Αν μελετήσει κανείς τις μικρές λεπτομέρειες στο σημερινό παζλ της παγκόσμιας οικονομίας, τότε σίγουρα θα αναρωτηθεί αν τα σημάδια της κρίσης με τις χρηματιστηριακές αγορές να κλονίζονται, τις τιμές του πετρελαίου και των πρώτων υλών να κατακρημνίζονται και τις αναπτυσσόμενες αγορές και τα νομίσματα τους να κλυδωνίζονται είναι απότοκο των οικονομικών κύκλων ή μήπως υποκρύπτουν κάτι άλλο; Κοντολογίς βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, με τους ισχυρούς να κλείνουν τους λογαριασμούς με τους αναιδείς που σήκωσαν κεφάλι τα προηγούμενα χρόνια ή πρόκειται για ένα από τα σκαμπανεβάσματα, συνηθισμένα στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, που αργά ή γρήγορα θα ξεπεραστούν και όλα θα επανέλθουν στην κανονικότητά τους;
Φαινομενικά η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κρίση: η Κίνα εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης των θεαματικών ρυθμών ανάπτυξης της προηγούμενης δεκαετίας, παρασύροντας τα διεθνή Χρηματιστήρια και τις αγορές μετάλλων και εμπορευμάτων. Η ρωσική οικονομία κινείται σε ρυθμούς ύφεσης. Στην ευρωζώνη επικρέμεται η απειλή του αποπληθωρισμού, ενώ πολιτικές αβεβαιότητας είναι τόσο μεγάλες, ώστε όλοι να αντιμετωπίζουν την Γερμανία ως τη μοναδική σταθερά του συστήματος. Η Ιαπωνία εξακολουθεί να παραμένει όμηρος του αποπληθωρισμού, της στασιμότητας και της δημογραφικής κρίσης. Το πείραμα των άλλοτε φιλοδοξώνς BRICS καταρρέει από το βάρος των προβλημάτων της Ρωσίας, της Βραζιλίας. Και τέλος η κινεζική επιβράδυνση απειλεί να συμπαρασύρει τις οικονομίες της ΝΑ Ασίας, οι οποίες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό είναι εξαρτημένες από το Πεκίνο.
Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί με τα στοιχεία τους επιβεβαιώνουν αυτές τις δυσοίωνες προοπτικές. Στο τέλος του χρόνου, η Κριστίν Λαγκάρντ διατύπωσε την απαισιοδοξία της για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας το 2016.Η επικεφαλής του ΔΝΤ περιέγραψε με μελανά χρώματα τις προοπτικές για την τρέχουσα χρονιά. Η ανάπτυξη θα είναι απογοητευτική και άνισα κατανεμημένη, αναφέρει σε ολοσέλιδο άρθρο στην γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt. Η Λαγκάρντ δικαιολογεί την απαισιοδοξία της με τη μείωση της παραγωγικότητας, λόγω γήρανσης του πληθυσμού και τις επιπτώσεις από την παγκόσμια δημοσιονομική κρίση. Ως επιπλέον λόγους επικαλείται την αλλαγή προσανατολισμού του κινεζικού μοντέλου ανάπτυξης και τη διαφαινόμενη αποκατάσταση της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, για τη ζώνη του ευρώ η Λαγκάρντ πιστεύει ότι είναι σε θέση να αυξήσει τις προοπτικές ανάπτυξης, εφόσον αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα κόκκινα δάνεια ύψους 900 δις ευρώ, ένα από τα μεγάλα δυσεπίλυτα προβλήματα που άφησε η δημοσιονομική κρίση. Αυτό θα ενίσχυε τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών έναντι επιχειρηματιών, αλλά και ιδιωτών και κατά συνέπεια την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του φθηνού χρήματος, ενώ θα βελτίωνε τις προοπτικές ανάπτυξης και την εμπιστοσύνη των αγορών.
