«Είναι απόδειξη παρακμής το γεγονός ότι ο καλύτερος από τους τέσσερις υποψήφιους για την προεδρία του κόμματός μας είναι ο Βαγγέλης». Η φράση ειπώθηκε πριν τον δεύτερο γύρο από καραμανλικό βουλευτή, ο οποίος, όμως, είχε εγκαίρως συνειδητοποιήσει ότι ο υποψήφιος που υποστήριζε δεν μπορούσε να σηματοδοτήσει την επανάκαμψη της ΝΔ στο πολιτικό παιχνίδι.
Το προβάδισμα των 11 μονάδων που εξασφάλισε ο Μεϊμαράκης στον πρώτο γύρο δημιούργησε την εντύπωση πως η μάχη είχε κριθεί. Όχι μόνο λόγω του γεγονότος ότι μία τέτοια διαφορά ήταν δύσκολο να καλυφθεί, αλλά και επειδή θεωρήθηκε πως θα δημιουργούσε έναν αέρα νίκης που θα εξουδετέρωνε τις αντισυσπειρώσεις. Το αποτέλεσμα διέψευσε αυτές τις εκτιμήσεις, επιφέροντας μία πολυδιάστατη αλλαγή σελίδας στην αξιωματική αντιπολίτευση με άμεσες επιπτώσεις στο σύνολο του πολιτικού συστήματος. Για να ανιχνεύσουμε αυτές τις επιπτώσεις είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στις αιτίες της μεγάλης αυτής ανατροπής.
Η ήττα της ΝΔ τον Ιανουάριο 2015 μπορεί να μην ήταν συντριπτική, αλλά ήταν στρατηγικού χαρακτήρα. Η πλειονότητα του εκλογικού σώματος (μικρομεσαία στρώματα που λόγω των μνημονιακών πολιτικών είχαν πέσει στον γκρεμό ή ήταν στο χείλος του) είχε με οργή γυρίσει την πλάτη στα κόμματα που συγκροτούσαν την κυβέρνηση Σαμαρά. Αυτό φάνηκε καθαρά στο δημοψήφισμα, όταν το “όχι” συνέτριψε το μέτωπο των κατεστημένων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που είχε συσπειρωθεί στο “ναι” με σημαία το “μένουμε Ευρώπη”.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Παρά την εντυπωσιακή μνημονιακή κωλοτούμπα του, ο Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, σχεδόν χωρίς απώλειες. Ο κύριος λόγος ήταν πως είχε υπογράψει και ψηφίσει, αλλά δεν είχε τότε ακόμα αρχίσει να εφαρμόζει Μνημόνιο. Όταν άρχισε να έρχεται ο “λογαριασμός” σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις άρχισε και ο ΣΥΡΙΖΑ να χάνει εκλογικό έδαφος.
Η αλλαγή του κλίματος ενίσχυσε την υποψηφιότητα Μητσοτάκη. Πιθανότατα, θα ήταν άλλο το αποτέλεσμα εάν η εκλογή προέδρου της ΝΔ είχε πραγματοποιηθεί σε μικρή χρονική απόσταση από τις κάλπες του Σεπτεμβρίου. Και τότε η υποψηφιότητα Μεϊμαράκη δεν είχε πολιτική δυναμική, αλλά, δεδομένης της υποστήριξης του Καραμανλή, το κλίμα την ευνοούσε.
Προφανώς, κρίσιμο ρόλο για τη νίκη του Κυριάκου έπαιξε το γεγονός ότι και οι δύο υποψήφιοι που έμειναν εκτός δεύτερου γύρου (Τζιτζικώστας και Γεωργιάδης) τάχθηκαν ευθέως ή εμμέσως υπέρ της δικής του υποψηφιότητας. Είναι αξιοσημείωτο ότι πολιτικοί εκφραστές της λεγόμενης Λαϊκής Δεξιάς στη ΝΔ, με πρώτο και κύριο τον Σαμαρά, υποστήριξαν ένα δεδηλωμένο (νεο)φιλελεύθερο. Η στάση τους αυτή υπαγορεύθηκε κυρίως από εσωκομματικές σκοπιμότητες και όχι από ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια.
