολή.
Με το καθεστώς Ερντογαν να βαδίζει πλέον ολοταχώς στην δημιουργία ενός αυταρχικού καθεστώτος μεσανατολικού τύπου, η Τουρκία γίνεται ολοένα και πιο επιθετική, ολοένα και πιο απειλητική, εναντίον εκείνων των «αντιπάλων» που προβάλλουν ως οι πλέον... ακίνδυνοι.
Η επιλογή της κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους στα σύνορα με την Συρία (που ήταν δεδομένο ότι δεν θα οδηγούσε σε θερμή σύγκρουση Ρωσίας –Τουρκίας) είχε τεράστιο γεωπολιτικό και οικονομικό κόστος για την Τουρκία, όμως έδωσε την ευκαιρία στον Τ. Ερντογαν να αυτοπροβάλλεται ως ο ισχυρός ηγέτης της σουνιτικης Μέσης Ανατολής και συγχρόνως να υποχρεώνει το ίδιο το ΝΑΤΟ να αναλάβει την… αντιπυραυλική προστασία της Τουρκίας, όταν είναι γνωστό ότι κανείς δεν απειλεί με πυραύλους την Τουρκία, εκτός ίσως από τους ρωσικούς S400 που αφορούν μόνο την συριακή επικράτεια.
Αποθρασυμένη από την υποστήριξη που, έστω και με απροθυμία, προσέφεραν πολλοί σύμμαχοι, η Τουρκία επιχειρεί να εκβιάσει και πάλι μια σύγκρουση με την Ρωσία κτυπώντας αυτή την φορά σε μια ευαίσθητη χορδή: την Κριμαία. Οι επισκέψεις τουρκόφωνων Τατάρων στην Άγκυρα και οι ειδήσεις περί εξοπλισμού ομάδων τουρκόφωνων της Κριμαίας και της Ανατολικής Ουκρανίας για την «απελευθέρωση» της περιοχής από την Ρωσία, οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση την ένταση στις ρωσοτουρκικές σχέσεις.
Οι στενές πλέον σχέσεις του Ερντογάν με το σουνιτικό καθεστώς της Σ. Αραβίας και η επίσκεψη του στο Ριάντ λίγες μόνο ημέρες μετά την απόφαση για εκτέλεση του Σϊίτη ιμάμη της Σαουδικής Αραβίας που προκάλεσε την οργή της Τεχεράνης, έχει δημιουργήσει τεράστια καχυποψία στο ιρανικό καθεστώς που πριν μερικά χρόνια θεωρούσε «σύμμαχο» τον Ερντογάν.
Το καθεστώς Ερντογάν έχοντας πλέον απέναντι του, το Ιράκ, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Μόσχα, την Τεχεράνη να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική, και το Ισραήλ αρκετά σκεπτικό ως προς την διάσταση που θα μπορούσε να λάβει η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών, επιχειρεί να αποκαταστήσει την σχέση του με την Ευρώπη, υπό όρους ισχύος με όχημα το μεταναστευτικό και συγχρόνως να εξουδετερώσει κάθε «αντίδραση» από τον «Ελληνικό παράγοντα» σε ό,τι αφορά την Ε.Ε..
Απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο η Άγκυρα έχει επιλέξει τα τελευταία χρόνια μια τακτική «διπλής όψεως». Με τις γνωστές ανατολίτικες γαλιφιές και επικοινωνιακές μεγαλοστομίες οι κ.Ερντογάν και Νταβουτογλου έχουν πετύχει να ομιλεί η διεθνής κοινότητα για μοντέλο σχέσεων (σε ό,τι αφόρα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις) και «πολλά υποσχόμενη στήριξη» των συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού, περνώντας σε δεύτερο πλάνο την καθημερινή και έμπρακτη αμφισβήτηση της Ελληνικής κυριαρχίας και την υιοθέτηση όλο και πιο ακραίων διχοτομικών θέσεων στο Κυπριακό όπου έχουν επιβάλει μάλιστα στην Κύπρο περιορισμένη άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Η ελληνική κυβέρνηση υποκύπτει στην «γοητεία» του τούρκου ηγέτη και επενδύει πολιτικά στην προσδοκία ότι, η σιωπή έναντι της Τουρκίας και η στήριξη της σε Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, θα συγκινήσει την τουρκική ηγεσία ώστε να ανταποκριθεί στις ελληνικές κινήσεις καλής θέλησης, εξασφαλίζοντας συγχρόνως η ίδια και τα «Μπράβο» αμερικανών και Ευρωπαίων…
Τα όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στο Αιγαίο με την έκδοση μια σειράς προκλητικών ΝΟΤΑΜ αλλά και στο κυπριακό με τον Ακιντζι να προσεγγίζει σε επίπεδο θέσεων όλο και πιο πολύ το πάγιο ακραία συνομοσπονδιακό μοντέλο που προωθεί η Άγκυρα, δεν φαίνονται αρκετά για να ξυπνήσουν από τον λήθαργο της την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Που ενδεχομένως λόγω της αδυναμίας της χώρας και των ιδεοληψιών των στελεχών της, θεωρεί (και θέλει να πείσει όλους γι αυτό) ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από αυτόν του απόλυτου κατευνασμού. Τουλάχιστον ας γνωρίζουμε (μεταξύ μας) ποια είναι η αλήθεια. Και ότι το συμφέρον της χώρας δεν είναι η μετατροπή της και μάλιστα αμαχητί σε δορυφόρο της Νεοθωμανικής Τουρκίας…