Αν όμως αποπειραθεί κανείς να αναζητήσει τα σημάδια αυτής της οικονομικής αβεβαιότητας στο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο, θα αντιληφθεί ότι τελικά η οικονομία λειτουργεί ως πρώτης τάξεως όπλο, για πολιτικές αλλαγές που ευνοούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, η αλλαγή της αμερικάνικης νομισματικής πολιτικής που έχει ξεκινήσει τον τελευταίο χρόνο, προκάλεσε μία σειρά προβλημάτων σε πολλές οικονομίες "ατίθασων" χωρών. Για παράδειγμα η Βραζιλία, ιδρυτικό μέλος των BRICS, η οποία αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Η σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ , επιδεινώνει την ήδη παραπαίουσα οικονομία της από την πτώση της τιμής του πετρελαίου και των πρώτων υλών και εμπορευμάτων. Η κυρία Ρούσεφ σίγουρα θα αισθάνεται ανασφαλής, καθώς διαπιστώνει ότι θα πρέπει να προχωρήσει σε περικοπές, οι οποίες δύσκολα θα είναι διαχειρίσιμες στο σημερινό περιβάλλον που κυριαρχείται από τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η διαφθορά και τα σκάνδαλα. Και φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για παροχή βοήθειας σε οικονομίες της Νότιας Αμερικής, που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. ΄Ετσι ο κ.Μαντούρο, ο οποίος ήδη πληρώνει την πτώση της τιμής του πετρελαίου, μένει ουσιαστικά μόνος αντιμέτωπος με την αντιπολίτευση, η οποία ήδη ελέγχει την εθνοσυνέλευση αλλά και με ένα υπέρογκο εξωτερικό χρέος, υψηλό πληθωρισμό και την ύφεση. Υπό το πρίσμα αυτό, η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου Μάκρι στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, μπορεί να είναι προάγγελος ευρύτερων πολιτικών εξελίξεων σε όλη την Νότια Αμερική, οι ηγεσίες της οποίας την προηγούμενη δεκαετία είχαν εφαρμόσει πολιτικές κοινωνικών παροχών ώστε να περιορισθεί η ανισότητα και οι οποίες σίγουρα απέχουν πολύ από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι και η εκλογή Μάκρι ήταν αποτέλεσμα των προβλημάτων στην οικονομία της χώρας, που προκλήθηκαν από την πτώση των τιμών στα εμπορεύματα και στις πρώτες ύλες, αλλά και τη γνωστή ιστορία με τους Αμερικανούς κερδοσκόπους του χρέους, που μπλόκαραν τη συμφωνία με τους πιστωτές της χώρας που θα επέτρεπε τη χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές.
Η πτώση των τιμών των πρώτων υλών, εμφανίζεται από τα περισσότερα διεθνή ΜΜΕ ως αποτέλεσμα της επιβράδυνσης της ζήτησης από την Κίνα. Αν όμως προσπαθήσει να δεί κανείς πίσω από τους αριθμούς, θα διαπιστώσει ότι με πρόσχημα την πτώση των τιμών, πραγματοποιείται μία πρωτοφανής προσπάθεια ελέγχου της προσφοράς. Οι μεγάλες μεταλλευτικές εταιρίες της Δύσης αλλά και της Κίνας, με το πρόσχημα της αποχώρησης, προσπαθούν να ελέγξουν όσο το δυνατόν περισσότερα κοιτάσματα. Τυπικό παράδειγμα ο χαλκός. Η Κίνα σύμφωνα με υπολογισμούς, απορροφά περίπου το 45% της προσφοράς και θεωρείται ως η βασική αιτία για την πτώση της τιμής του. Παρόλα αυτά, κινεζικοί επενδυτικοί όμιλοι έχουν ξεκινήσει ένα ράλι ελέγχου κοιτασμάτων στο Περού, στην Ρωσία αλλά και στην Αφρική. Ουσιαστικά επαναλαμβάνει την ίδια πρακτική που είχε ακολουθήσει πριν οκτώ χρόνια, όταν προχώρησε σε αγορές μετάλλων εκμεταλλευόμενη τις χαμηλές τιμές, προκειμένου να έχει αποθέματα πρώτων υλών για να καλύψει τη ζήτηση βιομηχανικών προϊόντων που θα έρχονταν με την ανάκαμψη.