Ούτε η δική τους υποστήριξη θα έφθανε, όμως, εάν δεν εκδηλωνόταν σε κοινωνικό επίπεδο μία συσπείρωση των εύπορων φιλελεύθερων αστών υπέρ της υποψηφιότητας Μητσοτάκη. Από τις εκλογές του 2012 οι ψηφοφόροι αυτής της κατηγορίας έχουν κατά κανόνα καταφύγει εκλογικά στη ΝΔ, παρότι αρκετοί απ’ αυτούς παραδοσιακά ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ, με λογική ανάσχεσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι ψηφοφόροι αυτής της κατηγορίας έδωσαν τον τόνο στην κομματική εκλογή, επειδή θεωρούν ότι ο Κυριάκος τους εκφράζει όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά και ως προφίλ. Το λαϊκό προφίλ του Μεϊμαράκη δεν τους εμπνέει, εάν δεν τους απωθεί. Πολύ περισσότερο, όταν ήταν εμφανές πως η υποψηφιότητά του εξέφραζε μία μίζερη εκδοχή συνέχειας στη ΝΔ και όχι το αναγκαίο γύρισμα σελίδας με σκοπό τη γρήγορη επάνοδο στην εξουσία.
Όπως ο πατέρας Μητσοτάκης στη δεκαετία του 1980 είχε εκλεγεί αρχηγός της ΝΔ σαν αντι-Ανδρέας, έτσι και ο υιός, τριάντα τόσα χρόνια μετά, εξελέγη σαν αντι-Τσίπρας. Ο Μεϊμαράκης άφηνε να εννοηθεί πως θα ακολουθήσει μία ήπια αντιπολιτευτική στρατηγική και δεν απέκλειε να δίνει τη συναίνεσή του όπου ήταν αναγκαίο. Αντιθέτως, ο Κυριάκος ύψωσε εξαρχής τη σημαία της μετωπικής αντιπολίτευσης.
Με τον τρόπο αυτό ευθυγραμμίσθηκε και εξέφρασε τα “θέλω” όχι μόνο του σκληρού πυρήνα των δεξιών ψηφοφόρων, αλλά και των φιλελεύθερων αστών. Αυτοί έχουν όχι μόνο ιδεολογικό και πολιτικό πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και αισθητικό. Θεωρούν τα στελέχη του περίπου σαν τυχάρπαστους επιβήτορες της εξουσίας που πρέπει να εκδιωχθούν το ταχύτερο δυνατόν. Κατά μία έννοια, το κλίμα θυμίζει τον τρόπο που οι δεξιοί αντιμετώπιζαν το ΠΑΣΟΚ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980.
Είναι ενδεικτικές οι μεγάλες αντιδράσεις που προκάλεσε η συμφωνία του πρωθυπουργού με τους προέδρους των εργοδοτικών ενώσεων (ειδικά με τον πρόεδρο του ΣΕΒ) για το ζήτημα της αύξησης της εργοδοτικής εισφοράς. Οι αντιδράσεις ήταν περισσότερο πολιτικού παρά οικονομικού χαρακτήρα. Όσοι αντέδρασαν αντιλαμβάνονται τον ΣΕΒ σαν προέκταση της ΝΔ και ως εκ τούτου θεωρούν αδιανόητο να διευκολύνεται ο “εχθρός”. Στην πραγματικότητα, όμως –σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες– οι εργοδότες έδωσαν τη συναίνεσή τους αφού εξασφάλισαν τη σαφή πρωθυπουργική υπόσχεση για σημαντικά ανταλλάγματα που θα ανακοινωθούν προσεχώς.
Η συναινετική στρατηγική των καραμανλικών είχε ως στόχο να διευκολυνθεί η κυβέρνηση Τσίπρα να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, εφαρμόζοντας το 3ο Μνημόνιο. Πίστευαν δικαιολογημένα ότι στο τέλος αυτής της διαδικασίας ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε υποστεί ανήκεστο πολιτικοεκλογική βλάβη, γεγονός που θα καθιστούσε δεδομένη την επάνοδο της ΝΔ. Αν και δεν το έχει πει ποτέ, όλα δείχνουν ότι ο Καραμανλής σχεδίαζε να οδηγήσει αυτός την επέλαση-περίπατο προς την εξουσία με τον αέρα του έμπειρου ηγέτη που επιπλέον έχει διδαχθεί από τα λάθη του.
Αυτό που δεν κατάλαβαν οι καραμανλικοί είναι ότι όταν ψηφίζουν εκατοντάδες χιλιάδων πολίτες η εκλογή δεν μπορεί να εξασφαλισθεί με όρους κομματικών μηχανισμών. Αυτό, άλλωστε, είχε φανεί στην εσωκομματική αναμέτρηση του 2009. Τότε, παρότι έλεγχε σε μεγάλο βαθμό το συνέδριο, η Ντόρα είχε ηττηθεί από τον Σαμαρά. Ως εκ τούτου, οι τωρινές σχεδιασμοί των καραμανλικών ήταν επί χάρτου. Δεν είχαν τις προϋποθέσεις υλοποίησης.
Αναμφισβήτητα, η συμμετοχή ενός τόσο μεγάλου αριθμού πολιτών στην κομματική εκλογή επιβεβαίωσε ότι η ΝΔ παραμένει πυλώνας του πολιτικού συστήματος. Η εκλογή, μάλιστα, του Κυριάκου εκ των πραγμάτων συνιστά γύρισμα σελίδας. Εκ των πραγμάτων διαλύει το κλίμα ηττοπάθειας, προκαλεί μία συσπείρωση, τροφοδοτεί προσδοκίες νίκης και κατ’ επέκτασιν δημιουργεί μία πολιτική δυναμική.
Όλα τα παραπάνω, όμως, είναι η μία μόνο όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι ότι ο Μητσοτάκης όχι μόνο πρέπει να διαχειρισθεί τις δεδομένες εσωκομματικές αντιθέσεις, αλλά και να συμβιβάσει την επαγγελία της μετωπικής αντιπολίτευσης με δύο παράγοντες που τον ωθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση:
Πρώτον, το γεγονός ότι ο ίδιος πιστεύει ότι η εφαρμογή του Μνημονίου είναι μονόδρομος. Ως υπουργός της κυβέρνησης Σαμαρά, μάλιστα, είχε δώσει δείγματα γραφής. Ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να αντιταχθεί σε επιμέρους μέτρα, αλλά όχι στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής, έτσι όπως αυτή ορίζεται από τις προβλέψεις του 3ου Μνημονίου. Με άλλα λόγια, ανάμεσα στον σημερινό Τσίπρα και στον Μητσοτάκη υπάρχει ένας μεγάλος κοινός παρονομαστής, ο οποίος δεν μπορεί να επικαλυφθεί ακόμα και εάν οι δύο πλευρές υιοθετήσουν στη μεταξύ τους αντιπαράθεση πολεμική ρητορική.
Δεύτερον, το γεγονός ότι το ευρωιερατείο και οι ομοϊδεάτες του Κυριάκου στην Ευρώπη θα του ασκήσουν ασφυκτικές πιέσεις τουλάχιστον να μην εναντιωθεί ενεργά στη λήψη των επώδυνων μνημονιακών μέτρων.
Τις επόμενες ημέρες θα αρχίσει η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με το Κουαρτέτο για τις αλλαγές στο Ασφαλιστικό με βάση το σχέδιο Κατρούγκαλου. Ως (νεο)φιλελεύθερος, ο Κυριάκος μπορεί να είναι αντίθετος και με την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών και με το τέλος στις τραπεζικές συναλλαγές. Δεν μπορεί, όμως, να λέει ταυτοχρόνως πως δεν πρέπει να περικοπούν οι κύριες και οι επικουρικές συντάξεις (όπως λέει η ΝΔ), χωρίς να υποδεικνύει συγκεκριμένα από πού θα χρηματοδοτηθεί το ασφαλιστικό σύστημα. Οι γενικόλογες δηλώσεις για μείωση των δημοσίων δαπανών κλπ δεν πείθουν πλέον κανένα. Το ίδιο θα συμβεί και με το άλλο πολιτικό αγκάθι, τη φορολόγηση των αγροτών.
Προς το παρόν, όμως, ο Μητσοτάκης έχει μόνο πολιτικά κέρδη. Ο ενθουσιασμός που έχει προκαλέσει η εκλογή του σ’ όλο το φάσμα των φιλελεύθερων πιέζει τα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου. Η Γεννηματά έσπευσε να περιχαρακώσει το ΠΑΣΟΚ, καταγγέλοντας τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις του νέου αρχηγού της ΝΔ. Κατά πάσα πιθανότητα, μάλιστα, για να επιβιώσει θα επιχειρήσει να επιδοθεί σε διμέτωπο. Θα υψώσει ακόμα περισσότερο τους αντιπολιτευτικούς τόνους προς την κυβέρνηση και ταυτοχρόνως θα ασκεί κριτική στις επιλογές της ΝΔ.
Εάν αυτή η τακτική θα αποδειχθεί ικανή να διασώσει το ΠΑΣΟΚ και το σχήμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης θα φανεί σύντομα. Είναι, ωστόσο, ορατό δια γυμνού οφθαλμού πως στη Χαριλάου Τρικούπη δεν έχουν ακόμα αποδεχθεί πως έχουν υποβιβασθεί στη δεύτερη κατηγορία, πως είναι πλέον μικρό κόμμα. Τους το υπενθύμισαν οι δηλώσεις του βουλευτή Λακωνίας Γρηγοράκου, οι οποίες και οδήγησαν στη διαγραφή του. Η στάση του δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε μεμονωμένο φαινόμενο. Μάλλον είναι ένα επεισόδιο που θα έχει συνέχεια.