Αν αναλογιστεί κανείς πόσες οικονομίες εξαρτώνται από τις εξαγωγές μετάλλων και εμπορευμάτων, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει με ποιο τρόπο μπορεί, όποιος ελέγχει την παραγωγή να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις, τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που βιώνουμε σήμερα με τις τιμές του πετρελαίου. Τα θύματα του πολέμου αυτού είναι ήδη γνωστά. Στον κατάλογο των θυμάτων, σημαίνουσα θέση έχουν δύο οικονομίες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια είχαν βρεθεί αντιμέτωπες με πολλές από τις επιλογές της Δύσης: Βενεζουέλα και Ρωσία. Η πρώτη χρηματοδοτούσε περίπου το 90% των δημοσιονομικών της δαπανών και η δεύτερη πάνω από το 50%. Η οικονομία της Βενεζουέλας βρίσκεται πλέον στα πρόθυρα της κατάρρευσης και οι πρόσφατες εκλογές έδειξαν, με ποιόν τρόπο επηρεάστηκε το πολιτικό σκηνικό. Η οικονομία της Ρωσίας αντιμετωπίζει προβλήματα με την ισοτιμία του νομίσματος, τον πληθωρισμό και τη στασιμότητα της οικονομίας. Και το μείζον ερώτημα είναι, το κατά πόσον τα αγκάθια αυτά μπορεί να επηρεάσουν τη στάση της στα ανοικτά μέτωπα με την Δύση, όπως για παράδειγμα στην Συρία και στην Ουκρανία . Επίσης, όταν μιλά κανείς για πετρέλαιο, δεν μπορεί να αγνοήσει και τις επιπτώσεις που έχει στη διαμάχη μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Αν και οι δύο χώρες, η κάθε μία για διαφορετικό λόγο μπορεί να ανταπεξέλθουν στις χαμηλές τιμές, εντούτοις κανείς δεν αμφισβητεί ότι πρόκειται για έναν αγώνα αντοχής, στον οποίο ο νικητής, θα έχει το "πάνω χέρι", τόσο στην ενεργειακή αγορά όσο και στις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή.
Όλα αυτά σίγουρα επηρεάζουν και την Ευρώπη, καθώς κάθε κρίση ισχυροποιεί ακόμα περισσότερο τον ισχυρό και καθιστά ακόμα πιο ευάλωτο τον αδύναμο. Για παράδειγμα, η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της κινέζικης οικονομίας, επηρεάζει την οικονομία της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ευρώπης, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αξία των εμπορικών συναλλαγών Ε.Ε.- Κίνας αγγίζει ημερησίως το €1 δισεκατομμύριο. Επομένως, η Κίνα αποτελεί κλειδί για την ανάκαμψη της Ευρωζώνης, καθώς αγοράζει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ευρωπαϊκών προϊόντων, κυρίως βιομηχανικών, τεχνολογίας και πολυτελείας. Το 2014, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς την Κίνα έφτασαν στο ρεκόρ των €165 δισεκατομμυρίων. Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, τη μεγαλύτερη εξάρτηση από την Κίνα έχει η Γερμανία. Το 2014, οι γερμανικές επιχειρήσεις πούλησαν προϊόντα αξίας περίπου €90 δισεκατομμυρίων σε Κινέζους καταναλωτές, ποσόν τετραπλάσιο από το αντίστοιχο της Γαλλίας, που είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας της Ευρωζώνης στην Κίνα. Αυτή είναι ορατή όψη. Η άλλη, η αθέατη, συνδέεται με τις αντοχές που έχουν οι επιμέρους οικονομίες για να αντιμετωπίσουν μία συρρίκνωση των οικονομικών τους συναλλαγών με την Κίνα. Και σίγουρα η Γερμανία είναι εκείνη η οποία έχει τα αποθέματα για να αντέξει. Άλλωστε, σε αυτό βοηθούν τόσο το πετρέλαιο όσο και οι φθηνές πρώτες ύλες. Το έπαθλο; Η ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση των υπολοίπων ευρωπαίων από αυτήν.