Στο Ποτάμι δεν είχαμε ακόμα τέτοιο κρούσμα, αλλά είναι κοινό μυστικό ότι αυτό το νεοπαγές φιλελεύθερο κόμμα αφενός δύσκολα πλέον μπορεί να επιβιώσει εκλογικά, αφετέρου έχει χαμηλή συνοχή και ως εκ τούτου ασθενείς αντιστάσεις. Έχοντας συνείδηση των φυγόκεντρων τάσεων που αναπτύσσονται, ο Θεοδωράκης προτίμησε να κάνει ο ίδιος πολιτικό άνοιγμα προς τον Κυριάκο, προκειμένου να μη χάσει τον έλεγχο. Μένει να αποδειχθεί εάν το φλερτ θα μετεξελιχθεί σε κάποιου είδους πολιτικό γάμο.
Είναι πολλοί πλέον οι παράγοντες στον ενδιάμεσο χώρο που κρίνουν πως δεν υπάρχει η πολυτέλεια ύπαρξης τριών κομμάτων. Γι’ αυτό και θεωρούν πως πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες με στόχο της συγκρότηση ενός ισχυρού πολιτικού φορέα, ικανού να αντισταθεί στις φυγόκεντρες τάσεις λόγω της πολιτικής έλξης που ασκεί από τη μία πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη και από την άλλη η ΝΔ του Κυριάκου. Επειδή, όμως, τέτοιες συζητήσεις γίνονται εδώ και αρκετό καιρό χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα, είναι αμφίβολο εάν και τώρα θα έχουν καλύτερη τύχη. Η Ένωση Κεντρώων δεν περιλαμβάνεται στους παραπάνω σχεδιασμούς, αλλά υφίσταται και αυτή πίεση, παρότι είναι προσωποκεντρικό κόμμα.
Το επόμενο διάστημα θα δείξει εάν η πολιτική δυναμική που τροφοδότησε η εκλογή του Μητσοτάκη θα αλλάξει την πολιτική γεωγραφία και πόσο. Κατά μία έννοια, επανέρχεται στο προσκήνιο με άλλη μορφή η παλαιότερη συζήτηση των Σαμαρά και Βενιζέλου για συγκρότηση ενός “ευρωπαϊκού μετώπου” με σκοπό την ανάσχεση του ΣΥΡΙΖΑ. Το εν λόγω μέτωπο είχε κατά κάποιον τρόπο μορφοποιηθεί τις ημέρες του δημοψηφίσματος με το κίνημα “μένουμε Ευρώπη”. Η συντριπτική ήττα του, όμως, είχε θέσει άδοξο τέλος στις σχετικές ζυμώσεις.
Έξι μήνες μετά, οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Έχει μεσολαβήσει η κωλοτούμπα του Τσίπρα και η προϊούσα φθορά της κυβέρνησής του, λόγω της εφαρμογής των μέτρων του 3ου Μνημονίου. Εκτός αυτού, σήμερα υπάρχει σημείο αναφοράς για τους φιλελεύθερους κι αυτός είναι ο Κυριάκος. Τηρουμένων των αναλογιών, λειτουργεί όπως λειτούργησε για το φάσμα των εύπορων φιλελεύθερων αστών τη δεκαετία του 1990 η εκλογή του Σημίτη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Τότε, ο Σημίτης είχε διευρύνει την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ, προσελκύοντας τέτοια στρώματα και είχε κερδίσει τις εκλογές του 1996 και οριακά τις εκλογές του 2000. Τότε, όμως, δεν υπήρχε η σημερινή κρίση. Τα λαϊκά στρώματα που είχαν προσδεθεί εκλογικά στο ΠΑΣΟΚ λόγω των πολιτικών του Ανδρέα Παπανδρέου, συνέχισαν κατά κανόνα να παραμένουν σ’ αυτό και επί Σημίτη, παρότι η προσωπικότητα και το στυλ του νέου αρχηγού δεν τους ενέπνεε.
Αντιθέτως, σήμερα η κρίση έχει αποσαρθρώσει σε μεγάλο βαθμό τις παραδοσιακές κομματικές ταυτίσεις. Μ’ αυτή την έννοια, ο δρόμος του Μητσοτάκη θα είναι πολύ πιο δύσβατος. Τα πολιτικά διλήμματα που θα κληθεί σύντομα να απαντήσει ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έχουν άμεσες επιπτώσεις στην εκλογική επιρροή της ΝΔ.