Φαινομενικά η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κρίση: η Κίνα εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης των θεαματικών ρυθμών ανάπτυξης της προηγούμενης δεκαετίας, παρασύροντας τα διεθνή Χρηματιστήρια και τις αγορές μετάλλων και εμπορευμάτων. Η ρωσική οικονομία κινείται σε ρυθμούς ύφεσης. Στην ευρωζώνη επικρέμεται η απειλή του αποπληθωρισμού, ενώ πολιτικές αβεβαιότητας είναι τόσο μεγάλες, ώστε όλοι να αντιμετωπίζουν την Γερμανία ως τη μοναδική σταθερά του συστήματος. Η Ιαπωνία εξακολουθεί να παραμένει όμηρος του αποπληθωρισμού, της στασιμότητας και της δημογραφικής κρίσης. Το πείραμα των άλλοτε φιλοδοξώνς BRICS καταρρέει από το βάρος των προβλημάτων της Ρωσίας, της Βραζιλίας. Και τέλος η κινεζική επιβράδυνση απειλεί να συμπαρασύρει τις οικονομίες της ΝΑ Ασίας, οι οποίες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό είναι εξαρτημένες από το Πεκίνο.
Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί με τα στοιχεία τους επιβεβαιώνουν αυτές τις δυσοίωνες προοπτικές. Στο τέλος του χρόνου, η Κριστίν Λαγκάρντ διατύπωσε την απαισιοδοξία της για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας το 2016.Η επικεφαλής του ΔΝΤ περιέγραψε με μελανά χρώματα τις προοπτικές για την τρέχουσα χρονιά. Η ανάπτυξη θα είναι απογοητευτική και άνισα κατανεμημένη, αναφέρει σε ολοσέλιδο άρθρο στην γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt. Η Λαγκάρντ δικαιολογεί την απαισιοδοξία της με τη μείωση της παραγωγικότητας, λόγω γήρανσης του πληθυσμού και τις επιπτώσεις από την παγκόσμια δημοσιονομική κρίση. Ως επιπλέον λόγους επικαλείται την αλλαγή προσανατολισμού του κινεζικού μοντέλου ανάπτυξης και τη διαφαινόμενη αποκατάσταση της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, για τη ζώνη του ευρώ η Λαγκάρντ πιστεύει ότι είναι σε θέση να αυξήσει τις προοπτικές ανάπτυξης, εφόσον αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα κόκκινα δάνεια ύψους 900 δις ευρώ, ένα από τα μεγάλα δυσεπίλυτα προβλήματα που άφησε η δημοσιονομική κρίση. Αυτό θα ενίσχυε τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών έναντι επιχειρηματιών, αλλά και ιδιωτών και κατά συνέπεια την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του φθηνού χρήματος, ενώ θα βελτίωνε τις προοπτικές ανάπτυξης και την εμπιστοσύνη των αγορών.
Αν όμως αποπειραθεί κανείς να αναζητήσει τα σημάδια αυτής της οικονομικής αβεβαιότητας στο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο, θα αντιληφθεί ότι τελικά η οικονομία λειτουργεί ως πρώτης τάξεως όπλο, για πολιτικές αλλαγές που ευνοούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, η αλλαγή της αμερικάνικης νομισματικής πολιτικής που έχει ξεκινήσει τον τελευταίο χρόνο, προκάλεσε μία σειρά προβλημάτων σε πολλές οικονομίες "ατίθασων" χωρών. Για παράδειγμα η Βραζιλία, ιδρυτικό μέλος των BRICS, η οποία αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Η σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ , επιδεινώνει την ήδη παραπαίουσα οικονομία της από την πτώση της τιμής του πετρελαίου και των πρώτων υλών και εμπορευμάτων. Η κυρία Ρούσεφ σίγουρα θα αισθάνεται ανασφαλής, καθώς διαπιστώνει ότι θα πρέπει να προχωρήσει σε περικοπές, οι οποίες δύσκολα θα είναι διαχειρίσιμες στο σημερινό περιβάλλον που κυριαρχείται από τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η διαφθορά και τα σκάνδαλα. Και φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για παροχή βοήθειας σε οικονομίες της Νότιας Αμερικής, που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. ΄Ετσι ο κ.Μαντούρο, ο οποίος ήδη πληρώνει την πτώση της τιμής του πετρελαίου, μένει ουσιαστικά μόνος αντιμέτωπος με την αντιπολίτευση, η οποία ήδη ελέγχει την εθνοσυνέλευση αλλά και με ένα υπέρογκο εξωτερικό χρέος, υψηλό πληθωρισμό και την ύφεση. Υπό το πρίσμα αυτό, η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου Μάκρι στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, μπορεί να είναι προάγγελος ευρύτερων πολιτικών εξελίξεων σε όλη την Νότια Αμερική, οι ηγεσίες της οποίας την προηγούμενη δεκαετία είχαν εφαρμόσει πολιτικές κοινωνικών παροχών ώστε να περιορισθεί η ανισότητα και οι οποίες σίγουρα απέχουν πολύ από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι και η εκλογή Μάκρι ήταν αποτέλεσμα των προβλημάτων στην οικονομία της χώρας, που προκλήθηκαν από την πτώση των τιμών στα εμπορεύματα και στις πρώτες ύλες, αλλά και τη γνωστή ιστορία με τους Αμερικανούς κερδοσκόπους του χρέους, που μπλόκαραν τη συμφωνία με τους πιστωτές της χώρας που θα επέτρεπε τη χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές.
Η πτώση των τιμών των πρώτων υλών, εμφανίζεται από τα περισσότερα διεθνή ΜΜΕ ως αποτέλεσμα της επιβράδυνσης της ζήτησης από την Κίνα. Αν όμως προσπαθήσει να δεί κανείς πίσω από τους αριθμούς, θα διαπιστώσει ότι με πρόσχημα την πτώση των τιμών, πραγματοποιείται μία πρωτοφανής προσπάθεια ελέγχου της προσφοράς. Οι μεγάλες μεταλλευτικές εταιρίες της Δύσης αλλά και της Κίνας, με το πρόσχημα της αποχώρησης, προσπαθούν να ελέγξουν όσο το δυνατόν περισσότερα κοιτάσματα. Τυπικό παράδειγμα ο χαλκός. Η Κίνα σύμφωνα με υπολογισμούς, απορροφά περίπου το 45% της προσφοράς και θεωρείται ως η βασική αιτία για την πτώση της τιμής του. Παρόλα αυτά, κινεζικοί επενδυτικοί όμιλοι έχουν ξεκινήσει ένα ράλι ελέγχου κοιτασμάτων στο Περού, στην Ρωσία αλλά και στην Αφρική. Ουσιαστικά επαναλαμβάνει την ίδια πρακτική που είχε ακολουθήσει πριν οκτώ χρόνια, όταν προχώρησε σε αγορές μετάλλων εκμεταλλευόμενη τις χαμηλές τιμές, προκειμένου να έχει αποθέματα πρώτων υλών για να καλύψει τη ζήτηση βιομηχανικών προϊόντων που θα έρχονταν με την ανάκαμψη.