Τα εύπορα φιλελεύθερα αστικά στρώματα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκλογή Μητσοτάκη δεν αρκούν για να τον κάνουν πρωθυπουργό. Το κέντρο βάρους στις εθνικές εκλογές είναι διαφορετικό από το αντίστοιχο της πρόσφατης κομματικής εκλογής. Με άλλα λόγια, για να κερδίσει η ΝΔ πρέπει να προσελκύσει ένα σημαντικό τμήμα από τη μικρομεσαία “θάλασσα”, η οποία πιέζεται αφόρητα από την κρίση και στην πλειονότητά της κινδυνεύει να πέσει στον γκρεμό ή και έχει ήδη πέσει.
Ο φιλελεύθερος πολιτικός λόγος του Κυριάκου μπορεί να γοητεύει τους φιλελεύθερους αστούς, αλλά στα μάτια της πολυπληθούς αυτής κατηγορίας μικρομεσαίων ψηφοφόρων θα δοκιμασθεί όταν προσεχώς θα κληθεί να απαντήσει κρίσιμα ερωτήματα, όπως το Ασφαλιστικό. Ένα μεγάλο τμήμα της μικρομεσαίας “θάλασσας” ψήφιζε παραδοσιακά τη ΝΔ, στο πλαίσιο του ιδιότυπου κοινωνικού συμβολαίου που είχε συνάψει μαζί της ο καραμανλισμός.
Από αδράνεια αρκετοί παραμένουν προσκολημμένοι στην παράταξη. Όσοι είχαν στραφεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ βλέπουν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται και στην απόγνωσή τους εξ αντιδιαστολής πιθανώς να επιστρέψουν. Αντιθέτως, όσοι έχουν στραφεί προς τη Χρυσή Αυγή δεν έχουν αντίστοιχο λόγο.
Στο μέγαρο Μαξίμου προτιμούσαν την εκλογή Μεϊμαράκη και το έδειξαν χοντροκομμένα, κατά τρόπο που αποδυνάμωσε την υποψηφιότητά του. Ορισμένοι διείδαν ένα σατανικό σχέδιο, αλλά η θεωρία αυτή δεν επιβεβαιώνεται. Ο Τσίπρας και οι επιτελείς του πράγματι προτιμούσαν τον Μεϊμαράκη, θεωρώντας πως μαζί του θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα κλίμα σχετικής συναίνεσης, το οποίο θα διευκόλυνε την κυβέρνηση στις πολιτικές και κοινοβουλευτικές δοκιμασίες που έχει μπροστά της.
Όταν, όμως, φάνηκε η νίκη του Μητσοτάκη άρχισαν να βλέπουν την άλλη όψη του νομίσματος. Ο Καμμένος ύψωσε τη σημαία του καραμανλισμού και άρχισε να κάνει σχέδια επί χάρτου για τη μεταγγραφή στους ΑΝΕΛ καραμανλικών βουλευτών, οι οποίοι και θα διεύρυναν την τωρινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153.
Στο μέγαρο Μαξίμου ανακάλυψαν ότι με αντίπαλο το νεοφιλελεύθερο Μητσοτάκη μπορούν να χαράξουν μία πειστική διαχωριστική ιδεολογικοπολιτική γραμμή που δύσκολα θα μπορούσαν να υπερβούν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι που αντιτίθενται στο νεοφιλελευθερισμό. Ναι μεν, λοιπόν, η ΝΔ του Κυριάκου θα προσελκύσει φιλελεύθερους του ενδιάμεσου χώρου, αλλά στο κλίμα της πόλωσης, οι υπόλοιποι, για να επιβιώσουν, θα υποχρεωθούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να συνταχθούν με την κυβερνητική πλειοψηφία.
Ο πολιτικός υπολογισμός δεν είναι παντελώς αβάσιμος, αλλά παρακάμπτει το σημαντικότερο: Η εφαρμογή του 3ου Μνημονίου συρρικνώνει με ταχύ ρυθμό την πολιτική επιρροή και την εκλογική βάση στήριξης της κυβέρνησης Τσίπρα. Ακριβώς γι’ αυτό καθιστά μετέωρους τέτοιους σχεδιασμούς. Μπορεί ο Μητσοτάκης να μην προσφέρει προσδοκία, αλλά τουλάχιστον είναι στην αντιπολίτευση. Εάν, μάλιστα, η σημαία που έχει υψώσει εναντίον του λαϊκισμού δεν μετατραπεί σε πράξεις, όλο και κάποιους θα ψαρέψει στα θολά νερά της τόσο δύσκολης εποχής μας.