Αν αναλογιστεί κανείς πόσες οικονομίες εξαρτώνται από τις εξαγωγές μετάλλων και εμπορευμάτων, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει με ποιο τρόπο μπορεί, όποιος ελέγχει την παραγωγή να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις, τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που βιώνουμε σήμερα με τις τιμές του πετρελαίου. Τα θύματα του πολέμου αυτού είναι ήδη γνωστά. Στον κατάλογο των θυμάτων, σημαίνουσα θέση έχουν δύο οικονομίες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια είχαν βρεθεί αντιμέτωπες με πολλές από τις επιλογές της Δύσης: Βενεζουέλα και Ρωσία. Η πρώτη χρηματοδοτούσε περίπου το 90% των δημοσιονομικών της δαπανών και η δεύτερη πάνω από το 50%. Η οικονομία της Βενεζουέλας βρίσκεται πλέον στα πρόθυρα της κατάρρευσης και οι πρόσφατες εκλογές έδειξαν, με ποιόν τρόπο επηρεάστηκε το πολιτικό σκηνικό. Η οικονομία της Ρωσίας αντιμετωπίζει προβλήματα με την ισοτιμία του νομίσματος, τον πληθωρισμό και τη στασιμότητα της οικονομίας. Και το μείζον ερώτημα είναι, το κατά πόσον τα αγκάθια αυτά μπορεί να επηρεάσουν τη στάση της στα ανοικτά μέτωπα με την Δύση, όπως για παράδειγμα στην Συρία και στην Ουκρανία . Επίσης, όταν μιλά κανείς για πετρέλαιο, δεν μπορεί να αγνοήσει και τις επιπτώσεις που έχει στη διαμάχη μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Αν και οι δύο χώρες, η κάθε μία για διαφορετικό λόγο μπορεί να ανταπεξέλθουν στις χαμηλές τιμές, εντούτοις κανείς δεν αμφισβητεί ότι πρόκειται για έναν αγώνα αντοχής, στον οποίο ο νικητής, θα έχει το "πάνω χέρι", τόσο στην ενεργειακή αγορά όσο και στις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή.
Όλα αυτά σίγουρα επηρεάζουν και την Ευρώπη, καθώς κάθε κρίση ισχυροποιεί ακόμα περισσότερο τον ισχυρό και καθιστά ακόμα πιο ευάλωτο τον αδύναμο. Για παράδειγμα, η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της κινέζικης οικονομίας, επηρεάζει την οικονομία της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ευρώπης, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αξία των εμπορικών συναλλαγών Ε.Ε.- Κίνας αγγίζει ημερησίως το €1 δισεκατομμύριο. Επομένως, η Κίνα αποτελεί κλειδί για την ανάκαμψη της Ευρωζώνης, καθώς αγοράζει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ευρωπαϊκών προϊόντων, κυρίως βιομηχανικών, τεχνολογίας και πολυτελείας. Το 2014, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς την Κίνα έφτασαν στο ρεκόρ των €165 δισεκατομμυρίων. Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, τη μεγαλύτερη εξάρτηση από την Κίνα έχει η Γερμανία. Το 2014, οι γερμανικές επιχειρήσεις πούλησαν προϊόντα αξίας περίπου €90 δισεκατομμυρίων σε Κινέζους καταναλωτές, ποσόν τετραπλάσιο από το αντίστοιχο της Γαλλίας, που είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας της Ευρωζώνης στην Κίνα. Αυτή είναι ορατή όψη. Η άλλη, η αθέατη, συνδέεται με τις αντοχές που έχουν οι επιμέρους οικονομίες για να αντιμετωπίσουν μία συρρίκνωση των οικονομικών τους συναλλαγών με την Κίνα. Και σίγουρα η Γερμανία είναι εκείνη η οποία έχει τα αποθέματα για να αντέξει. Άλλωστε, σε αυτό βοηθούν τόσο το πετρέλαιο όσο και οι φθηνές πρώτες ύλες. Το έπαθλο; Η ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση των υπολοίπων ευρωπαίων από αυτήν.